Η διεξαγωγή των πρώτων εθνικών εκλογών μετά από μια αλληλουχία κρίσεων και απρόβλεπτων γεγονότων εξελίσσονται σε περιβάλλον πρωτοφανούς ησυχίας, κόντρα στα πολιτικά ήθη και έθιμα της χώρας.
Μια πρώτη ερμηνεία του ήπιου κλίματος αφορά στον συνδυασμό εκλογικού συστήματος και παράστασης νίκης: η πλειοψηφία (60%) θεωρεί ότι στις εκλογές της απλής αναλογικής πρώτο θα τερματίσει το κόμμα που δηλώνει ευθέως ότι δεν θα σχηματίσει κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα, το ουσιαστικό διακύβευμα (ποιος θα κυβερνήσει) είτε να μετριάζεται είτε να μετατίθεται για αργότερα στις εκλογές της ενισχυμένης αναλογικής.
Μια δεύτερη ερμηνεία για αυτήν την άνευρη προεκλογική περίοδο θέλει τους πολίτες να συναινούν γύρω από τα μη αντιθετικά προτάγματα των τριών βασικών κομμάτων: η ανάγκη Σταθερότητας (της ΝΔ) με Σχέδιο (του ΠΑΣΟΚ) και Δικαιοσύνη παντού (του ΣΥΡΙΖΑ) δεν αλληλοαναιρούνται. Καλύπτουν και εφησυχάζουν τη συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος χωρίς να προκαλούν στο ελάχιστο τις έντονες διαιρέσεις του πρόσφατου ταραγμένου παρελθόντος (μνημόνιο-αντιμνημόνιο, νέο-παλιό, πρώτη φορά αριστερά-μένουμε Ευρώπη). Ούτως ή άλλως, οι αλλεπάλληλες κρίσεις επέφεραν κόπωση και αποστροφή των πολιτών σε εντάσεις και περιπέτειες διαρκείας επιβάλλοντας μια σχετικά φοβική ψυχολογία, συστολή και τάση προς την ιδιώτευση.
Επιπλέον, το μέχρι τότε υπό διαμόρφωση προεκλογικό κλίμα επηρεάστηκε καταλυτικά από το δυστύχημα των Τεμπών, το οποίο δίπλα στις ευθύνες της κυβέρνησης ανέδειξε συνολικά τις διαχρονικές παθογένειες του κράτους και του πολιτικού συστήματος, παγώνοντας την κοινωνία και καθηλώνοντας εν μία νυκτί την όποια επικοινωνιακή ορμή κομμάτων και φανατικών υποστηρικτών.
Σχεδόν ένα εκατομμύριο πολίτες φαίνεται ότι θα ασχοληθούν με τις εκλογές την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου, με σχετική αδιαφορία για τα κόμματα και ίσως διάθεση αποχής.
Για την ακρίβεια, μένει να διαπιστωθεί εάν θα υπάρξει συνέχεια στην τάση διεύρυνσης της αποχής που εμφανίζεται στο κλείσιμο κάθε εκλογικού κύκλου από το 2004 και έπειτα.
Η οικονομία, τα ακίνητα και το μεταναστευτικό κρίνουν τις εκλογές
Τα παραπάνω συνθέτουν ένα περιβάλλον που περιορίζει ψυχολογικά την καλλιέργεια κλίματος απόλυτης καταδίκης της κυβέρνησης και κατ’ επέκταση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία προσέρχεται στις εκλογές με σημαντικά ποσοστά αποδοχής του έργου της σε καίριους τομείς διακυβέρνησης και στη διαχείριση των κρίσεων – σαφώς όχι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά σίγουρα από τα επίμαχα ακροατήρια-στόχους του κόμματος: τα μεσαία, κεντρώα και δεξιά κοινά.
Η κυβέρνηση 2019-2023 αξιοποίησε πλήρως τις (μη οικονομικής φύσεως) κρίσεις προς όφελός της και την ολική επαναφορά του Κράτους στη δημόσια ζωή καθώς όλο και περισσότερο η αγορά αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα μεγέθη των κρίσεων και την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου. Ένα συντηρητικό κόμμα με πιο φιλελεύθερη ηγεσία βρίσκεται να εφαρμόζει κεντροαριστερές πολιτικές (επιστρεπτέες προκαταβολές, εργασιακά και ενεργειακά επιδόματα, συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ) ώστε να διασφαλίσει τη σταθερότητα και τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας και αυτό παραδοσιακά αποδίδει εκλογικά.
Η επικρατούσα θετική αντίληψη για την πορεία της οικονομίας στα μεσαία στρώματα είναι αυτό που κατά κύριο λόγο διαμορφώνει το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας και δυσκολεύει την κατάρτιση ανταγωνιστικής εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής πρότασης.
Την ίδια στιγμή, επουλώνονται δύο μεγάλες πληγές της Νέας Δημοκρατίας που από το 2010 αποξένωσαν τα πιο λαϊκά και συντηρητικά της κοινά και τροφοδότησαν τα άκρα – κυρίως το δεξιό. Η πρώτη, η υποτίμηση της ακίνητης περιουσίας, αποκαταστάθηκε με την αισθητή (για το 80% των πολιτών) άνοδο της αξίας των ακινήτων. Ο έκτακτος φόρος στα ακίνητα – ως συνήθης ερμηνεία διαρροής ψηφοφόρων του κόμματος – δεν ήταν κάτι περισσότερο από την επιφάνεια, το πραγματικό περιεχόμενο αφορούσε στη ραγδαία απαξίωση κόπων ζωής που επενδύθηκαν σε ακίνητα.
Παράλληλα, η δεύτερη πληγή της κεντροδεξιάς, το μεταναστευτικό ζήτημα, μετατράπηκε σε πλεονέκτημα μετά τη διαχείριση των γεγονότων στον Έβρο διότι ενσωματώθηκε στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής άμυνας, παραπέμποντας ευθέως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως εργαλείο/όπλο του Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα, οι 7 από τους 10 (68%) ψηφοφόρους που τοποθετούνται ιδεολογικά στη δεξιά να εκφράζονται θετικά για τον τρόπο που χειρίστηκε η κυβέρνηση το μεταναστευτικό.
Στα επιτεύγματα της απερχόμενης κυβέρνησης, σύμφωνα με τους ερωτώμενους, συγκαταλέγονται η ψηφιακή μετάβαση του κράτους, η ενίσχυση της άμυνας της χώρας (αγορά οπλικών συστημάτων, αμερικανικές βάσεις, ελληνογαλλική συμφωνία), η διαχείριση των εθνικών θεμάτων και, τέλος, η άσκηση ενεργούς φιλο-δυτικής εξωτερικής πολιτικής που συνεχίζει την προσπάθεια επαναπροσέγγισης της χώρας με τη Δύση (Συμφωνία των Πρεσπών, στήριξη στην Ουκρανία, ομιλία στο Κογκρέσο κ.ο.κ.).
Το σημείο καμπής, ωστόσο, στη σημαντική δημοτικότητα που διατήρησε η κυβέρνηση σχεδόν σε όλη τη θητεία της είναι αναμφίβολα το δυστύχημα στα Τέμπη που συμπαρέσυρε προς χαμηλότερα ποσοστά αξιολόγησης την ασφάλεια, τις υποδομές και τις δράσεις για τη νέα γενιά. Τα δε τρωτά της σημεία είναι η ολιγωρία στη λειτουργία των θεσμών – όπως άφησε να διαφανεί η υπόθεση των υποκλοπών, – η δυσλειτουργία στον χώρο της Δικαιοσύνης και η κατακόρυφη άνοδος του κόστους διαβίωσης, θέματα που αποτελούν άλλωστε τον πολιορκητικό κριό της αντιπολίτευσης στη μάχη των εκλογών.
Η επόμενη μέρα
Η χώρα συνεχίζει να ζει στα «απόνερα» των μνημονίων. Για την κοινή γνώμη, προτεραιότητες της επόμενης κυβέρνησης πρέπει να είναι η αύξηση των μισθών και των συντάξεων, η μείωση των φόρων, η βελτίωση των εθνικών συστημάτων υγείας και παιδείας, η στήριξη των νέων, η δημιουργία θέσεων εργασίας, σε επίπεδο που κατά το παρελθόν ευνόησαν την κοινωνική κινητικότητα και ανεστάλησαν βίαια τη δεκαετία 2010-2020. Η ενίσχυση της παραγωγικότητας, η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, ο εκσυγχρονισμός και ο εξορθολογισμός του κράτους συγκεντρώνουν, αντίθετα, μειοψηφικά ποσοστά ως κυβερνητικές προτεραιότητες αφού φαίνεται να μεταθέτουν στο αόριστο μέλλον το χειροπιαστό όφελος του πολίτη. Υπό αυτό το πρίσμα, η διακυβέρνηση 2019-2023 έχει διαμορφώσει εν πολλοίς τα κριτήρια της σημερινής ψήφου: συνέχιση των παροχών και αποκατάσταση των συνεπειών των μνημονίων.
Η διασφάλιση των ελάχιστων κεκτημένων, αλλά και η διασφάλιση της σταθερότητας της χώρας, φαίνεται να είναι κυρίαρχες τάσεις σε αυτές τις εκλογές. Ειδικότερα ως προς τη σταθερότητα της χώρας, οι τρέχουσες ασκούμενες πολιτικές στην οικονομία, στα εθνικά θέματα, στην άμυνα, αλλά και στο μεταναστευτικό έχουν ενσωματωθεί στην εθνική υψηλή πολιτική και τυγχάνουν αξιοσημείωτης αποδοχής. Αυτό μπορεί να δυσχεραίνει σήμερα το έργο της αντιπολίτευσης αλλά δεν περιορίζει την έντονη αμφισβήτηση προς το σύνολο του πολιτικού συστήματος από ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
Αλέξης Ρουτζούνης Διευθυντής ερευνών Κάπα Research