Είναι γνωστό ότι οι αρχαιότητες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση της ανεξαρτησίας μας. Αν στην Ευρώπη των πρώτων δεκαετιών του 19ου αι. είχε αναπτυχθεί ένα τόσο ισχυρό κίνημα φιλελληνισμού, που ποικιλοτρόπως βοήθησε την Επανάσταση του ’21, αυτό, κατά ένα σημαντικό μέρος, οφειλόταν στα επιτεύγματα της αρχαίας Ελλάδας, την οποία οι Ευρωπαίοι αναγνώριζαν ως κοιτίδα του δικού τους πολιτισμού. Ετσι και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας, έχοντας πλήρη συνείδηση του τι πρόσφεραν και τι μπορούσαν να προσφέρουν και στο μέλλον τα αρχαία στον ελληνισμό, από τις πρώτες κιόλας μέρες της διακυβέρνησής του έστρεψε το ενδιαφέρον του στην προστασία τους, αφού αυτά εκτός των άλλων κινδύνευαν και από τους κάθε λογής Ελγίνους. Και αυτό ενώ είχε να αντιμετωπίσει τόσα άλλα προβλήματα, πολλά από τα οποία έθεταν σε κίνδυνο ακόμη και την ύπαρξη του νεοσύστατου κράτους, και ενώ έπρεπε να στήσει την κρατική μηχανή εκ του μηδενός σε μια χώρα πλήρως εξαθλιωμένη από τον αιματηρό απελευθερωτικό της αγώνα.


Λίγους μόλις μήνες μετά την άφιξή του στην Αίγινα, την πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, ο Καποδίστριας απαγορεύει την πώληση και εξαγωγή των αρχαιοτήτων, όπως και τη διενέργεια ανασκαφών χωρίς κρατική άδεια. Επίσης με εγκυκλίους προς τους κατά τόπους ανώτατους υπαλλήλους ζητά να επαγρυπνούν να μη φυγαδεύονται αρχαιότητες και συγχρόνως να φροντίζουν για την καταγραφή και περισυλλογή τους. Σε χώρο του επιβλητικού για την εποχή του Ορφανοτροφείου, του πρώτου δημόσιου κτίσματος που κτίζει στην Αίγινα, στεγάζει το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, για τη δημιουργία του οποίου, τον Οκτώβριο του 1829, είχε συμβάλει σημαντικά και ο αδελφός του Βιάρος Καποδίστριας. Προϊστάμενο του Μουσείου, όπως και των άλλων εκπαιδευτικών – πνευματικών ιδρυμάτων που στεγάζονταν στο Ορφανοτροφείο, διορίζει τον Ανδρέα Μουστοξύδη, τον οποίο και μετακαλεί από την Ιταλία, όπου αυτός διέπρεπε κυρίως στον τομέα της ιστορίας. Η μετάκληση μιας τόσο σημαντικής προσωπικότητας, όπως ήταν ο Μουστοξύδης, δείχνει πόσο μεγάλη σημασία έδινε ο Κυβερνήτης στις αρχαιότητες και γενικότερα στην παιδεία του τόπου. Ο Μουστοξύδης, με την αμέριστη εμπιστοσύνη του Καποδίστρια, αναδεικνύεται σε ψυχή τόσο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας όσο και του Μουσείου, στο οποίο ως επιμελητής εργαζόταν και ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος Καμπάνης από την Ανδρο. Τα διάφορα μέτρα που εισηγήθηκε ο Μουστοξύδης στον Κυβερνήτη για τις αρχαιότητες παρουσιάζουν σε καίρια σημεία τους χαρακτηριστικές ομοιότητες ακόμη και με τη σημερινή ισχύουσα σχετική νομοθεσία! Ενδιαφερόταν – πολύ σωστά – πάνω από όλα για την προστασία των ορατών μνημείων και πολύ λίγο για την ανεύρεση νέων και για ανασκαφές. «Η κυβέρνησις… διέταξε την σύστασιν ενός Εθνικού Μουσείου, εις το οποίον κατά το παρόν να συλλεχθώσιν όσα λείψανα εκινδύνευαν να διαφθαρώσιν ή να γένωσιν έρμαιον των ξένων, φυλαττομένη να ζητήση από την γην όσα αυτή οικτείρουσα καλύπτει εις τον κόλπον της, άμα παύσουν η ένδεια του ταμείου και άλλαι ανάγκαι μάλλον επικείμεναι και κατεπείγουσαι».


Δυστυχώς το μίσος εναντίον του Καποδίστρια, προερχόμενο από τους πολιτικούς του αντιπάλους και τεχνηέντως υποδαυλιζόμενο από τους διπλωματικούς αντιπροσώπους της Αγγλίας και Γαλλίας επειδή ο κυβερνήτης δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους, κατευθυνόταν και εναντίον των στενών του συνεργατών. Ετσι ο Καποδίστριας και ο Μουστοξύδης κατηγορούνταν, ανάμεσα σε άλλα, ότι απεχθάνονταν την αρχαία Αθήνα και ότι προκάλεσαν καταστροφές αρχαιοτήτων. Καταστροφές αρχαίων πράγματι έγιναν, όπως π.χ. στην Αίγινα, στο Γαλαξείδι ή στο Ναύπλιο. Αλλά αυτές με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σκόπιμες. Οφείλονταν στην απαιδευσία ενός λαού ο οποίος για αιώνες ήταν σκλαβωμένος και αποκομμένος από τις ρίζες του, όπως επίσης και στην απελπιστική ένδοια του δημόσιου ταμείου.


Ο Μουστοξύδης αμέσως μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη υποβάλλει την παραίτησή του, η οποία όμως δεν γίνεται αποδεκτή. Θα επανέλθει όμως σ’ αυτήν σύντομα, τον Μάρτιο του 1832, και γρήγορα θα εγκαταλείψει με πικρία τη χώρα. Οι εχθροί του Καποδίστρια έτρεφαν τέτοιο μίσος εναντίον του, ώστε τον κατηγόρησαν ακόμη και για υπεξαίρεση χρημάτων και για εξαφάνιση αρχαίων! Χωρίς αμφιβολία η αποχώρηση του Μουστοξύδη ήταν μεγάλο πλήγμα για τα αρχαιολογικά πράγματα του τόπου. Χάθηκε η ευκαιρία να θεμελιωθεί το οικοδόμημα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας πάνω σε ευρυτέρου πνεύματος αντιλήψεις για τον ρόλο των αρχαίων και την αντιμετώπισή τους. Από την επιστολή της τελικής του παραίτησης παραθέτω την αρχή και το τέλος: «Προσκληθείς παρά του αοιδίμου Κυβερνήτου το 1829 εις την διεύθυνσιν των εν Αιγίνη Καταστημάτων, προθύμως υπήκουσα εις την φωνήν του… Εγκαταλείψας αναπαύσεις, φίλους, βαθμούς, ωφελείας, διακόψας τας εργασίας μου επί των οποίων εστηρίζετο η υπόληψίς μου, περιορίσας εμαυτόν εις την νήσον ταύτην, εδέχθην την οχληράν φροντίδα των Καταστημάτων τούτων και η ωφέλεια της Πατρίδος και η εγκάρδιος προς εμέ φιλία του αρχηγού του Εθνους εξήρκουν δι’ όλας τας αμοιβάς». Και καταλήγει: «… ευκταίον είναι ο διάδοχός μου να προσθέση εις τον ζήλον μου μικροτέραν συγκατάβασιν, και οι αναδεχόμενοι την ανατροφήν της νεολαίας να είναι ευαισθητότεροι ως προς την αξίαν του λυσιτελούς επαγγέλματός των, διά να χαλιναγωγήται η νεολαία και να μη γίνεται η απειρία της χαμερπών παθών και αναιδεστάτων μηχανορραφιών όργανον. Μένω με το ανήκον σέβας – Α. Μουστοξύδης».


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.