Το εντυπωσιακό γύρισμα των ελληνικών τραπεζών την τελευταία τριετία, έχει στρέψει πάνω τους τα φώτα της διεθνούς επενδυτικής σκηνής.

Όπως αναφέρει ο Ot.gr, διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων της χώρας στις επαφές τους με εκπροσώπους μεγάλων επενδυτικών σπιτιών διαπιστώνουν ισχυρό ενδιαφέρον για τοποθετήσεις στον εγχώριο κλάδο, λόγω των πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει σήμερα σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα.

Το κλίμα αυτό εισέπραξε και η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς στις τριήμερες επαφές που ολοκλήρωσε χθες στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της περιοδείας της για την παρουσίαση των προοπτικών της, ενόψει της διάθεσης του 27% των μετοχών της από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).

Τα πλεονεκτήματα

Όπως επισημαίνουν αναλυτές, οι ελληνικές τράπεζες έχουν να επιδείξουν σημαντικές προοπτικές αποδόσεων, εξερχόμενες ενός μεγάλου κύκλου μετασχηματισμού, μέσω του οποίου τέθηκαν οι βάσεις για την επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης κερδοφορίας.

Ταυτόχρονα, δραστηριοποιούνται σε οικονομίες (Ελλάδα, Κύπρος, Βουλγαρία) με ευνοϊκότερο μακροοικονομικό περιβάλλον σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Επίσης, οι προοπτικές μεγέθυνσης του ενεργητικού τους μέσω της πιστωτικής επέκτασης είναι ισχυρές, ενώ ειδικά στην ελληνική αγορά υπάρχουν μεγάλα περιθώρια αύξησης των δανειακών τους χαρτοφυλακίων μετά από την υπερδεκαετή κρίση, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κάνουλες των χορηγήσεων είχαν κλείσει.

Αλλά και μετά την έναρξη του κύκλου αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, εκμεταλλεύτηκαν αποτελεσματικότερα το νέο περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων.

Συγκεκριμένα, το επιτοκιακό τους περιθώριο αυξήθηκε στο 3,1% στο γ΄ τρίμηνο του 2023 από 1,9% ένα χρόνο νωρίτερα.

Η σύγκριση με την ΕΕ

Αντίστοιχα, στην ιταλική αγορά διαμορφώθηκε σε 2,1% και στην ισπανική σε 2,7%, ενώ ο μέσο όρος στην ΕΕ ανήλθε σε μόλις 1,6%.

Η καλύτερη εικόνα στην Ελλάδα αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στο χαμηλό μερίδιο των ακριβότερων λογαριασμών προθεσμίας στο σύνολο της καταθετικής βάσης.

Συγκεκριμένα, το ποσοστό τους στην ελληνική αγορά ανέρχεται σε 25%, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ φτάνει το 39%.

Την ίδια στιγμή, τα επιτόκια στα δάνεια ακολούθησαν τις τάσεις των δεικτών euribor, ενώ ο ρυθμός αύξησης των υπολοίπων στα δάνεια διαμορφώθηκαν σε τριπλάσια επίπεδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Ειδικότερα, το Σεπτέμβριο του 2023 ανήλθε σε 3% έναντι αρνητικής μεταβολής (-0,4%) στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν σημαντική αύξηση στην οργανική τους κερδοφορία, με το μέσο δείκτη απόδοσης επί των ιδίων κεφαλαίων τους να προσεγγίζει το 16% στο γ΄ τρίμηνο της περυσινής χρήσης από 9,6% ένα χρόνο νωρίτερα.

Οι προοπτικές δε για περαιτέρω αύξηση των χορηγήσεων είναι σημαντικές, μιας και ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις κινείται στη ζώνη του 60% έναντι 100% στην ΕΕ.

Θετικά είναι τα μηνύματα και από το μέτωπο των προμηθειών, καθώς τα περιθώρια αύξησης των εσόδων από μη τοκοφόρες δραστηριότητες είναι σημαντικά.

Συγκεκριμένα, διαμορφώνονταν στο γ΄ τρίμηνο του 2023 σε 54 μονάδες βάσης επί του συνόλου του ενεργητικού τους έναντι 61 μονάδων βάσης στην ΕΕ, 71 μονάδων στη Ισπανία και 98 μονάδων στην Ιταλία.

Τα ετήσια αποτελέσματα

Οι θετικές επιδόσεις των τραπεζών θα αποτυπωθούν στα αποτελέσματα της περυσινής χρήσης που θα αρχίσουν να ανακοινώνουν οι συστημικοί όμιλοι από τα τέλη Φεβρουαρίου.

Παράλληλα, στις τηλεδιασκέψεις με αναλυτές θα παρουσιαστούν οι εκτιμήσεις για την πορεία των μεγεθών τους την επόμενη τριετία, λαμβάνοντας υπόψιν και τις προβλέψεις για τη νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη, η οποία βαίνει προς χαλάρωση.

Εκτιμάται ότι η συνολική τους κερδοφορία θα κινηθεί γύρω από τη ζώνη των 4 δισ. ευρώ το 2023, ανοίγοντας το δρόμο για διανομή μερίσματος συνολικού ύψους περί τα 850 εκατ. ευρώ.

Οι σχετικές συζητήσεις με τον SSM για να δοθεί το πράσινο φως για την επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη άνοιξη, για να ακολουθήσει η επικύρωσή της από τις τακτικές γενικές συνελεύσεις που θα ακολουθήσουν.