Τούς έβλεπα στον  πάγκο, οι παλιοί ν’ αγωνιούν.

Στην περιοχή, οι άλλοι, μ’ όλη την δόξα των γκρο-πλαν, του σλόου- μόσιον που τους  έδειχνε  για, δευτερόλεπτα, ανήμερα θηρία.

Θηράματα  ίσως  ενός αδιέξοδου παγκόσμιου κοινού, ή κυνηγούς του.

Κι’ ύστερα, αγκαλιασμένοι -αυτός ο πολύχρωμος, ανθρώπινος σωρός που  κρύβει μέσα του συμβόλαια και χρήμα.