Είναι ευτυχής εκείνος που μπορεί να γνωρίζει τις αιτίες των πραγμάτων», κατά τη γνωστή ρήση του Βιργιλίου. Μπορούμε, όμως, να προσθέσουμε ότι είναι ακόμη ευτυχέστερος εκείνος που μπορεί να δίνει εξηγήσεις που να είναι για τους πολλούς πειστικές, χωρίς να μπει στον κόπο να βρει τις πραγματικές αιτίες των πραγμάτων. Και γι’ αυτό υπάρχει μια πασίγνωστη συνταγή που χρησιμοποιείται από πολλούς στην προσέγγιση δυσεπίλυτων προβλημάτων της ιστορίας και της κοινωνίας η οποία συνίσταται στην ανακάλυψη δαιμόνων σε συνδυσμό με κάποια θεωρία συνωμοσίας.


Στην Ελλάδα, όπως όλοι διαπιστώνουμε, η μέθοδος αυτή ευδοκιμεί. Πίσω από τα δεινά που συσσωρεύει ο τόπος αυτός υπάρχει σχεδόν πάντα κάποιος «ξένος δάκτυλος», κάποια «συμπαιγνία», κάποιο «κόλπο» από το οποίο έχουμε κρατηθεί δολίως απ’ έξω. Ο,τι και αν συμβαίνει, για το οποίο θα μπορούσαν να αναζητηθούν οι αιτίες και συγχρόνως οι ευθύνες στο εσωτερικό της χώρας, αποδίδεται σε «ξένα κέντρα» και «σκοτεινές δυνάμεις» που επιβουλεύονται την Ελλάδα και απεργάζονται νυχθημερόν την καταστροφή της.


Η ίδια μέθοδος σκέψης χρησιμοποιείται για να εξηγήσει και τα εντός των τειχών τεκταινόμενα και συχνά για να προβλέψει εξελίξεις που κυοφορούνται, συνήθως με την προβολή διαφόρων «σεναρίων». Τα πάντα είναι, υποτίθεται, προκαθορισμένα, μελετημένα, επακριβώς προσχεδιασμένα από τους ισχυρούς ενώ οι ανίσχυροι μπορούν μόνο να οσφραίνονται τις συνωμοσίες που εξυφαίνονται και να προσαρμόζονται στις ενδεχόμενες συνέπειές τους.


Δεν είναι προνόμιο της Ελλάδας αυτή η μέθοδος σκέψης. Πολύ πιο διαδεδομένη είναι σε τριτοκοσμικές και πρώην κομμουνιστικές χώρες. Και παρά το γεγονός ότι σε προηγμένες δυτικές χώρες οι άνθρωποι είναι πολύ λιγότερο επιρρεπείς στο να δίνουν πίστη σε συνωμοσιολογικές προβλέψεις και εξηγήσεις γεγονότων, δεν λείπουν ούτε και εκεί οι ευφάνταστες υποθέσεις για τα γεγονότα, με συχνά μυθιστορηματική πλοκή, που υιοθετούνται από το πιο εύπιστο τμήμα του πληθυσμού των χωρών αυτών.


Το ότι αυτή η μορφή σκέψης είναι λανθασμένη το γνωρίζει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος και δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Εκείνο, όμως, που πρέπει να μας απασχολήσει είναι ο λόγος της αποδοχής και διάδοσής της. Μια πιθανή εξήγηση είναι κοινωνική. Υπάρχει, δηλαδή, σαφής σχέση ανάμεσα στην επικράτηση της δαιμονολογικής και συνωμοσιολογικής πλάνης και στην οικονομική και κοινωνική υπανάπτυξη και την απουσία ή ανεπάρκεια δημοκρατικών θεσμών. Ή, για να το πούμε απλούστερα, η πλάνη αυτή είναι πιο διαδεδομένη εκεί όπου δεν επικρατούν επαρκώς οι συνθήκες ανοιχτής κοινωνίας.


Οι δημοκρατικές κοινωνίες διακρίνονται από τις κλειστές και ολοκληρωτικές κατά τούτο: ότι λειτουργούν ως ανοιχτά συστήματα που επιτρέπουν την ελεύθερη δράση των πολιτών μέσα σε ορισμένα όρια που προβλέπουν οι νόμοι. Η εξέλιξη της κοινωνίας εξαρτάται περισσότερο από το πλήθος των ατομικών αποφάσεων των μελών της και λιγότερο από τις πολιτικές αποφάσεις. Οι τελευταίες επεμβαίνουν διορθωτικά όταν οι μη επιδιωκόμενες συνέπειες πολλών ατομικών αποφάσεων καταλήγουν σε ένα συνολικά μη επιθυμητό αποτέλεσμα. Υπό συνθήκες πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας αυτά αντιμετωπίζονται χωρίς σπασμωδικές ενέργειες, μέσα από μεταρρυθμίσεις θεσμών, αν διαπιστωθεί ότι τα μη επιθυμητά αποτελέσματα ατομικών (κυρίως οικονομικών) πράξεων οφείλονται σε θεσμικές δυσλειτουργίες. Αν όμως επικρατεί αστάθεια και αβεβαιότητα ή αν οι θεσμοί υπολειτουργούν, συχνά επικρατούν φήμες ότι η αγορά ή οι πολιτικές εξελίξεις καθοδηγούνται προς ένα συγκεκριμένο σκοπό, κατόπιν προδιαγεγραμμένου σχεδίου που εφαρμόζουν ορισμένοι αόρατοι ισχυροί οι οποίοι «κινούν τα νήματα».


Τέτοιες φήμες βασίζονται πάντα σε ένα κλίμα γενικευμένης αποδοχής της θεωρίας της συνωμοσίας. Και η θεωρία αυτή γίνεται πιστευτή ακριβώς όταν δεν συλλαμβάνεται ο απρόσωπος και απροόριστος χαρακτήρας της κοινωνίας η οποία είναι ανοιχτή και της αγοράς όταν αυτή λειτουργεί πράγματι ως αγορά.


Τέτοιες θεωρίες συνωμοσίας γεννιούνται σε κοινωνίες που έχουν εθισθεί στον αυταρχισμό της εξουσίας και στην απουσία ή στην ανεπάρκεια σταθερών κανόνων συμπεριφορών. Αντίθετα, σε ώριμες κοινωνίες επικρατεί μια τάξη που θα μπορούσε να ονομαστεί «αφηρημένη» και που είναι εσωτερικά σχηματισμένη, όπως έγραφε ο ισπανός φιλόσοφος Ορτέγκα υ Γκασέτ, και όχι επιβεβλημένη απ’ έξω. Είναι η τάξη που προκύπτει από την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών με όσο γίνεται λιγότερες παρεμβάσεις «επί τούτω» της πολιτικής εξουσίας.


Ακόμη και σε σύγχρονες, ανεπτυγμένες κοινωνίες, αν η εμπειρία αυταρχισμού και αδιαφάνειας στη λήψη πολιτικών αποφάσεων στο παρελθόν αποτελεί βίωμα για τον πολύ κόσμο, οι θεωρίες συνωμοσίας γίνονται πιστευτές από τους φιλύποπτους πολίτες, ιδίως όταν παρουσιάζονται ως πληροφορίες προερχόμενες από «έγκυρες πηγές». Στην περίπτωση αυτή η εμπειρία του κρατικού αυταρχισμού σε συνδυασμό με κάποια τάση καχυποψίας και μυθοπλασίας, που είναι εντονότερη σε ορισμένες πολιτιστικές παραδόσεις από ό,τι σε άλλες, τροφοδοτούν τις θεωρίες συνωμοσίας που αφορούν την κοινωνία, την ιστορία και την παγκόσμια πολιτική.


Υπάρχει, ωστόσο, μια βαθύτερη αιτία για την πίστη που δίδεται σε θεωρίες συνωμοσίας. Και αυτή εντοπίζεται στον εγγενή ανθρωπομορφισμό ή ανιμισμό που αποτελεί μακρινό κατάλοιπο μύθων και πρωτόγονων θρησκειών. Είναι η πίστη σε αόρατες και ανθρωπόμορφες δυνάμεις που κινούν τα ανθρώπινα. Και οι δυνάμεις αυτές έχουν επιδιώξεις και σχέδια, επιδίδονται ακόμη και σε δολοπλοκίες, όπως συνέβαινε με τους θεούς του Ολύμπου.


Η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών απελευθέρωσε τον άνθρωπο από την αναζήτηση ανθρωπομορφικών εξηγήσεων όσον αφορά τα φυσικά αίτια των πραγμάτων. Οσον αφορά όμως τα κοινωνικά πράγματα, εξακολουθούμε να αναζητούμε κάποια κεντρική επιδίωξη πίσω από κάθε φαινόμενο θεωρώντας ότι κάποιος νους το σχεδίασε, ιδίως αν ανακαλύπτουμε σε αυτό μια «λογική». Πολλά όμως πράγματα έχουν μια «λογική» χωρίς να είναι προσχεδιασμένα από κάποιον, όπως λ.χ. ένα μονοπάτι ή μια γλώσσα. Η «λογική» αυτή ανταποκρίνεται σε μια αφηρημένη τάξη την οποία μπορεί, με λίγη προσπάθεια, να συλλάβει ο κοινός νους.


Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί, μεταξύ άλλων, κάποια διανοητική μετριοφροσύνη. Η απαιτούμενη αυτή διανοητική μετριοφροσύνη είναι συνυφασμένη με την ίδια τη φύση της αφηρημένης τάξης την οποία επιχειρεί να συλλάβει, εφόσον μέσα από αφαιρέσεις προσπαθούμε να προσαρμοσθούμε σε έναν κόσμο που γνωρίζουμε τόσο λίγο, έχοντας συνείδηση αυτής της άγνοιάς μας. Αντίθετα, η συνωμοσιολογική εξήγηση είναι υπεροπτική, επικαλούμενη την αυθεντία της «αποκλειστικής» πληροφόρησης. Μια τέτοια υπεροψία φαντάζει ιδιαίτερα κωμική αν αναλογισθεί κανείς το αφελές και ευφάνταστο των θεωριών συνωμοσίας που παραπέμπει σε νηπιακές και υπανάπτυκτες νοοτροπίες και καταστάσεις.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.