Τα γυμναστήρια απέκτησαν βιτρίνα. Ετσι μπορούμε να δούμε τι συμβαίνει στο εσωτερικό τους και κυρίως στην ψυχή ορισμένων υπεργυμνασμένων πελατών τους



Σε κάθε γειτονιά βλέπεις γυμναστήρια. Μετά τη μεγάλη μόδα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με το μποντιμπίλντινγκ και λίγο αργότερα με το αερόμπικ (κυρίως για τις γυναίκες) γεμίσαμε γυμναστήρια. Κάποιος αντιαθλητικός κακοπροαίρετος θα πει ότι η μόδα βυθίστηκε, όπως ξεχάστηκαν το εφήμερο σουξέ της Olivia Newton-John «Physical» και οι δίσκοι αεροβικής της Jane Fonda. Αλλά όχι, θα ήταν υπερβολή. Υπάρχουν ακόμη πολλά γυμναστήρια. Τα βλέπεις σε ισόγεια αλλά και σε ορόφους, σε ήσυχα δρομάκια αλλά και σε λεωφόρους. Αυτά τα τελευταία εκφράζουν καλύτερα τη λειτουργία του σύγχρονου γυμναστηρίου. Η πρόσοψή τους καλύπτεται, μάλλον απο-καλύπτεται, με τζαμαρία. Μέσα από αυτή και κυρίως το βράδυ ο περαστικός μπορεί να κοιτάξει τα τεκταινόμενα ανεμπόδιστα. Τα ιδιωτικά γυμναστήρια είναι φυσικά μαγαζιά και για να πουλήσουν το προϊόν τους χρειάζονται βιτρίνα. Οι βάρδιες των πελατών/εμπορευμάτων έρχονται και φεύγουν ενώ πολλά από τα γυμναστήρια της Αθήνας δουλεύουν σε εικοσιτετράωρη βάση για να καλύψουν τις εντελώς διαφορετικές ανάγκες των πελατών τους. Μια γενική κοινωνιολογική διάταξη των πελατών ενός γυμναστηρίου ανάλογα με το ωράριο των προσερχομένων θα μπορούσε να είναι η εξής: Πρωί, επαγγελματίες μποντιμπίλντερ, αθλητικές νοικοκυρές, περίεργοι. Μεσημέρι, μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, έξαλλες γυναίκες-σύζυγοι. Απόγευμα, εργαζόμενοι σε νορμάλ δουλειές που έχουν σχολάσει, πορτιέρηδες νυχτερινών μαγαζιών, μπάρμεν, νυχτοφύλακες. Βράδυ, διαφημιστές, δημοσιογράφοι, πρόσφατα χωρισμένοι άνδρες. Νύχτα, συγγραφείς, καλλιτέχνες, ψυχοπαθείς, ο Μπάτμαν.


Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι σήμερα επισκέπτονται τα γυμναστήρια άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης, επαγγέλματος, μόρφωσης και κυρίως φύλου. Πέρα όμως από τη λογική διάθεση που μπορεί να έχει κανείς να διατηρείται «σε φόρμα», το μεγαλύτερο κοινωνιολογικό και ψυχολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν σίγουρα οι λεγόμενοι μποντιμπίλντερ, η κατηγορία αυτή των υπερ-γυμναζομένων «φουσκωτών». Περίεργη κατηγορία ανθρώπων, η οποία καμιά φορά μετά από λίγο ξεχνάει ότι ανήκει στη γενικότερη κατηγορία. Αλήθεια, τι μπορεί να οδηγήσει κάποιον να γίνει μποντιμπίλντερ; Ισως κάποια τραυματική εμπειρία όπως αυτή που παρουσίαζε το παλιό διαφημιστικό κόμικς αμερικανικής εταιρείας μηχανημάτων εκγύμνασης: ένας κοκαλιάρης (και ασπριδερός) νεαρός εμφανίζεται στην παραλία με τη φίλη του και λιάζεται ανέμελος, όταν ένας γεροδεμένος (και ηλιοκαμένος) τύπος τού πετάει άμμο στα μούτρα. Γίνεται ο απαραίτητος τσαμπουκάς, ο φίλος μας δέχεται μπουνιά και αποχωρεί ατιμασμένος από το πεδίο της τιμής, την παραλία. Πέφτει όμως με τα μούτρα στη γυμναστική και επιστρέφει σαν Σβαρτσενέγκερ και πλακώνει τον τύπο, ο οποίος είχε προλάβει να διπλαρώσει την (πρώην;) φίλη του. Ολα επιστρέφουν στη νόρμα. Ο νόμος της ζούγκλας εφαρμόζεται σε όλες τις πλαζ.


Μια τέτοια τραυματική εμπειρία, ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, μια ανασφάλεια είναι άραγε οι αιτίες που οδηγούν κάποιον να μπει στη μακρόχρονη και απαιτητική διαδικασία του μποντιμπίλντινγκ; Και, έστω με κόπους και θυσίες, μπορεί λοιπόν κανείς να μεταμορφωθεί από κοκαλιάρης σε Χουλκ; Παλαιότερα υπήρχε η πεποίθηση ότι υπήρχαν τρεις ανδρικοί σωματότυποι, οι οποίοι ήταν τελείως ασύμβατοι μεταξύ τους, ο εκτομορφικός με τάση για παχυσαρκία και τεμπελιά, ο ενδομορφικός, κοκαλιάρικος και εγκεφαλικός και ο μεσομορφικός, ο μυώδης τύπος με ροπή στην άθληση. Η θέση ότι ο σωματότυπος και η προσωπικότητα είναι αλληλένδετα και ότι με το να ελέγχει αυτή τη σχέση το κράτος θα μπορούσε να καθιερώσει ένα πρόγραμμα ευγονικής, εκτός από μια πρωτόλεια ανάπτυξη κατά την κλασική αρχαιότητα (με το κράτος της Σπάρτης να είναι η πιο επικίνδυνη εκδοχή της), οδήγησε στις γνωστές ναζιστικές θηριωδίες. Αν λάβουμε όμως υπόψη αυτούς τους σωματότυπους, δεν υπάρχει δυνατότητα υπέρβασής τους; Ο Samuel Wilson Fuller ανήκε καθαρά στον ενδομορφικό σωματότυπο στα είκοσι ένα του χρόνια, όντας ανησυχητικά λεπτός και χωρίς ίχνος μυϊκής μάζας στο σώμα του. Στα τριάντα του ήταν πρωταθλητής μποντιμπίλντινγκ ενώ το σώμα του είχε προ πολλού ξεπεράσει τα κοινώς αποδεκτά όρια της αισθητικής του ωραίου, κάνοντας τους συνήθεις παλαιστές του κατς να μοιάζουν με χορεύτριες μπαλέτου σε σύγκριση μαζί του. Μαζί με αυτό το αποτέλεσμα όμως είχε χαθεί και ο αρχικός του στόχος, το να γίνει πιο γοητευτικός και πιο κοινωνικός από ό,τι ήταν πριν. Οι μποντιμπίλντερ περνούν μεγάλα χρονικά διαστήματα μετρώντας τον εαυτό τους και τους άλλους μποντιμπίλντερ. Ζουν σε έναν κόσμο αριθμών. Ο Fuller, μετά από αυτή την εμπειρία, έγραψε ένα βιβλίο (Muscle: Confessions of an Unlikely Bodybuilder) όπου αναφέρει: «Δεν μπορούσα να σταματήσω. Μπράτσα σαράντα εκατοστών δεν μου ήταν αρκετά. Ηθελα πενήντα. Οταν πήγα στα πενήντα, ήμουν πια σίγουρος ότι ήθελα εξήντα… Αριθμητικές βαθμολογήσεις ήταν το μόνο πράγμα που έμενε στη ζωή μου το οποίο είχε σημασία».


Η ιδέα ενός σύνθετου σώματος, ενός σώματος φτιαγμένου από αυτόνομα μέρη, είναι ενάντια στη λογική του μοντερνισμού, ο οποίος όπως και ο κλασικισμός βασίζεται σε μια αισθητική όπου το μέρος υπακούει στο όλο. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική, για παράδειγμα, αποβάλλει κάθε διακοσμητικό πρόσθετο προς όφελος της αποκάλυψης της δομής του όλου. Με αυτή τη λογική και αυτή την αισθητική το σώμα του μποντιμπίλντερ, διασπασμένο σε μέρη, είναι τελείως αποκρουστικό, ακόμη και τερατώδες. Ανακαλεί το αυθεντικό νόημα του γκροτέσκου ως ενός όρου που περιγράφει μια διακοσμητική τάση που αναμειγνύει φυτικά μοτίβα με τμήματα από ανθρώπινες και ζωικές μορφές. Οταν αναβίωσε τον 16ο αιώνα στην Ιταλία θεωρήθηκε ενάντιο στην κλασικιστική αίσθηση της τέχνης. Με την ίδια λογική, οι μποντιμπίλντερ παρ’ ότι ψελλίζουν αρχαιοεληνικές κοινοτοπίες («νους υγιής εν σώματι υγιεί») είναι τόσο μακριά από το κλασικιστικό πρότυπο του αρμονικού σώματος όσο και τα τερατώδη γκροτέσκα από τη γλυπτική του Μιχαήλ Αγγελου.


Παρ’ όλα αυτά οι στατικές πόζες των μποντιμπιλντεράδων ανακαλούν (συνειδητά;) τη στάση των ελληνορωμαϊκών αγαλμάτων. Και αυτοί κρίνονται εξάλλου για τη συμμετρία και τη σωματική «ροή». Κάθε μυς υποτίθεται ότι έχει αναπτυχθεί σε αναλογία. Υποτίθεται ότι το γυμνασμένο σώμα κάνει φανερό αυτό που στα περισσότερα σώματα κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Κατά την επίδειξη το δέρμα αλείφεται με λάδι και κάθε τρίχα του σώματος (πέραν των μη ορατών και των μαλλιών της κεφαλής) αφαιρείται για να δημιουργηθεί μια γυαλιστερή, ομοιογενοποιημένη επιφάνεια. Η απουσία όμως μιας τέλειας συμμετρίας επιτρέπει στα επί μέρους τμήματα να κλέβουν την προσοχή από το όλο, δημιουργώντας μια αναρχική αίσθηση αφάνταστης περιπλοκότητας του σώματος. Χωρίς να ισχυρίζεται καν ότι καλύπτει μια φυσική αρμονία, το μποντιμπιλντεράδικο σώμα είναι προφανώς μια τεχνητή κατασκευή, ένα προϊόν μιας κοινωνικής τεχνολογίας. Χωρίς τη σύγχρονη τεχνολογία γυμναστικής θα ήταν αδύνατον να έχουμε αυτά τα υπερβολικά σώματα μποντιμπιλντεράδων που όλοι γνωρίζουμε. Σήμερα, όταν τεντωθεί ένα ζεύγος δικεφάλων μπορεί να φθάσει τους πενήντα πόντους, κάτι εντελώς αδύνατον στο παρελθόν. Σε ένα επίπεδο, το μποντιμπίλντινγκ δεν είναι παρά ένα όνειρο απόλυτου ελέγχου απέναντι στις βιολογικές λειτουργίες. Κάτι που στη σύγχρονη κοινωνία τείνει να γίνει εξωφρενικά συνηθισμένο μέσα από την εντατική φαρμακολογία, τις χημικές δίαιτες, τα χάπια αδυνατίσματος, τους έγχρωμους φακούς επαφής, τα τεχνητά μαλλιά και κυρίως τις εφαρμογές πλαστικής χειρουργικής ή, ακόμη πιο ακραία, τις εγχειρήσεις αλλαγής φύλου.


Οι πιο πολλοί μποντιμπίλντερ καταλήγουν να μοιάζουν με φυλακισμένους μέσα σε μια τερατώδη πανοπλία σάρκας. Το παράδοξο αυτών των ανθρώπων μοιάζει με βαλσαμωτή που βαλσάμωσε τον εαυτό του. Και τελικά οι πιο πολλοί από αυτούς, όταν εγκαταλείπουν αναπόφευκτα την προπόνηση, με το που θα μεγαλώσουν λίγο ή θα βρουν γκόμενα, καταλήγουν χοντροί. Οι μύες που διογκώθηκαν τεχνητώς με αναβολικά και πρόσθετα έγιναν λίπος. Η απόρθητη αίσθηση πανοπλίας αντικαθίσταται από τη θηλυπρέπεια της χαλαρής σάρκας. Αλλά το στοιχείο προϋπήρχε. Το στήθος του μποντιμπίλντερ μοιάζει ιδιαίτερα με το γυναικείο, έτσι αφύσικα διογκωμένο που είναι. Φυσικά υπάρχει μια διαφορά στην υφή. Το ένα σκληρό, το άλλο μαλακό. Παρ’ όλα αυτά η υπέρβαση από τη νόρμα του (ανδρικού) φύλου είναι εμφανής. «Οταν κανείς υποφέρει εντατικά, ο κόσμος εξαφανίζεται και ο καθένας μας είναι μόνος με τον εαυτό του» γράφει ο Μίλαν Κούντερα. «Η ταλαιπωρία είναι το πανεπιστήμιο του εγωκεντρισμού». Στην περίπτωση του μποντιμπίλντερ, του οποίου ο φυσικός πόνος δεν μπορεί να μοιραστεί, η ταλαιπωρία ενισχύει έναν συγκεκαλυμμένο ναρκισσισμό. Στο τέλος του ντοκυμαντέρ «Pumping Iron» (1979) υπάρχει μια αξέχαστη σκηνή όπου ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ παραδέχεται ότι όταν ο πατέρας του πέθανε, αρνήθηκε να πάει σπίτι για να βοηθήσει τη μητέρα του στην κηδεία επειδή έκανε προπόνηση για έναν διαγωνισμό μετά από δύο μήνες. Το να έχεις εμμονή με το σώμα σου, εξηγεί με ένα ψυχρό χαμόγελο, σημαίνει να καταπνίγεις κάθε συναίσθημα.