Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι επιχειρήσεις της ΕΛ.ΑΣ. για την καταπολέμηση της πειρατείας οπτικοακουστικού περιεχομένου, με τις αρχές να προχωρούν σε συλλήψεις, κατασχέσεις και αποδόσεις σοβαρών κατηγοριών σε εμπλεκόμενους. Ήδη, έχουν επιβληθεί ποινές φυλάκισης και υψηλά διοικητικά πρόστιμα, στο πλαίσιο ενός αυστηροποιημένου νομικού πλαισίου, που στοχεύει στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και την αποτροπή του οργανωμένου παράνομου εμπορίου περιεχομένου.

Ωστόσο, πέρα από το ποινικό σκέλος, οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πειρατείας είναι εξίσου ανησυχητικές, όπως καταδεικνύει η πρόσφατη μελέτη «Αξιολόγηση των Κοινωνικοοικονομικών Επιπτώσεων της Πειρατείας Περιεχομένου και Κατάρτιση Προτάσεων Πολιτικής» του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για λογαριασμό της Εταιρίας Προστασίας Οπτικοακουστικών Έργων (ΕΠΟΕ), καθώς η συνολική ετήσια επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας από την οπτικοακουστική πειρατεία υπολογίζεται σε πάνω από 400 εκατομμύρια ευρώ!

Η μελέτη, που βασίζεται στην επεξεργασία εναλλακτικών σεναρίων, εκτιμά ότι οι θέσεις εργασίας, στο σύνολο της οικονομίας, που χάνονται κάθε χρόνο, ξεπερνούν ακόμη και τις 5.000. Οι απώλειες φόρων από τη συνδρομητική τηλεόραση (ΦΠΑ, ειδικό τέλος 10%) υπολογίζονται σε έως και 59 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ οι απώλειες για την εγχώρια νόμιμη αγορά ανέρχονται σε έως και 162 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.

Το ειδικό τέλος 10% στις συνδρομητικές υπηρεσίες ενισχύει το φαινόμενο της πειρατείας

Ένα από τα πιο κρίσιμα ευρήματα της μελέτης είναι η αρνητική επίδραση του ειδικού τέλους 10%, που επιβάλλεται στις ελληνικές συνδρομητικές πλατφόρμες, κάτι που δεν επιβάλλεται στις streaming πλατφόρμες, που λειτουργούν στη χώρα μας. Το μέτρο αυτό, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ενισχύει το φαινόμενο της πειρατείας, καθώς αυξάνει το κόστος για τις νόμιμες εγχώριες υπηρεσίες, καθιστώντας τις λιγότερο ανταγωνιστικές, τόσο σε σχέση με τις διεθνείς πλατφόρμες, που δεν επιβαρύνονται με αντίστοιχο τέλος, όσο και με τα πειρατικά πακέτα.

Η μελέτη τεκμηριώνει την ύπαρξη ενός ευρέος οικονομικού κυκλώματος, με περίπου 800.000 παράνομες συνδέσεις και εκτιμώμενο τζίρο άνω των 190 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία του European Union Intellectual Property Office (EUIPO), που επικαλείται το ΚΕΠΕ, η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης παράνομου οπτικοακουστικού περιεχομένου στην Ευρώπη, με το 60% των νέων, ηλικίας 16–24 ετών, να παρακολουθεί περιεχόμενο από παράνομες πηγές.

Η έλλειψη ενημέρωσης και εκπαίδευσης αναδεικνύεται από τη μελέτη ως βασικός παράγοντας για την έκταση του φαινομένου, με τους χρήστες να εκτίθενται σε σοβαρούς κινδύνους, όπως κακόβουλο λογισμικό και απώλεια προσωπικών δεδομένων.

Προτάσεις για την αντιμετώπιση της πειρατείας

Αξιοποιώντας τα ευρήματα της μελέτης, το ΚΕΠΕ προτείνει μια πολυεπίπεδη στρατηγική για την καταπολέμηση της πειρατείας. Ιδιαίτερα σημαντικό μέτρο θεωρείται η ενσωμάτωση της θεματικής της πειρατείας στο εκπαιδευτικό σύστημα, όχι μόνο μέσω των μαθημάτων τεχνολογίας, αλλά και μέσα από γνωστικά πεδία, όπως οι κοινωνικές επιστήμες και τα οικονομικά. Η διεπιστημονική αυτή μεθοδολογία εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την κατανόηση των νέων γύρω από τις επιπτώσεις του φαινομένου σε προσωπικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Παράλληλα, η μελέτη τονίζει την ανάγκη για στοχευμένες εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού, με στόχο να γίνει αντιληπτό ότι η πειρατεία αποτελεί εγκληματική πράξη, που επισύρει σοβαρές ποινικές κυρώσεις, όπως προβλέπεται και από τον νέο νόμο (Νόμου 5179/2025), που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο στη Βουλή. Καθοριστικό βήμα προς την εφαρμογή του νομικού πλαισίου θεωρείται η έκδοση της σχετικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) από τα υπουργεία Πολιτισμού και Οικονομικών, η οποία θα ενεργοποιήσει τη διαδικασία επιβολής προστίμων, η έκδοση της οποίας έχει καθυστερήσει αρκετά.

Τέλος, ως σημαντικό εργαλείο για τον περιορισμό του φαινομένου κρίνεται η φορολογική ελάφρυνση, μέσω της μείωσης ή κατάργησης του ειδικού τέλους 10%. Ένα τέτοιο μέτρο εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων παρόχων, προσφέροντας παράλληλα ουσιαστικά οφέλη, τόσο στους καταναλωτές, όσο και στην οικονομία.