Αυτό που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη των Ορφικών και των Ομηρικών Υμνων είναι ότι κατακλύζονται από τόσα επίθετα ώστε θαυμάζει κανείς την επινοητικότητα των ποιητών και την έφεσή τους να αποδώσουν με την όσο το δυνατό μεγαλύτερη πληρότητα τις ιδιότητες των θεών, δαιμόνων και ηρώων στους οποίους είναι αφιερωμένοι. Εχουν δίκιο οι μεταφραστές, ο ποιητής Δ. Π. Παπαδίτσας (1922-1987) και η συγγραφέας Ελένη Λαδιά, που μιλούν στην εισαγωγή των «Ορφικών Υμνων» για ένα αρχιπέλαγος επιθέτων. Αναφέρομαι στην υπερβολική χρήση των επιθέτων, όχι για να υποστηρίξω πόσο απαραίτητα είναι στον προφορικό και κυρίως στον γραπτό λόγο (αν και ο τρόπος χρήσεως των επιθέτων δείχνει πως ξέρει να γράφει κάποιος, λέει ένας παλιός κανόνας), αλλά για να τονίσω με πόση αληθινή αγάπη αναφέρονταν οι Ελληνες στους θεούς που οι ίδιοι είχαν επινοήσει και λάτρευαν. Και επειδή μια από τις συνηθισμένες ιστορικές ανακρίβειες, με τις οποίες μεγαλώσαμε, είναι ότι οι θεοί ήταν εφεύρημα των Ομήρου και Ησιόδου, η ανακάλυψη μιας πινακίδας περίπου τού 1500 π.Χ., στην Πύλο, στην οποία περιέχεται γραμμένη με τη γραμμική Β’ η λέξη «Ποσειδών», αλλά και η χρονολόγηση των Ορφικών Υμνων από τον αστρολόγο Κ. Χασάπη* που απέδειξε ότι η ισότητα των εποχών, για την οποία μιλάει ο ύμνος στον Απόλλωνα, συνέβη το 1366 π.Χ., καταδεικνύουν το προφανές, ότι οι θεοί γεννήθηκαν ταυτόχρονα με τα πρώτα πολιτιστικά επιτεύγματα στην Ελλάδα.
Ενα άλλο θεμελιώδες ζήτημα αφορά αυτούς καθαυτούς τους θεούς. Τι ήταν τέλος πάντων οι θεοί, για τους οποίους τόσες λέξεις, απλές, σύνθετες, πολυσύνθετες, πολυσήμαντες, μικρές, μεγάλες, όμορφες, εύηχες, δύσκολες, κατανοητές, ακατανόητες, κατασπαταλούσαν γενεές επί γενεών; Ηταν αγάλματα τα οποία παραπλάνησαν εκατομμύρια θνητούς που κατά τα άλλα ήταν εξαιρετικά ευφυείς και ικανοί, οπότε αιτιωδώς τα αποκάλεσαν είδωλα και τους ίδιους ειδωλολάτρες; Αντιγράφω από την εισαγωγή; «Στους ύμνους… τα φυσικά στοιχεία διατηρούν και το ανθρωπομορφικό τους στοιχείο (η φύση λόγου χάρη είναι Μητέρα και η Σελήνη βασίλισσα θεά, η θάλασσα είναι η κυανόπεπλη νύμφη Τηθύς και ο Ωκεανός αθάνατος πατέρας) ενώ οι θεότητες αντίστοιχα διαθέτουν και συμπαντικό χαρακτήρα. Κοσμογονική η Ηρα συμβολίζει τον αέρα, συμπαντικός ο Παν, ο Ηφαιστος ταυτίζεται με τα άστρα, τον αιθέρα, τον ήλιο, τη σελήνη, λειτουργικό φυσικό στοιχείο ο Κεραύνιος και Βρονταίος και Αστραπαίος Ζευς». Και επίσης: «Αυτό το σύμφυτο των στοιχείων, ανθρωπομορφικού και κοσμογονικού, μας οδηγεί στη ρίζα της ορφικής θεολογίας, την ανδρόγυνη… ενώ άλλοι ύμνοι που αναφέρονται σε αφηρημένες έννοιες (Νέμεση, Δίκη, Νόμο, Τύχη κ.ά.) φανερώνουν μια προηγμένη θεωρητική αντίληψη». Και πιο πριν: «πολλές φορές βρεθήκαμε μπροστά σε επίθετα που αναλυόμενα μάς αποκάλυπταν κάποιες μεγαλειώδεις κοσμοαντιλήψεις περί του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, θαυμαστές για μας τους Ελληνοευρωπαίους που βιώνουμε καθημερινά τη δυναμική των φαινομένων της φύσης, μέσα από φωτοκύτταρα και πολύπλοκους ηλεκτρονικούς υπολογιστές κλπ.».
Οι Ορφικοί Υμνοι είναι 87 (δεν αριθμείται αυτός του Μουσαίου) και ολιγόστιχοι. Μαζί με τα περίφημα «Αργοναυτικά» (1.382 στίχοι) και άλλους μικρούς ύμνους συγκροτούν τα «Ορφικά» και αποδίδονται στον Ορφέα ή στους μαθητές του ή στους λεγόμενους ορφικούς υμνολόγους. Οι ύμνοι εντάσσονται στη λυρική ποίηση, με επικά όμως χαρακτηριστικά, λόγω του μέτρου και των αφηγήσεων για τους θεούς. Σχετικά με τη χρονολόγησή τους υπάρχει διχογνωμία· η μια άποψη είναι η προαναφερθείσα του Κ. Χασαπη, ενώ η άλλη τους τοποθετεί πολύ μεταγενέστερα. Το σίγουρο είναι ότι ήταν ήδη συγκεντρωμένοι τον 6ο π.Χ. αιώνα, από τον Ονομάκριτο, κατ’ εντολή του γιου του Πεισιστράτου, Ιππάρχου. Θα παραθέσω λίγους αντιπροσωπευτικούς στίχους από τους τρεις τελευταίους ύμνους, στον Υπνο, στον Ονειρο και στον Θάνατο. Στον Υπνο: «γιατί μόνο εσύ κυριαρχείς στα πάντα και σ’ όλα προσέρχεσαι / δεσμεύοντας τα σώματα μ’ αχάλκευτα δεσμά». Στον Ονειρο: «όταν πλησιάζεις σιωπηλός στην ησυχία του γλυκού ύπνου… / κρυφοστέλνεις τις σκέψεις των Μακάρων στους ύπνους, ήσυχος στις ήσυχες ψυχές προφητεύοντας τα μέλλοντα». Στον Θάνατο που «ούτε με προσευχές πείθεται ούτε με ικεσίες» και που «ο δικός σου ύπνος θραύει την ψυχή και τη σύνδεση του σώματος / όταν καταλύεις τα συγκρατημένα απ’ τη φύση δεσμά / φέρνοντας στους ζωντανούς τον βαθύ αιώνιον ύπνο / εσύ κοινός σε όλους, άδικος σε μερικούς που είσαι… / σου ζητάω, λιτανεύοντας με θυσίες και δεήσεις / δώρο καλό να ‘ναι το γήρας στους ανθρώπους».
Οι Ομηρικοί Υμνοι είναι 34 και οι περισσότεροι επίσης ολιγόστιχοι. Εξαίρεση αποτελούν οι ύμνοι στη Δήμητρα (495 στίχοι), στον Απόλλωνα (546), στον Ερμή (580), ο πρώτος στην Αφροδίτη (293), ο δεύτερος στην Αφροδίτη (21), στον Διόνυσο (59) και στον Πάνα (49). Με δεδομένη την έκταση των μεγαλύτερων από αυτούς, θα πρέπει να τους θεωρήσουμε μάλλον ως έμμετρες αφηγήσεις παρά ως ύμνους με τη συνήθη έννοια. Εχουμε εδώ όλα τα στοιχεία μιας διήγησης με αρχή, μέση, τέλος, με παραπομπές και αναφορές σε ό,τι αποκαλούμε μύθους. Οπως οι τραγωδίες, έτσι και αυτοί αποτελούν κατά κάποιον τρόπο προοίμια του μυθιστορήματος, είδους που θα αναπτυχθεί από Ελληνες στην Ελληνιστική Περίοδο. Κατά τη γνώμη μου, ως πρώτη μυθιστορηματική απόπειρα μπορούμε να εκλάβουμε το «Περί φύσεως» φιλοσοφικό ποίημα του Παρμενίδη.
Η συλλογή των Ομηρικών Υμνων αρχίζει με το σωζόμενο απόσπασμα από τον ύμνο στον Βάκχο. Οι πρώτοι στίχοι του δεύτερου τμήματος είναι ενδεικτικοί των πεποιθήσεων των υμνούντων: «Κι αγάλματα πολλά θα στήσουνε γι’ αυτόν μες στους ναούς. Κι όταν στα τρία σε τεμάχισε, στις τριετηρίδες πάντοτε θα θυσιάζουν για σένα οι άνθρωποι εκατόμβες τελεσφόρες». Αλλά και αυτοί στον Δία: «Απ’ τους θεούς τον άριστο και μέγιστο θα υμνήσω Δία / τον παντεπόπτη τον πανάρχοντα τον τελεσφόρο, που με τη Θέμιδα / μισοπλαγιασμένη δίπλα του λόγια σοφά ανταλλάσσει. Ελέησε Κρονίδη παντεπόπτη, ενδοξότατε πανίσχυρε».
Ως φυσιολογικό αποτέλεσμα της ελάχιστης γνώσεως που έχουμε για την αρχαιότητα, οι Ομηρικοί Υμνοι καλούνται, αλλά δεν είναι του Ομήρου. Το πιθανότατο είναι να πρόκειται για ύμνους από ποιητές που ακολουθούσαν την ομηρική τεχνοτροπία. Επίσης, αν και η χρονολόγησή τους δεν είναι εύκολη, οι περισσότεροι από τους εκτεταμένους ύμνους είναι διαφορετικής χρονικής περιόδου. Οι μεταφραστές κόπιασαν αλλά πέτυχαν να τιθασεύσουν τον ορυμαγδό των επιθέτων και των εννοιών και να τα αποδώσουν με όσο πιο σύγχρονα ελληνικά ήταν δυνατό. Η μετάφραση βασίστηκε στις στερεότυπες εκδόσεις της Οξφόρδης (Ομηρικοί) και του Γκβαντ (Ορφικοί).
* Κωνσταντίνος Χασάπης: Ακρως πολυπράγμων φυσικομαθηματικός και αστρονόμος από τη Βέροια (1914-1972). Δούλεψε ως δάσκαλος στην επαρχία. Μέλος πολλών αστρονομικών εταιρειών, προέβη σε πλήθος ερευνών, παρατηρήσεων και μελετών. Συμμετείχε στην έκδοση των «Ορφικών» από την εγκυκλοπαίδεια «Ηλιος», σε μετάφραση Σ. Μαγγίνα.
Ο κ. Αλέξανδρος Ασωνίτης είναι συγγραφέας.