«Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία» κραυγάζει η Μπλανς Ντιμπουά, η μελαγχολική ηρωίδα του «Λεωφορείου ο Πόθος», αναδεικνύοντας την ανάγκη της να δραπετεύσει από τη σκληρή πραγματικότητα. Τέτοιες σκέψεις ξεπροβάλλουν και από μια ιδιαίτερη ηλικιακή ομάδα, τους νέους που εισέρχονται πια στο κεφάλαιο της ενηλικίωσης. Πράγματι, οι νέοι δεν θέλουν να είναι ρεαλιστές. Δεν υφίσταται καν αυτή η δυνατότητα στον αγώνα υπεράσπισης της ευαίσθητης ψυχής τους όσο πορεύονται σ’ έναν βάναυσο κόσμο.
Είναι κοινός τόπος ότι οι πολίτες τού αύριο δεν είναι απόλυτα βέβαιοι αν θέλουν να ζήσουν στο αύριο ή ακόμη χειρότερα αν πρόκειται να υπάρξει αύριο. Το παρελθόν δεν τους ανήκει, το παρόν μοιάζει χίμαιρα και το μέλλον μοιάζει απίθανο να διαμορφώσει μια ουτοπία.
Στους πρόποδες της μετάβασης προβαίνουν σε ατελέσφορες προσπάθειες προκειμένου να εξασφαλίσουν μία θέση στον κόσμο που θεωρητικά οφείλει να αναγνωρίσει την αξία τους. Θα ήταν ανόητο να υποστηριχθεί ότι ο κυνισμός εντοπίζεται εκ φύσεως μέσα τους. Τα παιδιά διατηρούν για χρόνια την ελπίδα καλά φυλαγμένη στη μικρούλα τους καρδιά πιστεύοντας πως «ναι, θα τα καταφέρω». Η ελπίδα αυτή σταδιακά εξανεμίζεται στην εφηβεία και αργότερα χάνεται ολοκληρωτικά, υπενθυμίζοντάς μας πως ο Σίσυφος του σύγχρονου κοινωνικού γίγνεσθαι είναι παγιδευμένος μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό.
Αναζητώντας από μηχανής θεό
Αναμφίβολα, η ανάγκη εύρεσης ενός από μηχανής θεού που θα επιφέρει την κάθαρση στο αδιέξοδο του δράματος, έπεται μιας σειράς χρόνιων προβλημάτων που σχημάτισαν τον κόσμο που οι νέοι έρχονται να κληρονομήσουν.
Οφείλουμε κατ’ αρχάς να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για εκείνους τους νέους των οποίων οι χώρες πλήττονται από πολέμους, φτώχεια και εκμετάλλευση αφού τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχουν καθολική ισχύ, όπως υποθέτουμε από την άνεση του καναπέ μας. Για την ελίτ του πλούτου και τις βιομηχανίες πολέμου η λέξη «άνθρωπος» είναι υποδεέστερη μιας πανάρχαιας θεότητας, του χρήματος, και έτσι είμαστε του ίδιου έργου θεατές, άρα και συνένοχοι.
Αλλά και στην «ανεπτυγμένη» Δύση των δημοκρατιών του συμφέροντος επανέρχεται μια φρικιαστική πραγματικότητα. Είναι ο 21ος αιώνας η εποχή αναγέννησης των ακραίων στοιχείων; Τα γεγονότα δίνουν μια σαφέστατη απάντηση, καταθέτοντας τη δική τους αλήθεια. Ο άνθρωπος αδυνατεί να μάθει από τα λάθη του και το γιγάντιο τέρας του φασισμού ξυπνά από μια χειμέρια νάρκη με απειλητικές διαθέσεις αποδομώντας τα όνειρά μας και αποσκοπώντας στην επίτευξη μιας γκρι ομοιογένειας. Αραγε ο απολυταρχισμός έπαψε ποτέ να υπάρχει;
Είναι άλλωστε συνυφασμένος με την υπονόμευση της ισότητας όλων των πολιτών. Απόγονοί του είναι η βία, ο ρατσισμός και τα στερεότυπα. Ο νέος φοβάται να εκφράσει απόψεις, καλλιτεχνικές ανησυχίες, ποικιλόμορφα στοιχεία της προσωπικότητάς του και ό,τι τον καθιστά μοναδικό, αφού πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος κοινωνικής κατακραυγής, εκδηλώσεων άκριτης οργής και ίσως της στέρησης της ίδιας του της ζωής. Φαίνεται ότι, για πολλούς, το φύλο, το χρώμα, η θρησκεία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η πολιτική ιδεολογία δεν αποτελούν αντικείμενα σεβασμού αλλά προφάσεις για την επικράτηση του μίσους σε μια ατμόσφαιρα γενικευμένου ηθικού πανικού που διψά για εξιλαστήρια θύματα.
Αυτό το δημόσιο «κατηγορώ» έρχεται να συμπληρώσει η συνειδητοποίηση της έλλειψης ίσων ευκαιριών. Οσο η αναξιοκρατία και ο νεποτισμός δεσπόζουν στον επαγγελματικό χώρο, οι νέοι αποτελούν θήραμα των μεγάλων αρπακτικών.
Η «αγορά» εργασίας
Ο «ελεύθερος» άνθρωπος υποδουλώνεται από τη στέρηση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων που, εν τέλει, είναι περισσότερο θεσμοθετημένα παρά κατοχυρωμένα. Ακόμα κι αν επιχειρήσει τη λύτρωση από τα δεσμά του, με συνοπτικές διαδικασίες θα τοποθετηθεί στη σφαίρα της ανεργίας. Ετσι οι νέοι είναι μόνοι σ’ έναν αγώνα υπερπροσπάθειας σαν χαρακτήρες ενός δυστοπικού μυθιστορήματος. Το τέλος της ιστορίας τους μοιάζει ήδη προκαθορισμένο από μια φθονερή, απόκοσμη οντότητα. Εκείνο που επιζητούν είναι μια υποστηρικτική φωνή να τους επιβεβαιώνει πως έχουν καθαρή συνείδηση, πως το τραυματισμένο καλό θα νικήσει. Η αίσθηση ματαιότητας ή η άκριτη επιβολή μιας παραισθησιογόνου αισιοδοξίας δεν είναι σε θέση να βελτιώσουν τίποτα. Θέλουμε να ζήσουμε, όχι να επιβιώσουμε.
Σίγουρα χρειαζόμαστε μαγεία και όχι ρεαλισμό. Είναι χρέος μας να μην αφήσουμε ποτέ να πεθάνει μέσα μας ο ρομαντισμός, που μας φέρνει πιο κοντά στην παιδική αθωότητα και μας αποστασιοποιεί από τη σοβαρότητα των ενηλίκων που δίνουν την άδεια στην απογοήτευση να τους μεταβάλει σε κάτι ξένο. Είναι χρέος μας να παραμείνουμε στον κόσμο της ελπίδας και να μην κάνουμε εκπτώσεις στη ζωή μας.
Είναι, όμως, και χρέος μας να επιβιβαστούμε στο «Λεωφορείο ο Τρόμος», δηλαδή στην απτή πραγματικότητα, και να ευχαριστηθούμε τη διαδρομή μέχρι τέλους.