Για εκατομμύρια πολίτες και μικρές επιχειρήσεις, η Δικαιοσύνη δεν είναι πια ούτε καταφύγιο ούτε οχυρό. Έχει μετατραπεί σε έναν δαιδαλώδη, αργό και απρόσιτα ακριβό μηχανισμό. Έναν μηχανισμό όπου η πρόσβαση δεν είναι πλέον καθολικό δικαίωμα, αλλά προνόμιο για όσους διαθέτουν την οικονομική επιφάνεια για να αντέξουν το κόστος και την ψυχική αντοχή για να υπομείνουν τις ατέρμονες καθυστερήσεις. Αυτή η κατάσταση δεν συνιστά απλώς μια τεχνική δυσλειτουργία· αποτελεί ένα βαθύ δημοκρατικό έλλειμμα, μια σιωπηρή πληγή στο σώμα της ισονομίας, που δημιουργεί μια από τις πιο επικίνδυνες μορφές ανισότητας: την ανισότητα απέναντι στον νόμο.

Η κριτική στην ταχύτητα της ελληνικής δικαιοσύνης δεν είναι απλώς μια γκρίνια. Είναι μια ψυχρή, στατιστική πραγματικότητα που καταγράφεται κάθε χρόνο στους επίσημους πίνακες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο EU Justice Scoreboard, η Ελλάδα συνεχίζει να κατέχει μία από τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρώπη όσον αφορά τον χρόνο που απαιτείται για την επίλυση αστικών και εμπορικών υποθέσεων.

Για την έκδοση μιας πρωτόδικης απόφασης σε μια τέτοια υπόθεση, ο μέσος χρόνος στη χώρα μας ξεπερνά τις 600 ημέρες, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι κάτω από 300. Αν συνυπολογίσει κανείς τις εφέσεις και την αναμονή στον Άρειο Πάγο, μια υπόθεση μπορεί εύκολα να διαρκέσει από επτά έως δέκα χρόνια για να τελεσιδικήσει. Όπως συχνά τονίζουν οι εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων και των δικηγορικών συλλόγων, αυτή η παθολογική καθυστέρηση ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Για έναν εργαζόμενο που διεκδικεί δεδουλευμένα από έναν αφερέγγυο εργοδότη ή για μια μικρή επιχείρηση που περιμένει την πληρωμή ενός τιμολογίου από έναν μεγάλο πελάτη, μια απόφαση μετά από οκτώ χρόνια είναι μια απόφαση χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα. Η οικονομική ασφυξία έχει ήδη επιφέρει τον θάνατο.

Πέρα από τον χρόνο, ο δεύτερος μεγάλος αποτρεπτικός παράγοντας είναι το κόστος. Η πρόσβαση στα δικαστήρια δεν είναι δωρεάν. Απαιτεί την καταβολή δικαστικών παραβόλων, τελών και χαρτοσήμων, τα οποία μπορεί να ανέρχονται σε εκατοντάδες ευρώ απλώς για την κατάθεση μιας αγωγής. Σε αυτό το ποσό, προστίθεται η απαραίτητη αμοιβή του δικηγόρου, η οποία, ακόμη και για μια υπόθεση μέτριας πολυπλοκότητας, σπάνια πέφτει κάτω από τα 1.000-1.500 ευρώ για τον πρώτο βαθμό.

Αν αθροίσει κανείς αυτά τα ποσά, το αρχικό κόστος για να διεκδικήσει ένας πολίτης το δίκιο του μπορεί εύκολα να ξεπεράσει τα 2.000 ευρώ. Ας συγκρίνουμε αυτό το νούμερο με τον κατώτατο μισθό των 830 ευρώ. Είναι προφανές ότι για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, για έναν χαμηλόμισθο, έναν άνεργο ή έναν χαμηλοσυνταξιούχο, η προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι οικονομικά απαγορευτική. Αυτό το οικονομικό εμπόδιο δημιουργεί μια στρεβλή πραγματικότητα: ο ισχυρός οικονομικά παράγοντας μπορεί να “επενδύσει” σε έναν δικαστικό αγώνα, γνωρίζοντας ότι ο αντίδικος του δεν έχει την οικονομική αντοχή να τον ακολουθήσει. Η δικαιοσύνη, έτσι, μετατρέπεται από πεδίο απονομής του δικαίου σε πεδίο επίδειξης οικονομικής ισχύος.

Η πιο τραγική συνέπεια των ατέρμονων καθυστερήσεων είναι η παραγραφή των αδικημάτων. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που υπονομεύει το αίσθημα δικαίου των πολιτών και στέλνει ένα μήνυμα καθολικής ατιμωρησίας, ιδίως για εγκλήματα που διαπράττουν οι ισχυροί. Τα παραδείγματα είναι πολλά και οδυνηρά:

  • Περιβαλλοντικά εγκλήματα: Μια βιομηχανία που μολύνει για χρόνια έναν ποταμό ή μια παράκτια περιοχή. Μέχρι οι μηνύσεις των κατοίκων να φτάσουν στο ακροατήριο και να τελεσιδικήσουν, το αδίκημα έχει συχνά παραγραφεί. Το περιβάλλον έχει καταστραφεί, αλλά ο υπαίτιος μένει ατιμώρητος.
  • Εργατικά ατυχήματα: Ένας εργαζόμενος χάνει τη ζωή του ή μένει ανάπηρος λόγω της εγκληματικής απουσίας μέτρων ασφαλείας. Η δίκη αναβάλλεται επανειλημμένα, οι μάρτυρες ξεχνούν ή φεύγουν, και στο τέλος, η υπόθεση κλείνει λόγω παραγραφής, προσφέροντας μια δεύτερη, ηθική δολοφονία στο θύμα και την οικογένεια του.
  • Οικονομικά εγκλήματα: Υποθέσεις για οικονομικές απάτες, «πυραμίδες» ή τραπεζικά σκάνδαλα λιμνάζουν για χρόνια στα συρτάρια των ανακριτών. Όταν τελικά φτάνουν στη Δικαιοσύνη, είναι πολύ αργά. Η παραγραφή λειτουργεί ως το τέλειο πλυντήριο για το έγκλημα του λευκού κολάρου.

Η θεραπεία αυτών των παθογενειών δεν είναι απλή, αλλά είναι εφικτή. Απαιτείται ένα σχέδιο ριζικών τομών που θα στοχεύει στην ταχύτητα, την προσβασιμότητα και την αποτελεσματικότητα.

  1. Επένδυση στην ψηφιοποίηση και τη στελέχωση: Είναι αδιανόητο εν έτει 2025 η Δικαιοσύνη να λειτουργεί ακόμα σε μεγάλο βαθμό με όρους του προηγούμενου αιώνα. Απαιτείται μια γενναία, εφάπαξ επένδυση για την πλήρη ψηφιοποίηση του συστήματος (e-Justice). Αυτό δεν σημαίνει απλώς την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων. Σημαίνει την ύπαρξη ενός ενιαίου, ψηφιακού φακέλου για κάθε υπόθεση, προσβάσιμου σε δικαστές και δικηγόρους, την καθιέρωση της ψηφιακής υπογραφής παντού και τη δυνατότητα για εξ αποστάσεως διεξαγωγή διαδικασιών όπου αυτό είναι εφικτό. Παράλληλα, η ψηφιοποίηση είναι άχρηστη χωρίς ανθρώπους. Είναι επιτακτική η άμεση προκήρυξη και κάλυψη όλων των κενών θέσεων σε δικαστικούς λειτουργούς και, κυρίως, σε δικαστικούς υπαλλήλους που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του συστήματος.
  2. Ουσιαστική διεύρυνση του θεσμού της νομικής βοήθειας: Το κράτος έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει ότι κανένας πολίτης δεν θα στερείται της δικαστικής προστασίας λόγω οικονομικής αδυναμίας. Ο σημερινός θεσμός της νομικής βοήθειας είναι ανεπαρκής, καθώς τα εισοδηματικά κριτήρια είναι τόσο χαμηλά που αποκλείουν ακόμη και χαμηλόμισθους εργαζόμενους. Προτείνεται η δραστική αύξηση αυτών των ορίων, ώστε να καλύπτεται ένα μεγάλο μέρος των μισθωτών και των συνταξιούχων της μεσαίας τάξης. Παράλληλα, η διαδικασία έγκρισης πρέπει να απλοποιηθεί και να επιταχυνθεί, ώστε η βοήθεια να παρέχεται όταν πραγματικά χρειάζεται.
  3. Ενίσχυση των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών: Τα δικαστήρια είναι σήμερα πνιγμένα από χιλιάδες υποθέσεις που θα μπορούσαν να λυθούν εξωδικαστικά. Η θεσμική ενίσχυση της Διαμεσολάβησης είναι μονόδρομος. Προτείνουμε να καταστεί υποχρεωτική η προσφυγή σε διαμεσολάβηση ως πρώτο βήμα για μια σειρά από αστικές και εμπορικές διαφορές (π.χ. διαφορές μεταξύ συνιδιοκτητών, μισθωτικές διαφορές, υποθέσεις μικρών αποζημιώσεων). Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ πιο γρήγορη, με ασύγκριτα μικρότερο κόστος και λιγότερο συγκρουσιακή, η οποία θα μπορούσε να αποσυμφορήσει τα δικαστήρια κατά χιλιάδες υποθέσεις ετησίως, επιτρέποντας στους δικαστές να επικεντρωθούν στις πιο σοβαρές.

Ένα δικαστικό σύστημα που είναι αργό, ακριβό και αναποτελεσματικό, είναι εξ ορισμού ένα σύστημα άδικο. Η κατάσταση της Δικαιοσύνης σε μια χώρα δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα για ειδικούς. Είναι ο καθρέφτης της ποιότητας της ίδιας της δημοκρατίας της. Ένα αναξιόπιστο σύστημα απονομής δικαίου διαβρώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, αποθαρρύνει τις υγιείς επενδύσεις και ενθαρρύνει την ανομία.

Η επιλογή για μια δίκαιη κοινωνία, είναι αδιανόητη χωρίς την επιλογή για ένα δικαστικό σύστημα που δεν θα λειτουργεί ως απόρθητο κάστρο για τους λίγους, αλλά ως πραγματικό οχυρό για κάθε πολίτη,.

* Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου