«Δάσος κιόνων» ( Ν. Καλτσάς ). «Οι τεράστιες κολόνες συντρίβουν τις Κόρες…τα εκμαγεία μειώνουν τα αυθεντικάαρχαία…το φως δεν αναδεικνύειτα γλυπτά και τις λεπτομέρειές τους. Απαιτείται συνδυασμόςτου φυσικού φωτός με το τεχνητό…» ( Μ.Λαμπράκη Πλάκα ). «Τελικά πρόκειται για έκθεση αριστουργημάτωνή μαρτυριών πολιτισμού;Το μουσείο το περιμένει η παγκόσμια κοινότητα για να δει πώς οι Ελληνες διαβάζουν το παρελθόν τους.Τώρα πια δεν μπορεί να γίνει τίποτα,αλλά δεν μπορώ και να μην τα πω» ( Δ.Κωνστάντιος ). «Το κτίριο καταπίνει τα εκθέματα» ( Ι.Παπαντωνίου ). «Αναρωτιέμαι αν οι αρχιτέκτονες αγνόησαν τις προδιαγραφές ή οι προδιαγραφές ήταν λάθος» ( Α. Λούβη-Κίζη ). «Μπροστά στην πίεση όμως “υπερεθνικής σημασίας” εγκαινίων (τα μέλη του Συμβουλίου Μουσείων) αναγκάστηκαν να εγκρίνουν τη μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη.Με παρατηρήσεις αναπόφευκτες αλλά και διαπιστώσεις που προσβάλλουν το όλο εγχείρημα.Αλλωστεσε ποια χώρα θα συνέβαινε να μη χρησιμοποιηθεί μουσειολόγος για τη μόνιμη έκθεση ενός τέτοιου μουσείου και μάλιστα στον 21ο αιώνα;». Οσα διαπιστώνουν οι παραπάνω έγκριτοι άνθρωποι των μουσείων – αποσπάσματα που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο την περασμένη εβδομάδα- δυστυχώς ήταν προδιαγεγραμμένα από τις διαδικασίες που προηγήθηκαν. Δεν θα έπρεπε κανείς να περιμένει για τα Γλυπτά του Παρθενώνα διαδικασίες τουλάχιστον όπως αυτές του Μουσείου Μερτσέντες στη Στουτγάρδη (35.000 τ.μ.), όπου μουσειολογικός προγραμματισμός και σχεδιασμός προηγήθηκαν του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού και σχεδιασμού του κτιρίου (από τους Ολλανδούς του UΝstudio); Εκεί το μουσείο και η παραδειγματική σε νοήματα έκθεση, μετά το πέρας της μουσειολογικής μελέτης το 2001, χρειάστηκαν μόνο πέντε χρόνια για να ολοκληρωθούν.

Μήπως όμως τελικά δεν θα ΄πρεπε κανείς να περιμένει ούτε και διαδικασίες Νότιας Ευρώπης, σαν αυτές που η ευρωπαϊκή Κύπρος επιδεικνύει; Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Κύπρου στο περιοδικό του με τον τίτλο «Αρχείο» (τεύχ. 3, Ιανουάριος 2008) προκάλεσε συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο και τη διαδικασία μουσειολογικού και αρχιτεκτονικού προγραμματισμού και σχεδιασμού του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Κύπρου. Αυτοί, όμως, όπως και οι Γερμανοί, μάλλον δεν μοιάζει να έχουν λεφτά για πέταμα. Το ερώτημα λοιπόν που θα έπρεπε να απαντηθεί στην «ευρωπαϊκή» Ελλάδα δεν είναι μόνο αν θα έπρεπε να υπάρχει ή όχι μουσειολόγος, αλλά πώς δρομολογείται η δημιουργία ενός καλού μουσείου. Ενός μουσείου παγκόσμιας εμβέλειας, με αριστουργήματα που θα έπρεπε να διηγούνται ιστορίες για τις κοινωνίες που τα παρήγαγαν, για τις συμβολικές και άλλες αξίες τους, για τα πολιτεύματα, την οικονομία, τις θρησκείες, τα γράμματα και τη λογοτεχνία που τα περιέλαβαν και τα νοηματοδότησαν τόσο στον καιρό τους όσο και διαχρονικά ως σήμερα, δηλαδή για ιστορίες πολιτισμού που θα καλωσόριζαν επισκέπτες ανίδεους και πολίτες συνειδητοποιημένους. Δηλαδή αυτά που κάθε πρωτοετής φοιτητής του μεταπτυχιακού μας γνωρίζει και που οι άριστοι σίγουρα μπορούν να εφαρμόζουν μετά την αποφοίτησή τους στο δεύτερο έτος. Αυτά που γνωρίζουν και άλλοι έλληνες μεταπτυχιακοί απόφοιτοι μουσειολογίας, που και γνώσεις και πείρα και μεράκι έχουν. Αρκεί να είμαστε βέβαιοι για την απόσταση που μας χωρίζει από την εποχή της προβιομηχανικής εμπειρικής μαθητείας και κυρίως να γνωρίζουμε ότι πουθενά τα καλά αρχαιολογικά μουσεία δεν είναι υπόθεση μόνο των αρχαιολόγων. Ξέρουμε πια ότι η τελική επιλογή των εκθεμάτων, αφού βέβαια μελετηθούν επιστημονικά από τους αρχαιολόγους, είναι δουλειά του μουσειολόγου, ο οποίος, μαζί με άλλες ειδικότητες, πέραν των αρχαιολόγων (π.χ. ιστορικοί, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, ιστορικοί του πολιτισμού και της επιστήμης) και σε συνεχή διαβούλευση μαζί τους και με τον κύριο του έργου, προβαίνει σε μουσειολογικό προγραμματισμό και σχεδιασμό. Παράλληλα ο μουσειολόγος σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα-μουσειολόγο, ειδικό στον εκθεσιακό σχεδιασμό, και τον κύριο του έργου προδιαγράφει τον απαιτούμενο χώρο, όπως άλλωστε και την ατμόσφαιρά του, στοιχεία τα οποία δεν προκύπτουν μηχανιστικά από το ποια είναι τα εκθέματα, αλλά από το τι και το πώς αυτά θα αφηγηθούν ιστορίες.

Στην προκειμένη περίπτωση όμως τι να υποθέσει κανείς; Μήπως ότι όσοι, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συμφωνούν με αυτές τις διεθνώς πια εγκατεστημένες πρακτικές είναι αυτοί που στραβά αρμενίζουν;

Φαίνεται ότι για άλλη μια φορά χάσαμε ένα σοβαρό στοίχημα. Για άλλη μια φορά η ουσία χάθηκε στο περιτύλιγμα. Μένει να μετρηθεί τελικά η λάμψη του ως τοπόσημου, εκτός και αν αποδειχθεί ότι θα αρκεστούμε στην πολυδάπανη λάμψη των βεγγαλικών.

Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας,διευθύντρια του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Μουσειολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Μουσειολόγων.