Στη δεκαετία του 80 η διαφθορά των εφοριακών ήταν πρωτοφανής, είχε αναδειθχεί σε μείζονα κοινωνική πληγή. Αποτέλεσμα κυρίως της απευθείας επαφής των φορολογικών αρχών με τους φορολογούμενους, η οποία προσέφερε ευκαιρίες διαπραγμάτευσης, εκβιασμών και συναλλαγής βεβαίως στα διευθυντικά στελέχη των εφοριών. Ιδιαιτέρως στις μεταβιβάσεις ακινήτων τα κρούσματα διαφθοράς και συναλλαγής των εφοριακών με τους κληρονόμους, τους αγοραστές διαμερισμάτων, οικοπέδων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων είχαν λάβει χαρακτήρα επιδημίας.

Σε εκείνα τα χρόνια οι προϊστάμενοι των Εφοριών είχαν αποκτήσει το προνόμιο να προσδιορίζουν οι ίδιοι τη φορολογητέα αξία των μεταβιβαζόμενων ακινήτων και στη βάση αυτής να εφαρμόζουν την κατά περίπτωση φορολογική κλίμακα. Πραγματικά στοιχεία αγοράς δεν υπήρχαν, οι εφοριακοί προσδιόριζαν αυθαίρετα την αξία των προς μεταβίβαση ακινήτων, επικαλούμενοι τιμές ανά τετραγωνικό μέτρο προηγούμενων πράξεων, τις οποίες συνήθως απέρριπταν οι συναλλασσόμενοι επειδή τις θεωρούσαν υπερβολικές έως εξωπραγματικές.

Και τότε άρχιζε το «παζάρι» μεταξύ εφοριακών και φορολογουμένων, που συνηθέστερα με το κατάλληλο μπαξίσι κατέληγε σε χαμηλότερες αξίες και λιγότερους φόρους. Αυτό βεβαίως μόνο για εκείνους που μπορούσαν και είχαν τη διάθεση να αποδεχθούν την «συναλλαγή».

Οι υπόλοιποι τιμωρούνταν και είτε πλήρωναν δυσβάστακτους φόρους είτε δεν προχωρούσαν λόγω αδυναμίας στις μεταβιβάσεις. Συνήθως και συμβολαιογράφοι ήταν συνδεδεμένοι με τους επίορκους εφοριακούς, διαμορφώνοντας ένα ιδιότυπο συνδικάτο διαφθοράς που έπληττε τους πάντες.

Ηταν τέτοια η ισχύς και η δυνατότητα απόκτησης «μαύρων» εισοδημάτων για τους εφοριακούς, που κάποια στιγμή οι θέσεις διευθυντών κατέστησαν εξαγοράσιμες!! Εκείνο το καθεστώς ατέλειωτης και ενδημικής διαφθοράς «έσπασε» με την εισαγωγή των «αντικειμενικών τιμών», των αντικειμενικών αξιών επί των ακινήτων που άρχισε να προσδιορίζει το υπουργείο από το 1984 και εντεύθεν. Αρχικώς επιβλήθηκε για τα ακίνητα της ΑΘήνας και μετέπειτα στη διαδρομή των ετών επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα. Ουσιαστικά ακυρώθηκε η δυνατότητα των εφοριακών να προσδιορίζουν τη φορολογητέα ύλη των ακινήτων και μαζί το εργαλείο εκβιασμού και διαφθοράς.

Ωστόσο, σε πλήθος άλλων φορολογικών πράξεων και δη στους περισσότερους των ελέγχων διατηρήθηκε η επαφή με τους φορολογούμενους, η οποία αποτελεί βάση συναλλαγών. Αυτό απέδειξε η περίπτωση της ΔΟΥ Χαλκίδας, όπου η εκεί προϊστάμενη είχε στήσει μια μηχανή συναλλαγής, εκβιασμών και παράνομων εισπράξεων με επαγγελματίες και επιχειρήσεις για την έγκαιρη απόδοση της δικαιούμενης επιστροφής φόρων. Εναντι αυτής η επίορκος προϊστάμενη απαιτούσε «μπαξίσι» για τη διευκόλυνση και αν δεν ανταποκρινόταν ο φορολογούμενος τον απειλούσε με έκτακτους ελέγχους, επιβολή προστίμων και ακύρωση της επιστροφής των φόρων. Είναι βέβαιο ότι αντίστοιχα σχήματα εκβιασμών και παράνομων συναλλαγών εφοριακών με φορολογούμενους λειτουργούν σε όλη τη χώρα. Και είναι επίσης σχεδόν βέβαιο ότι ο επικεφαλής της ΑΑΔΕ κ.Γ.Πιτσιλής έχει «σημάδια» και σχετικές φήμες που τα συνοδεύουν. Η αγορά βοά και εκείνος δεν μπορεί να μένει διστακτικός. Αντιθέτως οφείλει να δράσει αποφασιστικά το ταχύτερο, πριν περιστατικά σαν αυτό της Χαλκίδας έλθουν μαζικά στο προσκήνιο..