Οταν ανέβηκε στον παπικό θρόνο τον Μάρτιο του 2013, ο Φραγκίσκος Α’ βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Δεν ήταν μόνο τα ανοιχτά μέτωπα – τα σεξουαλικά και οικονομικά σκάνδαλα – που κληρονόμησε και τα οποία έχρηζαν άμεσης αντιμετώπισης. Ο καινούργιος πάπας έπρεπε να συνυπάρξει με τον προκάτοχό του, τον Βενέδικτο ΙΣτ’, τον πρώτο πάπα που είχε παραιτηθεί τα τελευταία 500 χρόνια.
Θεωρητικά ο Βενέδικτος, που αποχώρησε στα 85 του επικαλούμενος σωματική και πνευματική κόπωση, δεν είχε πλέον την παραμικρή εξουσία και ζούσε απομονωμένος σε μοναστήρι μέσα στην Πόλη του Βατικανού.
Επισήμως, οι σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών ήταν εξαιρετικές και χαρακτηρίζονταν από αλληλοσεβασμό. Στην πράξη, ο «επίτιμος πάπας» εξακολουθούσε να έχει επιρροή στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας και γινόταν αποδέκτης παραπόνων από μερίδα της συντηρητικής εκκλησιαστικής ηγεσίας για τις «υπερβολές» του Φραγκίσκου.
Η επιστολή 6.000 λέξεων
Ο επίτιμος πάπας συνέχισε να φορά το λευκό ράσο (χωρίς τα άλλα διακριτικά της παποσύνης) και διατήρησε το όνομα Βενέδικτος αντί να επανέλθει στο κοσμικό Ράτσινγκερ που έφερε ως καρδινάλιος. Κατά τα πρώτα τρία χρόνια της συνύπαρξής τους, ο Φραγκίσκος και ο Βενέδικτος έκαναν αραιές από κοινού εμφανίσεις υψηλού συμβολισμού. Από το 2016 ο Βενέδικτος περιόρισε στο ελάχιστο τις δημόσιες εμφανίσεις του λόγω επιβαρυμένης υγείας, αν και συνέχισε να δέχεται καρδιναλίους στα διαμερίσματά του.
Ωστόσο τον Απρίλιο του 2019, σε ηλικία 92 ετών και έξι χρόνια μετά την παραίτησή του, ο Βενέδικτος έκρινε σκόπιμο να παρέμβει δημόσια στην κρίση γύρω από τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με μια επιστολή 6.000 λέξεων στο γερμανικό εκκλησιαστικό περιοδικό «Klerusblatt».
Τη στιγμή που ο Φραγκίσκος στηλίτευε τη συστηματική κατάχρηση εξουσίας από ηγετικά στελέχη της Εκκλησίας, ο Βενέδικτος τοποθετούσε τις ρίζες του προβλήματος στη σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του ’60, καθώς και στις «επικίνδυνες» φιλελεύθερες ιδέες που εισήλθαν στη θεολογική συζήτηση με την 21η Οικουμενική Σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που είναι γνωστή και ως Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού (1962-1965).
Για τον Βενέδικτο, η σεξουαλική επανάσταση επέτρεψε και κανονικοποίησε την παιδοφιλία, ενώ η σεξουαλική εκπαίδευση των νέων και το γυμνό στη διαφήμιση καλλιέργησαν την ηθική κατάπτωση και τη ροπή στη βία. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι δεν επιτρεπόταν πλέον η προβολή ταινιών με σεξ στις αεροπορικές πτήσεις επειδή «θα μπορούσε να ξεσπάσει βία μεταξύ των επιβατών».
Αφησε όμως ασχολίαστες τις κατηγορίες ότι έφερε και ο ίδιος, στην πολυετή διαδρομή του, ευθύνες για τη συγκάλυψη υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης. Οι πιο βαριές υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης και συγκάλυψης αφορούσαν την περίοδο που ήταν πάπας ο Ιωάννης Παύλος Β’, ο οποίος είχε ως στενό σύμβουλο και επικεφαλής της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστεως τον καρδινάλιο Ράτσινγκερ, δηλαδή τον κατοπινό Πάπα Βενέδικτο.
Δημόσια αντιπαράθεση
Η παρέμβαση του Βενέδικτου, που απείχε παρασάγγας από το πνεύμα του Φραγκίσκου, θεωρήθηκε ότι ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου. Ιστότοποι των υπερσυντηρητικών κύκλων του καθολικισμού έσπευσαν να αναδημοσιεύσουν την επιστολή σε μια απόπειρα υπονόμευσης του κύρους του Πάπα Φραγκίσκου.
Προς στιγμήν δημιουργήθηκε η εντύπωση πως η σύγκρουση θα έβγαινε εκτός ορίων και θα οδηγούσε σε σχίσμα, καθώς πύκνωσαν οι φωνές – ιδιαίτερα στις ΗΠΑ – που ζητούσαν την παραίτηση του «αιρετικού» Φραγκίσκου.
Τελικά επικράτησε η καταλλαγή, πιθανώς επειδή οι αντίπαλοι του Φραγκίσκου δεν ρίσκαραν περαιτέρω ανοιχτή αντιπαράθεση με έναν από τους πιο δημοφιλείς πάπες, αν όχι τον πιο δημοφιλή, στην Ιστορία. Εξάλλου, παράλληλα με τα σεξουαλικά σκάνδαλα και τις θεολογικές συγκρούσεις ο Φραγκίσκος προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τα οικονομικά του Βατικανού, προχωρώντας σε βάθος τις μεταρρυθμίσεις που είχε ξεκινήσει σε αυτόν τον τομέα ο προκάτοχός του.
Την ώρα που η προσοχή ήταν στραμμένη στα ανοίγματα που έκανε ο νέος πάπας στην κοινωνία, ο ίδιος άλλαζε τη διοίκηση της «αμαρτωλής» τράπεζας του Βατικανού, ενίσχυε τον έλεγχό της από την Αγία Εδρα και επέβαλλε τη συμμόρφωσή της με τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς κανόνες. Κινήσεις που απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς και συναινέσεις.





