Ο γερμανός πολιτικός Κόνραντ Αντενάουερ γεννήθηκε στην Κολονία και ήταν γιος δημοσίου υπαλλήλου αφοσιωμένου στον καθολικισμό. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια του ΦράΪμπουργκ, του Μονάχου και της Βόννης και άσκησε τη δικηγορία στη γενέτειρά του.



Το 1905 ο Αντενάουερ εντάχθηκε στο κόμμα του Κέντρου το οποίο υπερασπιζόταν τις αρχές και τα συμφέροντα των καθολικών απέναντι στην κυριαρχία των προτεσταντών στην Πρωσία. Το 1906 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος και το 1917, διαρκούντος του A’ Παγκοσμίου Πολέμου, δήμαρχος της Κολονίας. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της τοπικής Βουλής της Πρωσίας και αντιπρόσωπός της στο κεντρικό κοινοβούλιο. Το 1926 το όνομά του συζητήθηκε για την ανάληψη της καγκελαρίας της Γερμανίας, αλλά το σχέδιο τελικά δεν ευοδώθηκε.


Ο Αντενάουερ ήταν σφοδρός πολέμιος του ναζισμού. Το 1932, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Χίτλερ στην Κολονία, ο Αντενάουερ αρνήθηκε να στολίσει το δημαρχείο με ναζιστικές σημαίες. Τον επόμενο χρόνο, όταν ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία, ο Αντενάουερ παύθηκε από τη θέση του δημάρχου. Οι ναζιστές τον συνέλαβαν δύο φορές, το 1934 και το 1944. Για τη δεύτερη σύλληψή του ο Αντενάουερ γράφει στα Απομνημονεύματά του:


«Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1944, μετά τη μάλλον συναρπαστική απόδρασή μου από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στον χώρο της Εκθεσης της Κολονίας, όπου με είχαν στείλει την επαύριον της απόπειρας κατά του Χίτλερ τον Ιούλιο του 1944, με συνέλαβαν πάλι και με έστειλαν στη φυλακή της Γκεστάπο, στο Μπραουβάιλερ κοντά στην Κολονία. Οταν έφτασα εκεί, ο υπεύθυνος της φυλακής με παρακάλεσε να μην αποπειραθώ να αυτοκτονήσω επειδή αυτό θα του δημιουργούσε μπελάδες.


Τον ρώτησα τι τον έκανε να πιστεύει ότι μπορεί να ήθελα να βάλω τέλος στη ζωή μου. Μου απάντησε ότι, μια και πλησίαζα τα 70 και δεν είχα τι άλλο να περιμένω από τη ζωή μου, του φαινόταν εύλογο να θελήσω να την τερματίσω. Του είπα να μην ανησυχεί, δεν επρόκειτο να τον βάλω σε μπελάδες.


Τις εβδομάδες που ακολούθησαν οι Αμερικανοί πλησίαζαν στον Ρήνο από τα δυτικά. Μας οδήγησαν όλους τους κρατουμένους, και εμένα φυσικά, σε έναν τοίχο στον κήπο και μας είπαν ότι σε αυτόν τον τοίχο σκόπευαν να μας παρατάξουν και να μας τουφεκίσουν μόλις οι Αμερικανοί θα διέβαιναν τον Ερφτ, μικρό παραπόταμο του Ρήνου, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα από το Μπραουβάιλερ».


Το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα


Αγνωστο γιατί, οι ναζιστές δεν πραγματοποίησαν την απειλή τους, και μετά το τέλος του B´ Παγκοσμίου Πολέμου οι Αμερικανοί αποκατέστησαν τον Αντενάουερ στο αξίωμα του δημάρχου της Κολονίας. Λίγο αργότερα οι Αγγλοι, όταν ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης, τον απέλυσαν «επί ανεπαρκεία».


Την εποχή εκείνη άρχισε για τον Αντενάουερ η πορεία που θα τον οδηγούσε στην κορυφή της πολιτικής ζωής της Γερμανίας και θα τον καθιστούσε έναν από τους σημαντικότερους ηγέτες του μεταπολεμικού κόσμου.


Λόγω της φιλοναζιστικής στάσης του ηγέτη του Φραντς φον Πάπεν κατά τη ναζιστική περίοδο το κόμμα του Κέντρου είχε πλέον απαξιωθεί. Ο Αντενάουερ και άλλοι πολιτικοί άνδρες, αντί να προσπαθήσουν να το ανανεώσουν, αποφάσισαν, προτού ακόμη λήξει ο πόλεμος, να ιδρύσουν νέο κόμμα, το χριστιανοδημοκρατικό, από τις τάξεις του οποίου καθολικοί και προτεστάντες, αφήνοντας κατά μέρος τις παλιές διαφορές τους, θα προσπαθούσαν να προασπίσουν τις χριστιανικές αρχές προβάλλοντάς το στους δυτικούς Συμμάχους ως ανάχωμα κατά του κομμουνισμού.


Το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, συνασπιζόμενο με άλλα μικρότερα κόμματα, επρόκειτο να κυβερνήσει για πολλά χρόνια το δυτικό τμήμα της διαιρεμένης χώρας, τη Δυτική Γερμανία ή Ομόσπονδη Γερμανική Δημοκρατία, η οποία τελούσε υπό την κυριαρχία των δυτικών Συμμάχων. Την περίοδο αυτή η Δυτική Γερμανία κατόρθωσε να ανακάμψει θεαματικά από τις καταστροφές του B’ Παγκοσμίου Πολέμου αφήνοντας πολύ πίσω της το άλλο τμήμα της χώρας, την Ανατολική Γερμανία ή Λαϊκή Γερμανική Δημοκρατία, που βρισκόταν υπό σοβιετική κατοχή.


Δεκατέσσερα χρόνια καγκελάριος


Ο Αντενάουερ δεν άργησε να αναδειχθεί κορυφαία προσωπικότητα του κόμματος. Το 1949 εκλέχθηκε πρόεδρός του και λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο, μετά τις πρώτες εκλογές, καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, αν και με πλειοψηφία μιας μόνο ψήφου στη Βουλή. Επανεκλέχθηκε άλλες τρεις φορές, το 1953, το 1957 και το 1961, και κυβέρνησε τη Δυτική Γερμανία τα επόμενα 14 χρόνια.


Τη δεκαετία του 1950 η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα που ταλάνιζαν την καθημαγμένη μεταπολεμική Γερμανία, από τη σταθεροποίηση του κράτους ως τις οικονομικές δυσχέρειες. H οικονομική ανόρθωση υπήρξε πρώτιστο μέλημα του Αντενάουερ, ο οποίος, πολέμιος των σοσιαλιστικών αντιλήψεων, στήριξε την προσπάθειά του, βοηθούμενος από τον υπουργό των οικονομικών Λούντβιχ Ερχαρντ, στο καπιταλιστικό κράτος πρόνοιας. Κατά τούτο ο Αντενάουερ υπήρξε ένας από τους κυριότερους συντελεστές του περίφημου «γερμανικού θαύματος» που συντελέστηκε τα επόμενα χρόνια και που μετέβαλε το δυτικό τμήμα της ηττημένης Γερμανίας σε μια από τις οικονομικά ισχυρότερες χώρες του κόσμου.


Ακολουθώντας αποφασιστικά πολιτική προσέγγισης με τη Δύση και χρησιμοποιώντας την κάπως παλαιομοδίτικη επιδεξιότητά του στους πολιτικούς χειρισμούς, ο Αντενάουερ πέτυχε την αντιμετώπιση της Δυτικής Γερμανίας από μέρους των δυτικών χωρών, και ιδίως των ΗΠΑ, από όπου έλαβε πλουσιοπάροχη βοήθεια, ως ισότιμης εταίρου και όχι ως πρώην εχθράς.


Αντικομμουνισμός και ευελιξία


Υπό την ηγεσία του Αντενάουερ η Δυτική Γερμανία άρχισε βήμα βήμα να βρίσκει τη θέση της στον χώρο των δυτικών εθνών. Το 1950 έγινε συνδεδεμένο μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, το 1951 απέκτησε υπουργείο εξωτερικών (με υπουργό τον ίδιο τον Αντενάουερ ως το 1955), έγινε πλήρες μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακος και Χάλυβος, το 1955 έγινε μέλος του ΝΑΤΟ και το 1957 ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.


Αν και ορκισμένος αντικομμουνιστής, που δεν έτρεφε καμία αυταπάτη για τη δυνατότητα συνύπαρξης των δύο συστημάτων, καπιταλιστικού και κομμουνιστικού, ο Αντενάουερ δεν ήταν ωστόσο φανατισμένος οπαδός του Ψυχρού Πολέμου. Απέναντι στη Σοβιετική Ενωση επέδειξε μεγαλύτερη ευελιξία από πολλούς επικριτές των ακραία αντικομμουνιστικών απόψεών του στο εσωτερικό της χώρας του. Το 1955 επισκέφθηκε τη Μόσχα για να επιτύχει τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση. Κατά την κρίση του Τείχους του Βερολίνου το 1961-62 τήρησε συγκρατημένη στάση. Αλλά αυτό που ο ίδιος θεωρούσε πιθανώς το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η προσέγγιση με τη Γαλλία, τον προαιώνιο εχθρό της Γερμανίας, που συντελέστηκε στην τελευταία φάση της πολιτικής σταδιοδρομίας του.


Τα αποτελέσματα των εκλογών του 1961 υποχρέωσαν τον Αντενάουερ να συνεργαστεί πάλι, όπως είχε κάνει το 1949 και το 1953, με το κόμμα των ελευθεροδημοκρατών για να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση. Για να δεχθούν τη συνεργασία οι ελευθεροδημοκράτες έθεσαν ως όρο ότι μετά τη λήξη της θητείας της βουλής που θα σχηματιζόταν ο Αντενάουερ θα εγκατέλειπε την πρωθυπουργία. Ο Αντενάουερ δέχθηκε τον όρο και, τηρώντας την υπόσχεσή του, το 1963 παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία, αν και παρέμεινε πρόεδρος των χριστιανοδημοκρατών ως το 1966. Τον διαδέχθηκε ο Λούντβιχ Ερχαρντ, ο συνεργάτης του και αιώνιος ανταγωνιστής του – ο Αντενάουερ δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι ο κόσμος τον έβλεπε ως τον κυριότερο δημιουργό του «γερμανικού θαύματος».


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ