Oμιλούν πολλοί για το «Μακεδονικό». Οι περισσότεροι χωρίς να γνωρίζουν τα ιστορικά δεδομένα της διαφοράς. Είναι παλαιά, άρχεται στους χρόνους παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έχει τη βάση της στην οριοθέτηση του Ελληνισμού από τον Σλαβισμό.

Ανατρέχοντας στην ιστορική περίοδο μεταξύ 1870 και 1900 διαπιστώνει ο καθείς τη διαπραγμάτευση και τη διεκδίκηση για την ευρύτερη γεωγραφική ζώνη που τότε αναγνωριζόταν ως Μακεδονία. Από το 1870 η ελληνική διπλωματία συζητούσε με τη βουλγαρική για τους 60.000

Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, για τις διεκδικήσεις της βουλγαρικής Εξαρχίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην τοποθέτηση επισκόπων σε περιοχές με σλαβόφωνους πληθυσμούς, καθώς και για την οριοθέτηση των ζωνών επιρροής των δύο χωρών. Προέβαλε εγκαίρως, ως αντιστάθμισμα στις βουλγαρικές επιδιώξεις, τη διεκδίκηση για την Ανατολική Ρωμυλία, θέλησε να περιορίσει τον ρόλο της βουλγαρικής Εκκλησίας καθώς χρησιμοποιούνταν ως βάση διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης σε σλαβόφωνους πληθυσμούς της ευρύτερης γεωγραφικής ζώνης και ταυτόχρονα περιέγραψε τη γραμμή Αχρίδας- Μοναστηρίου- Στρώμνιτσας- Μελενίκου ως το όριο της ιστορικής ελληνικής Μακεδονίας. Εκτοτε μεσολάβησαν πολλά. Ειδικώς η εξασφαλισθείσα διά των όπλων αυτονομία της Κρήτης το 1897 επιτάχυνε τις εξελίξεις. Η βουλγαρική Εξαρχία, αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια της Υψηλής Πύλης έναντι των Ελλήνων, επέτυχε τον διορισμό δικών της επισκόπων στις μητροπόλεις της Αχρίδας, των Σκοπίων και του Νευροκοπίου, αλλά το γεγονός ότι στηριζόταν στους καταπιεστές Οθωμανούς δεν ευνοούσε τις επαναστατικές διεργασίες στην ευρύτερη ζώνη της Μακεδονίας.

Σε εκείνη τη χρονική συγκυρία η VΜRΟ- αρχικώς βουλγαρομακεδονική οργάνωση με ερείσματα στον βουλγαρικό στρατό- αυτονομήθηκε από τη Βουλγαρία και θέλησε να διεκδικήσει με τα όπλα τη «μακεδονική» αυτονομία. Κάπως έτσι ήλθε η περιλάλητη εξέγερση του Ιλιντεν (του Αη Λια) στις 20 Ιουλίου 1903, στο Κιλκίς, που για τους Σκοπιανούς ισοδυναμεί με ημέρα εθνεγερσίας. Κάτι που ουδέποτε- ούτε και τώρα- αποδέχθηκε η Βουλγαρία, η οποία αναγνώρισε το κράτος των Σκοπίων αλλά όχι το «μακεδονικό έθνος» ούτε τη «μακεδονική γλώσσα», την οποία θεωρεί παραλλαγή της βουλγαρικής. Ακολούθησαν ο μακεδονικός αγώνας, οι νικηφόροι για τον ελληνικό στρατό Βαλκανικοί Πόλεμοι, αργότερα οι ανταλλαγές πληθυσμών και μετέπειτα η εγκατάσταση 700.000 προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, η οποία και έκλεισε το «μακεδονικό» ζήτημα. Στα χρόνια της Κατοχής οι συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές Βούλγαροι θέλησαν να διαμορφώσουν τετελεσμένα αλλά απέτυχαν.

Η τελευταία απόπειρα αναζωπύρωσης του «Μακεδονικού» επιχειρήθηκε στα τέλη του ελληνικού εμφυλίου, μεταξύ των ετών 1948 και 1949, όταν ο Νίκος Ζαχαριάδης στην αγωνία του να στρατολογήσει μαχητές υποσχέθηκε αυτονομία στους εναπομείναντες Σλαβομακεδόνες της Δυτικής Μακεδονίας. Στο Βίτσι και στον Γράμμο παίχθηκε η τελευταία πράξη του «μακεδονικού» δράματος. Σήμερα απλώς ζούμε το βάρος της Ιστορίας, που καλούνται να ξεπεράσουν η πολιτική και η διπλωματία.

akarakousis@dolnet.gr