Οταν στις 13 Μαρτίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη για να συναντηθεί με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η ατμόσφαιρα μέσα στην κατοικία Vahdettin Kosku στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, όπου ο τούρκος πρόεδρος υποδέχθηκε τον έλληνα πρωθυπουργό, έμοιαζε θερμή. Ωστόσο, ο παγωμένος καιρός που είχε χτυπήσει εκείνες τις ημέρες την πόλη ταίριαζε καλύτερα στο επίπεδο των ελληνουρκικών σχέσεων.

Τις τελευταίες 10 ημέρες, μετά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, ο κ. Ερντογάν έχει επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου, ίσως και πέραν των ορίων της προσβολής, προσωπική επίθεση εναντίον του κ. Μητσοτάκη, κατηγορώντας τον ότι αθέτησε τη «συμφωνία» που έκαναν για μη ανάμειξη τρίτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οπως όμως είναι σε θέση να γνωρίζει «Το Βήμα», ο κ. Μητσοτάκης έθεσε έναν όρο στον τούρκο συνομιλητή του, τον οποίο εκείνος φαίνεται να αγνοεί.

Η ρητορική και οι υπερπτήσεις

Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες, ότι εφόσον συνεχιστεί η ρητορική περί ελληνικής «κυριαρχίας υπό όρους» στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα, καθώς και οι υπερπτήσεις, τότε θα είναι μάλλον αδύνατο να υπάρξουν θετικές εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, όπως μια «θετική ατζέντα», συζητήσεις σε επίπεδο ΜΟΕ, πολιτικών διαβουλεύσεων των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, πόσω μάλλον μία σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας που ποτέ δεν συμφωνήθηκε κατηγορηματικά αλλά υπήρχε ως σενάριο.

Ο κ. Ερντογάν και οι στενοί συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων ο υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ, φαίνεται ότι δεν έδωσαν σημασία στον όρο που έθεσε ο Πρωθυπουργός. Αλλωστε ο κ. Ακάρ δεν έπαυσε ποτέ τις «επιθετικές» δηλώσεις ακόμα και μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών, ενώ το μπαράζ υπερπτήσεων (42 σε μία μόνο ημέρα, στις 27 Απριλίου, πάνω από κατοικημένα νησιά όπως η Ρόδος, η Σάμος, η Κως, η Λέρος, η Σύμη, η Χάλκη και το Καστελλόριζο, ενώ ακόμα και την περασμένη Παρασκευή καταγράφονταν υπερπτήσεις από τουρκικά UAVs) δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, όπως και η είσοδος τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών σε απόσταση 2,5 ναυτικών μιλίων από την Αλεξανδρούπολη. Οι αναφορές του Πρωθυπουργού σε όλα τα παραπάνω, αλλά επίσης στην υπόθεση της παραχώρησης F-16 στην Τουρκία κατά τις συναντήσεις του στον Λευκό Οίκο και στο Κογκρέσο, κρίθηκαν από την τουρκική ηγεσία απαράδεκτες, με αποτέλεσμα τον νέο ορυμαγδό δηλώσεων.

Ως… μπροστάρης εμφανίζεται πλέον ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, με αιχμή την υπόθεση της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Στο «παιχνίδι» έχουν επανέλθει δυναμικά και πρόσωπα με άμεση σχέση με την προώθηση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», όπως ο αποστρατευθείς υποναύαρχος Τζιχάτ Γιαϊτσί, ενώ τη στήριξη των τουρκικών θέσεων προωθούν, πολύ πιο… ελκυστικά, άνθρωποι όπως ο Μπουρχανεντίν Ντουράν (διατηρεί στήλη γνώμης στην εφημερίδα «Sabah»), στενός σύμβουλος του προέδρου Ερντογάν και γενικός συντονιστής της (προσκείμενης στο ΑΚΡ) δεξαμενής σκέψης SETA.

Η ελληνοτουρκική λεκτική αντιπαράθεση έχει πάντως ανησυχήσει την Ουάσιγκτον. Οπως πληροφορείται «Το Βήμα», ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν ζήτησε από τον εξ απορρήτων σύμβουλο του κ. Ερντογάν, τον Ιμπραχίμ Καλίν, στην τελευταία τηλεφωνική συνομιλία του να σταματήσει αυτή η ρητορική.

Η εμμονή με την αποστρατιωτικοποίηση

Υπάρχει πάντως άλλη μία διάσταση που πρέπει να επισημανθεί. Σχεδόν έναν μήνα μετά την προηγούμενη συνάντηση των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες (14 Ιουνίου 2021), ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Εθνη Φεριντούν Σινιρλίογλου κατέθεσε (13 Ιουλίου 2021) την πρώτη εκ των δύο επιστολών του προς τον Γενικό Γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες συνδέοντας την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα (άρα και τις διεκδικήσεις της Αθήνας σε θαλάσσιες ζώνες) με τις προβλέψεις της αποστρατιωτικοποίησης των Συνθηκών Λωζάνης (1923) και Παρισίων (1947).

Μετά την πρώτη απάντηση της Αθήνας, ο κ. Σινιρλίογλου επανήλθε με δεύτερη επιστολή (30 Σεπτεμβρίου 2021), η οποία, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του «Βήματος», κρίθηκε υπερβολική ακόμα και από στελέχη του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών – παραδοχή που έκαναν σε έλληνες συναδέλφους τους! Η νεότερη (αν και κατατεθείσα με σχετική καθυστέρηση) επιστολή-απάντηση της μονίμου αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, πρέσβεως Μαρίας Θεοφίλη, την οποία αποκάλυψε «Το Βήμα», ήταν το συνδυαστικό αποτέλεσμα της εργασίας τόσο του υπουργείου Εξωτερικών όσο και νομικών γραφείων από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.

Σύμφωνα πάντως με μια γραμμή πληροφόρησης, η τουρκική πλευρά ζητεί επίμονα από την Αθήνα να άρει τις επιφυλάξεις που έχει καταθέσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με θέματα κυριαρχίας και αποστρατιωτικοποίησης με σκοπό τη σύνταξη συνυποσχετικού.

Η Αθήνα πάντως δεν αρκείται μόνο στη διεθνοποίηση του ζητήματος των ευρύτερων τουρκικών διεκδικήσεων μέσω του «πακέτου» των 16 χαρτών που συνέταξε το υπουργείο Εξωτερικών με τη βοήθεια της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού (δύο εξ αυτών παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα»). Ο γενικός γραμματέας, πρέσβης Θεμιστοκλής Δεμίρης απέστειλε πρόσφατα, όπως πληροφορούμαστε, σε πρεσβείες και Μόνιμες Αντιπροσωπείες της Ελλάδας στο εξωτερικό και δεύτερο έγγραφο, συνοδευόμενο από χάρτες, με τον τίτλο «Η τουρκική εκστρατεία για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου: Παραπληροφόρηση έναντι γεγονότων». Ο σκοπός του εγγράφου είναι να αποδομηθεί το τουρκικό επιχείρημα περί «κυριαρχίας υπό όρους» και δομείται σε δύο πυλώνες.

Οι τρεις διακριτές περιπτώσεις

Ο πρώτος είναι να γίνει μια διάκριση μεταξύ των διαφορετικών προβλέψεων των διαφόρων συνθηκών και συμβάσεων που περιείχαν προβλέψεις περί αποστρατιωτικοποίησης. Είναι σαφές ότι υπάρχουν τρεις διακριτές περιπτώσεις. Η πρώτη από αυτές αφορά τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, τα οποία με τη Σύμβαση της Λωζάνης του 1923 (διακριτό κείμενο από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης) «Περί του Καθεστώτος των Στενών» υπάγονταν σε ολική αποστρατιωτικοποίηση. Ωστόσο, αυτές οι προβλέψεις αντικαταστάθηκαν στην ολότητά τους από τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936 για τα Στενά, παρά την επιμονή της Αγκυρας να πείσει για το αντίθετο. Σημειώνεται δε ότι η Αγκυρα είχε ζητήσει τη συμπαράσταση της Αθήνας για την επαναστρατιωτικοποίηση των Στενών, ενώ ακόμα και της περίφημης ρητής δήλωσης του τότε υπουργού Εξωτερικών Ρουσδή Αράς (για Λήμνο και Σαμοθράκη) στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση (31/6/1936) είχε προηγηθεί ανταλλαγή τηλεγραφημάτων και προσυνεννόηση των δύο αρμόδιων υπουργείων.

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη κατηγορία που αφορά τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, το πρόσφατο έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών ξεκαθαρίζει ότι συγκεκριμένα άρθρα της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης (6, 12, 15, 16) είναι σαφή ως προς την πλήρη παραίτηση της Τουρκίας έναντι οποιουδήποτε δικαιώματος επί των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ στη συνθήκη δεν υπάρχει «καμία γενική πρόβλεψη περί αποστρατιωτικοποίησης». Και πράγματι, στο άρθρο 13, η Συνθήκη περιγράφει μια μερική αποστρατιωτικοποίηση, που δεν απαγορεύει π.χ. στην Ελλάδα την εκτέλεση στρατιωτικών έργων (η αναφορά είναι μόνο σε οχυρωματικά), δεν εμποδίζεται η κατασκευή βάσης του Στρατού Ξηράς ή της Πολεμικής Αεροπορίας και ρητή αναφορά υπάρχει μόνο σε ναυτική βάση, ενώ παρέχεται αναμφισβήτητα το δικαίωμα διατήρησης ορισμένων στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά χωρίς ρητή αναφορά στον αριθμό τους – προφανώς ώστε η Ελλάδα να μπορεί να διασφαλίζει την άμυνα των νησιών. Με δεδομένο ότι στις ακτές της Μικράς Ασίας η Τουρκία έχει αναπτύξει μια στρατιωτική δύναμη 22.000 ανδρών (με ισχυρή αποβατική δυνατότητα) και το 60% των επιθετικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας (αλλά και UAVs) εντοπίζεται σε βάσεις κοντά στα παράλια (Μπαλίκεσιρ, Ντάλαμαν, Τσανάκαλε), οι σχετικές προβλέψεις έχουν σαφή λογική.

Το δε ζήτημα των Δωδεκανήσων, περιοχή στην οποία η Αγκυρα έχει εδώ και χρόνια αναπτύξει τη «θεωρία των γκρίζων ζωνών», πέραν της επιμονής της τότε ΕΣΣΔ να αποστρατιωτικοποιηθούν (αφού πρώτα φερόταν να επιθυμούσε την παραχώρησή τους στην Τουρκία), οι σχετικές προβλέψεις της Συνθήκης των Παρισίων έχασαν τον λόγο ύπαρξής τους λίγα χρόνια αργότερα με την ίδρυση του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Επίσης, άλλες περιοχές που αναφέρονταν στην ίδια Συνθήκη (π.χ. τα ιταλικά νησιά Παντελαρία, Λαμπεντούζα, Λαμπιόνε και Λινόζα) επαναστρατιωτικοποιήθηκαν εδώ και δεκαετίες.

Πάντως, ήδη από τη δεκαετία του 1960 και λόγω του Κυπριακού, η Αγκυρα είχε αρχίσει να ανασύρει το «χαρτί της αποστρατιωτικοποίησης». Υπενθυμίζεται σχετικά ότι επί χούντας, και συγκεκριμένα στις διμερείς συνομιλίες Αθηνών (12-15 Μαρτίου 1968) και Αγκυρας (15-27 Απριλίου 1968), ο τούρκος αντιπρόσωπος μεταξύ άλλων διαμαρτυρήθηκε ότι η Ελλάδα παραβιάζει τη Σύμβαση της Λωζάνης υποστηρίζοντας ότι το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης έχει καταργηθεί μόνο για τα Στενά με τη Συνθήκη του Μοντρέ του 1936 ενώ εξακολουθεί να ισχύει για τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Το ίδιο περιεχόμενο σχετικά με το καθεστώς των νησιών είχαν και δύο μνημόνια που είχαν επιδοθεί στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών στις 10 Μαΐου 1969 και στις 20 Ιουνίου 1970.

Οι ελληνικές ανησυχίες για «θερμό καλοκαίρι»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιθετική ρητορική εκ μέρους της Τουρκίας σε σχέση με την αποστρατιωτικοποίηση (και όχι μόνο) έχει προκαλέσει συναγερμό σε Μέγαρο Μαξίμου, υπουργείο Εξωτερικών και υπουργείο Εθνικής Αμυνας. «Οδηγός» της στάσης που τηρείται είναι εκείνης του θέρους του 2020, με αρμόδιους επιτελείς του Πενταγώνου να διαβεβαιώνουν ότι η ελληνική πλευρά είναι έτοιμη διά παν ενδεχόμενο. Αυτό που καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο σύνθετη όμως είναι ότι η επιθετικότητα κατά της Ελλάδας διατρέχει οριζόντια το πολιτικό φάσμα, όπως απέδειξε η «προτροπή» του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, να προχωρήσει στην ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά. Η πλειοδοσία Κιλιτσντάρογλου δείχνει ότι η πολιτική ζωή της Τουρκίας έχει εγκλωβιστεί πλήρως στον ακραίο εθνικισμό που προωθεί το δίδυμο Ταγίπ Ερντογάν – Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι η Αγκυρα διαθέτει μία σειρά από επιλογές στις οποίες θα μπορούσε να προσφύγει για να προκαλέσει νέα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις – και αυτές ανεξαρτήτως του τι σχεδιάζει να κάνει στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Το πρώτο από τα άσχημα σενάρια είναι, σύμφωνα με διπλωματικές και στρατιωτικές πηγές, μία κίνηση εντός της περιοχής του τουρκολιβυκού Μνημονίου νοτίως της Κρήτης. Με δεδομένο ότι η Αγκυρα εξακολουθεί να διατηρεί σχέσεις με διάφορες πλευρές στη Λιβύη (ουσιαστικά και με τις δύο ανταγωνιζόμενες κυβερνήσεις των Ντμπέιμπα και Μπασάγκα), θα μπορούσε να πιέσει για την «εφαρμογή» του Μνημονίου με την προκήρυξη οικοπέδων και στη συνέχεια την αποστολή ερευνητικού σκάφους.
Ενα άλλο σενάριο, εξίσου προβληματικό, θα ήταν η επίσημη προκήρυξη νέων οικοπέδων για έρευνες υδρογονανθράκων κοντά στα Δωδεκάνησα και στην Κρήτη. Υπενθυμίζεται ότι στις 30 Μαΐου 2020 η Αγκυρα δημοσίευσε στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα αιτήματα της Τουρκικής Κρατικής Εταιρείας Πετρελαίου (ΤΡΑΟ) για άδειες σε περιοχές που βρίσκονται εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και εφάπτονται ουσιαστικά με τα ελληνικά χωρικά ύδατα των 6 ν.μ. νότια και νοτιοανατολικά της Ρόδου, νότια της Καρπάθου και της Κάσου, όσο και νοτιοανατολικά της Κρήτης. Η χορήγηση των αδειών εκκρεμεί.