Μακράν η καλύτερη ταινία της εβδομάδας και ίσως τελικά μια από τις καλύτερες της κινηματογραφικής σεζόν που διανύουμε, η υποψήφια για Οσκαρ διεθνούς ταινίας τελευταία δημιουργία του Βιμ Βέντερς, μετατρέπει σε σούπερ ήρωα έναν απλό πολίτη του Τόκιο και μας θυμίζει ότι ο πραγματικός παράδεισος βρίσκεται δίπλα μας. Και είναι χαρμόσυνο που σύμφωνα με μια πρόσφατη είδηση, αυτή η λιτή, μινιμαλιστική και πέρα για πέρα ανθρώπινη ταινία, είναι η εμπορικότερη στην μέχρι σήμερα καριέρα του Γερμανού σκηνοθέτη.

«Υπέροχες μέρες» (Perfect days)

Παραγωγή: Ιαπωνία/ Γερμανία, 2023

Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς

Ηθοποιοί: Κότζι Γιακούσο, Τόκιο Εμότο κ.α.

Yποψήφια για το Οσκαρ διεθνούς ταινίας, η τελευταία ταινία του Βιμ Βέντερς, εξιστορεί την περίπτωση ενός πολύ ιδιαίτερου ανθρώπου, του κ. Xιραγιάμα (βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο περσινό φεστιβάλ των Καννών για τον ηθοποιό Κότζι Γιακούσο) ενός πολίτη στο σύγχρονο Τόκιο που αν και δείχνει ασήμαντος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων. Kαι τελικά σημαντικός.

Είναι καθαριστής τουαλετών δημοσίας χρήσης και δείχνει να το ευχαριστιέται! Κάνει καλά την δουλειά του γιατί είναι επαγγελματίας και ενδιαφέρεται να προσφέρει για το καλό του συνόλου.

Τον αγαπάμε γιατί η ρουτίνα του αποκτά ποιητικές διαστάσεις.

Τον αγαπάμε γιατί είναι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος σε όλα και διαβάζει Φόκνερ κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί στο λιτό σπίτι του.

Τον αγαπάμε γιατί ακούει παλιό καλό ροκ εντ ρολ ενώ οδηγεί το βαν του μέσα στην πόλη.

Λοξοκοιτώντας προς την πλευρά της πρώτης ταινία του, «Καλοκαίρι στην πόλη», ο Βέντερς εκτός από το «Perfect day» του Λου Ριντ από το οποίο δανείστηκε τον τίτλο της ταινίας, χρησιμοποιεί αγαπημένα τραγούδια του όπως το «The house of the rising sun» των Animals, το «Sunny Afternoon» των Kinks, τo «(Sittin’ on) The Dock of the Bay» του Οτις Ρέντινγκ.

Και τραγουδάμε κι εμείς από μέσα μας.

Ο σκηνοθετης παρακολουθεί με υπομονή τον κ. Χιραγιάμα. Μας δίνει την ευκαιρία να βιώσουμε από πρώτο χέρι κάθε πτυχή της καθημερινότητάς του, να ζήσουμε από κοντά τα μικρά και τα μεγάλα δράματά του για τα οποία ποτέ δεν μιλά ο ίδιος.

Με πολύ απλά λόγια, αυτός ο ήσυχος άνθρωπος που θυμίζει αμυδρά τον Τσαρλς Μπρόνσον, είναι μια εξαιρετική παρέα. Ακόμα και μέσα στην σιωπή του. Ισως γι’ αυτόν τον λόγο όλοι τον αγαπούν.

Μέσα από τα μικρά πράγματα η ζωή που έχει φτιάξει είναι ένας παράδεισος και αυτό ακριβώς λέει η ταινία του Βέντερς: ότι οι παράδεισοι βρίσκονται μπροστά μας, στην καθημερινότητά μας, στη ρουτίνα μας, στα πράγματα που ίσως για άλλους είναι ευτελή.

Βεβαίως, η ταινία δεν περιορίζεται εκεί. Υπάρχει μια ιστορία πίσω από τον κύριο Χιραγιάμα και ο Βέντερς με αγάπη, μας προσφέρει σιγά – σιγά τις ψηφίδες που θα φτιάξουν το ολοκληρωμένο πορτρέτο του.

Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω, ότι όταν αυτό το πορτρέτο ολοκληρωθεί και τελειώσουν οι «Υπέροχες μέρες», θα πείτε «μα τι υπέροχα πέρασα».

Βαθμολογία: 4

ΑΘΗΝΑ: WEST CITY – ΑΕΛΛΩ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΡΤΕΜΙΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ – ΑΤΛΑΝΤΙΣ – ΒΑΡΚΙΖΑ – ΕΛΛΗ – VILLAGE MALL – CINERAMA – OPTIONS κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΒΑΚΟΥΡΑ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ

————————————————–

«Ένα τέλος και μια αρχή» (The end will start from)

Παραγωγή: Αγγλία, 2023

Σκηνοθεσία: Μαχάλια Μέλιο

Ηθοποιοί: Τζόντι Κόμερ, Μαρκ Στρονγκ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς\

Ο κόσμος που η σκηνοθέτρια Μαχάλια Μέλιο φτιάχνει στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Aσυνήθιστα καιρικά φαινόμενα, δυνατές, ασταμάτητες βροχοπτώσεις. Για τα αίτια της οικολογικής καταστροφής δεν μαθαίνουμε πολλά. Εξάλλου δεν έχει σημασία, ούτε παίζει ρόλο στην πλοκή.

Με αυτή την παράξενη, σχεδόν υποτονική ταινία, η Μέλιο ενδιαφέρεται απλώς για την καθημερινότητα της επιβίωσης, με βαρόμετρο όμως μια γυναίκα που γνωρίζουμε ενώ είναι έγκυος και στην συνέχεια ακολουθούμε ενώ έχει γεννήσει (την υποδύεται θαυμάσια η Τζόντι Κόμερ).

Επομένως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ταινία οικολογικής καταστροφής αλλά χωρίς θορύβους, χωρίς εκρήξεις, χωρίς εφέ και χωρίς το στοιχείο του θρίλερ. Η Μέλιο ενδιαφέρεται να δει το αν και το πώς κάποιοι άνθρωποι που βρίσκονται αντιμέτωποι με την χειρότερη συνθήκη στην οποία θα φαντάζονταν ποτέ τον εαυτό τους, μπορούν να συνεργαστούν για να τα βγάλουν πέρα.

Μπορούμε με οδηγό την λογική και την ψυχραιμία να αντιμετωπίσουμε το εντελώς ασυνήθιστο; Φυσικά δεν θα λείψουν κάποιες εντάσεις ή και κάποιες εκπλήξεις ανάμεσα στις οποίες ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς σε ένα δυνατό πέρασμα. Ομως ακόμα και τότε ο ήρεμος ρυθμός της ταινίας δεν θα διαταραχτεί.

Και ίσως αυτή ακριβώς η ηρεμία, είναι που σου προκαλεί ένα ελαφρύ σφίξιμο στο στομάχι, μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα, όταν η ταινία τελειώνει.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΝΙΡΒΑΝΑ – VILLAGE THE MALL – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ – ΝΑΝΑ – WESTCITY – OPTIONS ΙΛΙΟΝ – ΣΙΝΕΑΚ κ,α,

—————————————————–

«Εκεί που το κακό παραμονεύει» (When Evil larks/ Cuando acecha la maldad

Παραγωγή: ΗΠΑ/ Αργεντινή, 2023

Σκηνοθεσία: Ντιέγκο Ρούνια

Ηθοποιοί: Εζεκιέλ Ροντρίγκεζ, Νταμιέν Σαλομόν κ.α.

Τalk of the town πέρσι μετά την προβολή της στο φεστιβάλ του Τορόντο, αυτή η ταινία τρόμου, συμπαραγωγή Αμερικής – Αργεντινής, έχει ένα βασικό προσόν: δεν βλέπουμε ποτέ την πραγματική μορφή του κακού που διαβάζουμε στον τίτλο παρά μόνο τις βλαβερές συνέπειές του. Είτε στην θέα μιας ανθρώπινης μάζα σάπιου κρέατος παραμορφωμένου από το πύον, είτε στην ξαφνική επίθεση ενός σκυλιού σε ένα παιδί.

Αρα όλα, στην κυριολεξία όλα, είναι ανοιχτά, τίποτα δεν είναι συγκεκριμένο και έτσι τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει. Δύσκολη κατάσταση για τον κεντρικό ήρωα της ταινίας (Εζεκιέλ Ροντρίγκεζ) έναν αγρότη που έχει χωρίσει από την γυναίκα του και που μαζί με τον αδελφό του προσπαθεί να προστατεύσει τα παιδιά του.

Ο Αργεντίνος σκηνοθέτης Ντεμιάν Ρούνια έχει στα χέρια του μια όντως πρωτότυπη ιδέα και στο μυαλό του όλον τον κινηματογράφο τρόμου που προφανώς ξέρει απ ’έξω και ανακατωτά. Με την δική του ταινία αποπειράθηκε να κάνει κάτι διαφορετικό μεν αλλά που την ίδια στιγμή φέρνει στην μνήμη εικόνες από «κάτι άλλο» – είτε αυτό λέγεται «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Τζορτζ Ρομέρο, είτε «Μακάβριοι εισβολείς» του Ντον Σίγκελ, είτε «Απειλή» του Τζον Κάρπεντερ.

Σε κάθε περίπτωση, το «Εκεί που το κακό παραμονεύει» είναι μια ταινία που ξαφνιάζει και μπορεί όντως να ενθουσιάσει, όχι μόνο τους φαν του είδους της αλλά όλους όσοι αναζητούν τον ξάφνιασμα.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΝΙΡΒΑΝΑ – ΝΑΝΑ – ΑΕΛΛΩ – TPIA ΑΣΤΕΡΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚAΛΛΙΘΕΑ – ΦΟΙΒΟΣ – ΣΙΝΕΑΚ – OPTIONS ΊΛΙΟΝ – ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE MALL κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: CINEΜΑ ΟΝΕ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ κ.α.

ΦΤΗΝΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ

«Εμπόλεμη ζώνη» (Land of bad, ΗΠΑ, 2023)

Παραδομένη άνευ όρων στα καλογυρισμένα αλλά εντελώς επίπεδα και άδεια κλισέ (μάχες σώμα με σώμα, μαρτύρια φυλακισμένων, φλόγες που καταπίνουν ότι κινείται και βομβιστικές επιθέσεις που δεν αφήνουν τίποτα όρθιο), η στρατιωτική περιπέτεια «Εμπόλεμη ζώνη» (Land of bad, ΗΠΑ, 2023) εστιάζει στην προσπάθεια μιας ομάδας αμερικανών κομάντο να επιβιώσουν υπό εντελώς πρωτόγονες συνθήκες στην ζούγκλα των Νότιων Φιλιππίνων.

Η αρχική αποστολή τους πήγε κατά διαόλου και ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γιούμπανκ εστιάζει στην περίπτωση ενός από την ομάδα του λιγότερο έμπειρου και περισσότερου φοβισμένου (Λίαμ Χέμσγουορθ). Αυτόν θα προσπαθήσει να σώσει ο υπεύθυνος συντονισμού της επιχείρησης, χειριστής drone από την βάση, τον οποίο υποδύεται ένας απελπιστικά υπέρβαρος (σχεδόν αστεία πλέον) Ράσελ Κρόου, που φυσά και ξεφυσά και που μπροστά του ο Ορσον Γουέλς δείχνει στέκα.

Η ταινία ακολουθεί περήφανα τα ίχνη που άφησε πίσω του ο πάλαι ποτέ Τζον Ράμπο αλλά εκεί τουλάχιστον είχες τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Να σημειωθεί επίσης ότι πίσω από την κεντρική ιδέα της διάσωσης αμερικανού στρατιώτη από μακριά, βρίσκεται μια πολύ καλύτερη περιπέτεια ονόματι «Σε εχθρικό έδαφος» (2001), όπου ο Τζιν Χάκμαν στη βάση προσπαθούσε κι εκείνος να σώσει τον Οουεν Γουίλσον που βρισκόταν σε άλλου τύπου εχθρικό έδαφος.

Βαθμολογία: 2

ΑΘΗΝΑ: VILLAGE THE MALL – ΝΑΝΑ – WESTCITY – OPTIONS ΙΛΙΟΝ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – VILLAGE COSMOS

«Το χέρι της θείας δίκης» (Red right hand, ΗΠΑ, 2023) – Εσομ και Ιαν Νελμς

Σκηνές από μια ανεξέλεγκτη (και όχι απαραιτήτως πάντα δικαιολογημένη) white trash βία στον Αμερικανικό Νότο είναι το χαρακτηριστικό της σχεδόν ανυπόφορης ταινίας «Το χέρι της θείας δίκης» (Red right hand, ΗΠΑ, 2023) των Εσομ και Ιαν Νελμς.

Μόνο και μόνο η ιδέα ότι ο Βρετανός ηθοποιός Ορλάντο Μπλουμ (που προσωπικά ποτέ δεν με έπεισε ιδιαίτερα ποτέ και σε οτιδήποτε) υποδύεται έναν hillbilly πρώην αλκοολικό loser, έχει κάτι το αποτρεπτικό.

Ο Μπλουμ θα κληθεί να προστατεύσει τον αδελφό και την ανιψιά του από τα νύχια της τοπικής μαφίας, ηγέτης της οποίας είναι μια ξερακιανή κυρία με σχιστά μάτια και ο ορισμός του σαδισμού: την «βρίσκει» με το να κόβει δάχτυλα με τανάλιες ή να βλέπει να διαλύονται με σφυριά τα γόνατα όσων κάνουν το λάθος να την απειλήσουν.

Η κυρία έχει την μορφή της Αντι Μακ Ντάουελ και είναι η πιο εφιαλτική ηρωίδα της καριέρας της ηθοποιού, ακριβώς στον αντίποδα των ρομαντικών και υπερβολικά ευαίσθητων κοπελούδων που την τυποποίησαν νεότερη («Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία», «Πράσινη κάρτα» κ.α.).

Είναι προφανές ότι για αυτόν τον λόγο δέχθηκε τον ρόλο αλλά τι να το κάνεις; Η ταινία ανήκει στο είδος εκείνων που τα παλαιότερα χρόνια έβγαιναν κατευθείαν στο βίντεο. Σήμερα, δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα στην κινηματογραφική οθόνη.

Βαθμολογία: 1

ΑΘΗΝΑ: VILLAGE ΜΑΡΟΥΣΙ – VILLAGE PENTH – OPTIONS ΙΛΙΟΝ – OPTIONS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΕΛΛΩ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: VILLAGE COSMOS κ.α.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ

Δύο ντοκιμαντέρ ελληνικής παραγωγής που γυρίστηκαν από γυναίκες και πραγματεύονται θέματα στα οποία τον πρώτο λόγο έχει η γυναίκα, εμφανίζονται από σήμερα στις αίθουσες.

«Μητέρα του σταθμού»

Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας παίζεται η «Μητέρα του σταθμού» (2023) της Κωστούλας Τωμαδάκη η οποία εδώ, αποτυπώνει μαρτυρίες από τις «αόρατες» γυναίκες που στην δεκαετία του 1960 αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από τον τόπο τους και να αναζητήσουν την τύχη τους στην Γερμανία.

Οι ελληνίδες γκασταρμπάιτερ δεν θα ζητήσουν ποτέ τον οίκτο σου. Αντιθέτως, ακούς με όρεξη τις ιστορίες τους, συμπάσχεις στο δράμα και τον κρυφό πόνο τους, αναγνωρίζεις την ανάγκη τους να θυμηθούν και θαυμάζεις την ατσαλένια πυγμή τους, το πώς βρήκαν τους τρόπους να μην χάσουν ποτέ την ταυτότητά τους και να παραμείνουν Ελληνίδες σε έναν ξένο τόπο όπου η αντιμετώπιση έκρυβε, στην καλύτερη περίπτωση επιφύλαξη και στην χειρότερη ταπείνωση.

Η Τωμαδάκη δεν ξεφεύγει ποτέ από τον στόχο της που είναι το βλέμμα αυτών των γυναικών, οι οποίες στην ουσία χωρίζονται σε τρεις περιόδους. Τις αγράμματες μετανάστριες της πρώτης γενιάς της μεταεμφυλιακής Ελλάδας που αναγκάστηκαν να ζήσουν σε παραπήγματα δίπλα στα εργοστάσια όπου εργάζονταν, εκείνες της δεύτερης γενιάς που μπόρεσαν να μορφωθούν στην Γερμανία και να ακολουθήσουν εκεί καριέρα μακριά από τις φάμπρικες και στην τρίτη γενιά των γυναικών των οποίων η δυναμική δεν διαφέρει από της οποιασδήποτε Ευρωπαίας σήμερα.

Μια ταινία που και ακόμα και για λόγους καθαρής πληροφόρησης, οφείλει κανείς να έχει υπόψη του (να σημειωθεί ότι η «Μητέρα του Σταθμού» έκανε πρεμιέρα τον Αύγουστο του 2022, ως υποψήφια για βραβείο, στο Mumbai International Film Festival στη Βομβάη, ενώ προβλήθηκε με επιτυχία στους Ανοιχτούς Ορίζοντες του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης).

Βαθμολογία: 3

«Ladies in waiting»

Εξίσου ενδιαφέροντα στοιχεία βρίσκεις και στο ντοκιμαντέρ «Ladies in waiting» (Ελλάδα, 2023),της προερχόμενης από τον χώρο της Φωτογραφίας και των Κοινωνικών Επιστημών Ιωάννας Τσουκαλά, που με απέραντο σεβασμό φωτίζει και αυτή έναν άλλο «αόρατο» κόσμο, εκείνο των ψυχιατρικών κλινικών (εν προκειμένω του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής). Βαρόμετρο της ιστορίας οι σχέσεις ανάμεσα στο νοσηλευτικό προσωπικό και τους ασθενείς.

Σύμφωνα με την κυρία Τσουκαλά ο ξένος τίτλος αποδίδεται στα ελληνικά ως «Κυρίες της Αυλής», ή «Κυρίες επί των Τιμών» και παραπέμπει στις γυναίκες που βρίσκονταν γύρω από τη βασίλισσα για να την υπηρετούν. Κατά προέκταση, στην ταινία (της οποίας το σενάριο είναι της ιδίας της Τσουκαλά και του Αυρήλιου Καρακώστα και στηρίζεται στις προσωπικές εμπειρίες της πρώτης ως εργαζόμενης στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής) «ο θεραπευτής είναι μόνιμα σε αναμονή για να βοηθά τον θεραπευόμενο, όπως και το αντίθετο, ο θεραπευόμενος ενισχύει μονίμως τον θεραπευτή και τον υπηρετεί». Η συνθήκη αυτή ακούγεται κάπως ανορθόδοξη όμως η Τσουκαλά την στηρίζει εντελώς αβίαστα και χωρίς να επιδιώκει να «πάρει αυτό που θέλει».

Αντιθέτως, επιτρέποντας στις εξελίξεις να αναδειχθούν μόνες τους στην αυλή του ψυχιατρείου, δίνει υπόσταση και κύρος στην ταινία αντιμετωπίζοντας με ευγένεια και κυρίως αγάπη τόσο την μία πλευρά, των αδύναμων, που σίγουρα έχουν ανάγκη την αγάπη, όσο και την άλλη πλευρά εκείνων που δουλειά τους είναι να προσφέρουν αγάπη και μάλιστα, άνευ όρων (προβάλλεται στο ΑΣΤΟΡ).

Βαθμολογία: 3