Το 2025 εν τέλει δεν έκρυβε εκπλήξεις. Παρά τις πολλές γεωπολιτικές αβεβαιότητες και τις αναστατώσεις που προκάλεσε η αλλοπρόσαλλη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, η χώρα κινήθηκε στις αυτές ράγες, δεν παρεξέκλινε των επιμέρους στόχων και επιδιώξεων.

Τα δημόσια οικονομικά διατηρήθηκαν ακμαία, με τα πρωτογενή πλεονάσματα στα ύψη, τα φορολογικά έσοδα διαρκώς αυξανόμενα, τις δαπάνες ελεγχόμενες και το Δημόσιο χρέος ταχέως μειούμενο.

Ολα τα στοιχεία επιπλέον δημιουργούν την εντύπωση ότι οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες και τάσεις, από το επίπεδο ανεργίας μέχρι τις επενδύσεις και τον ρυθμό ανάπτυξης, θα διατηρηθούν κατά βάση αμετάβλητες, προς την αυτή κατεύθυνση και κατά τη διάρκεια του 2026.

Ο προϋπολογισμός επίσης που κατέθεσε η κυβέρνηση κινείται στην αυτή λογική, παρότι οι προβλεφθείσες παροχές είναι σημαντικές, αλλά πάντα εντός των δημοσιονομικών ορίων που προβλέπει το αναθεωρημένο ευρωπαϊκό σύμφωνο σταθερότητας.

Γεγονός που επιτρέπει στον αρμόδιο υπουργό Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη να διατυμπανίζει, εντός και εκτός της χώρας, ότι «δεν διαχειριζόμαστε πια ελλείμματα και κινδύνους, αλλά δυνατότητες και προοπτικές».

Επιπλέον, ο υπουργός Οικονομικών υπερασπίζεται την τρέχουσα, λελογισμένη δημοσιονομικά, οικονομική πολιτική, εκθειάζοντας κυρίως τις δυνατότητες ελέγχου της φοροδιαφυγής που προσφέρει η ψηφιοποίηση της οικονομίας.

Επικαλείται προς τούτο τα επιπλέον φορολογικά έσοδα ύψους 1,7 δισ. ευρώ που εξασφαλίστηκαν και επέτρεψαν τη χρηματοδότηση της εξαγγελθείσης μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Ακόμη, υπερασπίζεται τις πρώιμες αποπληρωμές του δημοσίου χρέους, οι οποίες μείωσαν κατά 800 εκατ. ευρώ τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους.

Πάνω σε αυτά τα αποτελέσματα και στην ατμόσφαιρα προόδου που αναγνωρίζουν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης η κυβέρνηση στηρίζει το επιχείρημα της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, που υποτίθεται πως μόνο εκείνη μπορεί να εγγυηθεί. Τόσο ο υπουργός Οικονομικών όσο και ο Πρωθυπουργός επιμένουν σε αυτή την ελεγχόμενη, σταθερών βημάτων, οικονομική πολιτική, δηλώνοντας ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος κάλυψης των μεγάλων απωλειών στα χρόνια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.

Με αυτό λοιπόν το «χαρτί» της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας θα πορευτεί, κατά τα φαινόμενα, η κυβέρνηση στη διάρκεια του προεκλογικού 2026 και με αυτό ανά χείρας θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει τα κύματα φθοράς της επτάχρονης πλέον παραμονής της στην εξουσία.

Ωστόσο, η όλη κυβερνητική δραστηριότητα και επιχειρηματολογία δεν αναιρεί τις πολλές αμφισβητήσεις που εγείρονται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και την κοινωνία. Ούτε μοιάζει ικανή να προσπεράσει την επερχόμενη ανάδειξη του πολιτικού κινδύνου, ο οποίος και θα επηρεάσει ευθέως τις οικονομικές προοπτικές και κυρίως τη συμπεριφορά των αγορών. Περιττό να σημειώσουμε ότι το 2025 τόσο η χρηματιστηριακή αγορά όσο και εκείνη των ομολόγων ήταν αποδοτικές και απολύτως ενθαρρυντικές της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής.

Κοινή είναι η πεποίθηση ότι ο πολιτικός κίνδυνος, το ενδεχόμενο δηλαδή της επερχόμενης, βάσει των δημοσκοπήσεων, ακυβερνησίας θα αρχίσει να αποτιμάται από τις αγορές και να θέτει, αν όχι υπό αίρεση, σίγουρα υπό αμφισβήτηση τη σημερινή οικονομική πορεία της χώρας. Οικονομολόγοι, τραπεζίτες και χρηματιστές αναμένουν πως οι αγορές θα αρχίσουν να αποτιμούν από την προσεχή άνοιξη τον πολιτικό κίνδυνο και να τοποθετούνται λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δυσοίωνες, για πολλούς, πολιτικές προοπτικές.

Κάτι που έχει αντιληφθεί η κυβέρνηση και εδώ και καιρό προσπαθεί να αντιμετωπίσει με διάφορους τρόπους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του 2026 είναι εμπλουτισμένος από τον λεγόμενο «Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό», μέσω του οποίου καθορίζονται δημοσιονομικοί στόχοι με ορίζοντα τεσσάρων ετών.

Ο πρώτος κατατεθείς Πολυετής Δημοσιονομικός Προγραμματισμός καλύπτει την περίοδο 2026-2029 και παρουσιάζει δημοσιονομικές εκτιμήσεις και δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται για αυτή την περίοδο και είναι ευθέως είναι συνδεδεμένες και συνεπείς με τις προβλέψεις του ισχύοντος Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025-2028.

Εχει ενδιαφέρον ότι στο πολυετές αυτό σχήμα δημοσιονομικής πολιτικής περιγράφεται επακριβώς το συνολικό κόστος των φορολογικών και άλλων μέτρων που θα εφαρμοστούν μέχρι το 2029. Συγκεκριμένα, για το 2025 το κόστος ανέρχεται σε 3,04 δισ. ευρώ, το 2026 εκτινάσσεται στα 5,94 δισ. ευρώ, το 2027 αυξάνεται σε 7,94 δισ. ευρώ, το 2028 προβλέπεται να ανέλθει σε 9,01 δισ. ευρώ και σε 10,1 δισ. ευρώ το 2029. Τα ποσά των κάθε λογής παροχών, επιχορηγήσεων και φορολογικών μειώσεων είναι εντυπωσιακά και έρχονται να υποστηρίξουν ακριβώς το κυβερνητικό αφήγημα της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.

Ωστόσο προκύπτουν ως αποτέλεσμα μιας συντηρητικής πολιτικής με ασθενές επενδυτικό και παραγωγικό σκέλος, όπως φανερώνεται από τον περιορισμό της πραγματικής κατ’ έτος ανάπτυξης στα όρια της μιας ποσοστιαίας μονάδας και τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε πολύ υψηλά επίπεδα μέχρι το 2029. Κάτι που επισήμανε πρόσφατα ο Ευάγγελος Βενιζέλος για να δηλώσει ότι «η χώρα υπνοβατεί» συμβιβαζόμενη με χαμηλές αναπτυξιακές επιδόσεις και να υποστηρίξει την εκτίμησή του ότι η Ελλάδα τείνει να καταστεί μη κυβερνήσιμη…