Την αντικειμενική δυσκολία κατανόησης της ανάγκης να υιοθετήσουν οι πληθυσμοί ευρωπαϊκών χωρών μια σύσταση από τον χώρο της Επιστήμης, όπως είναι η προτροπή – και σε ορισμένες περιπτώσεις η υποχρεωτικότητα – για εμβολιασμό, ως μοναδικό όπλο απέναντι σε μια φονική πανδημία που σαρώνει τον πλανήτη, αναδεικνύουν οι πίνακες του ECDC με τα ποσοστά πλήρως εμβολιασμένων επί του συνολικού πληθυσμού σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής έρευνας του Προγράμματος PISA που διεξάγεται υπό τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ μεταξύ μαθητών από τις συμμετέχουσες στην έρευνα χώρες.

Τη συγκεκριμένη παρατήρηση έφερε πρόσφατα στον δημόσιο διάλογο η Αννα Διαμαντοπούλου, στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη με θέμα «Ο καθολικός εμβολιασμός ως προϋπόθεση για τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας – Τι δέον γενέσθαι».

«Σύμφωνα με τη Statista οι επιδόσεις των χωρών στο πρόγραμμα PISA για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι αντιστρόφως ανάλογες με τον αριθμό των ανεμβολίαστων. Χαμηλή αξιολόγηση στο εκπαιδευτικό σύστημα, υψηλός αριθμός ανεμβολίαστων» σημείωσε κατά την εισαγωγική της ομιλία η πρόεδρος του Δικτύου, Αννα Διαμαντοπούλου, σε μια προσπάθεια να εντοπιστούν, για αρχή, τα αίτια που οδηγούν σε εθνικό αδιέξοδο το εμβολιαστικό πρόγραμμα, την Επιχείρηση «Ελευθερία», ώστε στη συνέχεια να βρεθεί και η αρμόζουσα λύση στο πρόβλημα που δεν είναι μόνο ελληνικό.

Αφορά όλες τις χώρες που έχουν χαμηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης – και άρα ανοσίας -, γεγονός που, σύμφωνα με τους ειδικούς, οδηγεί τα εθνικά συστήματα υγείας σε κατάρρευση και τα καθημερινά ποσοστά θνητότητας στα ύψη. Οπως σημειώνει και η Αννα Διαμαντοπούλου στο σημερινό της άρθρο στα «ΝΕΑ»: «Δεν είναι ζήτημα δημοκρατίας, ανάπτυξης, κοινωνικής ειρήνης και ισότητας, είναι κάτι πάνω απ’ όλα αυτά: Είναι θέμα ζωής ή θανάτου».

Τα Μαθηματικά

Πράγματι, μελετώντας τα δύο διαγράμματα, την τελευταία έκθεση (11/11) του ECDC ως προς τα ποσοστά των κρατών σε πλήρως εμβολιασμένους πολίτες και τα αποτελέσματα του PISA (2018) ως προς τις επιδόσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων μεταξύ των χωρών που λαμβάνουν μέρος στην εκπαιδευτική έρευνα, διαφαίνεται πως, για παράδειγμα, όσοι σκοράρουν χαμηλά στα Μαθηματικά, όπως η Ελλάδα, βρίσκονται ταυτόχρονα και στις τελευταίες θέσεις ως προς την εμβολιαστική κάλυψη των πολιτών τους.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον πίνακα του ECDC, από τις 20 χώρες που βρίσκονται κάτω από το 70% σε πλήρως εμβολιασμένους στο σύνολο του πληθυσμού, οι 17 ανήκουν στις χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις στην εν λόγω έρευνα του PISA που αφορά εκτός από τα Μαθηματικά και τις γνώσεις σε ανάγνωση και φυσικές επιστήμες. Πρόκειται για τις εξής χώρες: Ολλανδία, Σλοβενία, Λετονία, Σουηδία, Τσεχία, Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία, Σλοβακία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Κροατία, Ελλάδα, Κύπρο, Βουλγαρία και Ρουμανία.

Η συγκεκριμένη γεωγραφική σύμπτωση στα ευρήματα των δύο ερευνών ίσως εξηγεί, εν μέρει, τις αντιστάσεις που εμφανίζουν συγκεκριμένοι πληθυσμοί χωρών στα εμβολιαστικά προγράμματα και σίγουρα θα πρέπει να προβληματίσει τους ηγέτες κρατών συνολικά, καθώς μοιάζει πλέον να αποδεικνύεται πως κυβερνήσεις που δεν επενδύουν στην Παιδεία, αργά ή γρήγορα, το βρίσκουν μπροστά τους.

Και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο, εν μέσω κρίσεων όπως η υγειονομική τώρα με την πανδημία ή προ δεκαετίας η οικονομική,  όταν δηλαδή η συνεργασία πολιτών-Πολιτείας είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την ύπαρξη και ευημερία του κράτους όσο και για την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Τώρα, για όποιον δεν συμπαθεί τα διαγράμματα, η λαϊκή σοφία το έχει συνοψίσει σε τέσσερις λέξεις: «Ο,τι σπείρεις, θα θερίσεις».