Στις 2 Απριλίου, ο Ντόναλντ Τραμπ πρότεινε την επιβολή εκτεταμένων δασμών σχεδόν σε όλους τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ αγκαλιάζουν ξαφνικά τον προστατευτισμό. Το 1930, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ψήφισε τον περιβόητο νόμο Smoot-Hawley, αυξάνοντας τους δασμούς σε μεγάλο μέρος των αμερικανικών εισαγωγών κατά 40%-60%.

Οι δασμοί αποδείχθηκαν καταστροφικοί για την παγκόσμια οικονομία και το εμπορικό σύστημα – όχι τόσο λόγω της άμεσης επίδρασής τους όσο λόγω των αντιδράσεων του υπόλοιπου κόσμου.

Σήμερα, το εμπόριο είναι πολύ πιο σημαντικό για την παγκόσμια οικονομία απ’ ό,τι ήταν τη δεκαετία του 1930. Οι εισαγωγές αντιστοιχούν περίπου στο 14% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, σχεδόν στο 18% της Κίνας και πάνω από το 48% της ΕΕ. Αντίστοιχα, οι εξαγωγές είναι περίπου 11%, 20% και 52%. Οι οικονομικές συνέπειες ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου θα μπορούσαν, επομένως, να είναι πολύ πιο σοβαρές απ’ ό,τι στο παρελθόν.

Η παύση που ανακοινώθηκε στις 9 Απριλίου απλώς ανέβαλε το πρόβλημα. Το αποτέλεσμα των πολυάριθμων διμερών διαπραγματεύσεων είναι εξαιρετικά αβέβαιο, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να επιδιώκει ένα ασύμμετρο αποτέλεσμα: οι εμπορικοί της εταίροι να ανοίξουν τις αγορές τους, ενώ οι ΗΠΑ θα μειώσουν τους δικούς τους δασμούς μόνο οριακά.

Αλλά η αποδοχή μιας τέτοιας ασυμμετρίας είναι πολιτικά δύσκολη, και τα αντίποινα σε περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών είναι πολιτικά δελεαστικά – ειδικά για μεγάλες χώρες που θέλουν να επιδείξουν γεωπολιτική ισχύ. Αυτός είναι και ο λόγος που η Κίνα αντέδρασε αμέσως με αντίποινα. Ομως, αυτή η προσέγγιση δεν έχει οικονομικά οφέλη και η ΕΕ θα πρέπει να αποδεχθεί μια ασύμμετρη συμφωνία.

Η απάντηση της Ευρώπης πρέπει να βασίζεται στον ρεαλισμό, όχι στον εγωισμό. Το να «σταθεί απέναντι στον νταή» δεν πρόκειται να αυξήσει τη γεωπολιτική επιρροή της Ευρώπης, και η κυβέρνηση Τραμπ δεν θα εντυπωσιαστεί από επιδείξεις δύναμης. Εν τω μεταξύ, οι ευρωπαίοι καταναλωτές θα είναι αυτοί που θα πληρώσουν το τίμημα.

Οι ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει επίσης να αντισταθούν στον πειρασμό να αντιδράσουν στην «πλημμυρίδα» φθηνών κινεζικών προϊόντων που εκτρέπονται από την αμερικανική στην ευρωπαϊκή αγορά. Τη δεκαετία του 1930, τέτοιες ενέργειες – όπως ο βρετανικός νόμος για τις Ασυνήθιστες Εισαγωγές του 1931 – συνέβαλαν στο να μετατραπεί ο αμερικανικός προστατευτισμός σε παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο.

Σήμερα, μια παρόμοια αντίδραση της ΕΕ θα ήταν ακόμα πιο ατυχής, γιατί οι ευρωπαίοι εξαγωγείς θα απολαμβάνουν τεράστιο πλεονέκτημα δασμών έναντι των κινέζων ανταγωνιστών τους στην αγορά των ΗΠΑ, άνω των 80 ποσοστιαίων μονάδων. Οι αυξημένες εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ και τα υψηλότερα κέρδη των ευρωπαϊκών εργοστασίων εκεί θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν πλήρως τις αυξημένες κινεζικές εισαγωγές στην Ευρώπη.

Το καλό νέο είναι ότι, παρόλο που η κυβέρνηση Τραμπ δείχνει αποφασισμένη να επαναλάβει τα λάθη της δεκαετίας του 1930, ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί ακόμα να τα αποφύγει. Δεδομένου ότι οι αμερικανικές εισαγωγές αποτελούν λιγότερο από το ένα έκτο του παγκόσμιου συνόλου, και οι εξαγωγές των ΗΠΑ ακόμα λιγότερο, το κρίσιμο είναι το εμπόριο μεταξύ των υπολοίπων χωρών να παραμείνει ελεύθερο.

Αντί να καταφύγει σε κοντόφθαλμα μέτρα προστασίας ή σε επιζήμιες επιδείξεις ισχύος με τις ΗΠΑ, η ΕΕ πρέπει να ηγηθεί μιας συμμαχίας χωρών με κοινές αξίες, με στόχο τη διατήρηση ενός ανοικτού, βασισμένου σε κανόνες, παγκόσμιου εμπορικού συστήματος – αυτού που οι ΗΠΑ έχουν εγκαταλείψει. Αυτό θα ήταν πραγματική παγκόσμια ηγεσία.

Ο κ. Daniel Gros είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Bocconi.