Στα τέλη του 2019 (πριν την έκρηξη της πανδημίας), η ΕΕ αποφάσισε να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα σχετικά με την απόφασή της (και την αποφασιστικότητά της) να συμβάλει καταλυτικά, να παίξει ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Ετσι, συμφωνήθηκε και ανακοινώθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης να φτάσει στην «κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050». Με τυμπανοκρουσίες και παράτες, αποκτήσαμε τη «Νέα Πράσινη Συμφωνία» (Green New Deal). Ενα βήμα στη σωστή κατεύθυνση και ένα ισχυρό μήνυμα προς τη διεθνή κοινότητα (θυμίζω ότι ζούσαμε εποχές Τραμπ ακόμα) παρά τα σημαντικά παραθυράκια (εξαίρεση της Πολωνίας από οποιαδήποτε σχετική δέσμευση, κλείσιμο το μάτι στα πυρηνικά κατόπιν σχετικών πιέσεων από την Τσεχία…).

Και μετά ενέσκηψε η πανδημία. Μετά τον αρχικό πανικό και τις ιστορίες συνωμοσίας (είπαμε, εποχή Τραμπ), άρχισαν να αναγνωρίζονται οι ισχυρές σχέσεις και συνδέσεις ανάμεσα στον τρόπο που εξελίσσεται η ανάπτυξη (πάντα σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος), στην κατάρρευση της βιοποικιλότητας, στην κλιματική κρίση, στην ανθρώπινη υγεία και στην οικονομία. Αρχισε να εμφανίζεται ο όρος «πλανητική υγεία» για να περιγράψει την ανάγκη παράλληλης προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του φυσικού περιβάλλοντος ως εντελώς αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα συστήματα.

Μεσούσης της πανδημίας, ξεκίνησαν οι συζητήσεις για το Σχέδιο Ανάκαμψης από τις αναμενόμενες επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία. Οπως μάθαμε στη διάρκεια της πανδημίας, η οικονομική ανάκαμψη οφείλει να είναι και δίκαιη (να συμπεριλαμβάνει την κοινωνία, να μην αφήνει κάποιους συμπολίτες μας πίσω ή απ’ έξω) και πράσινη (να συνδράμει στην έγκαιρη αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και στην προστασία της βιοποικιλότητας, σε αντίθεση με το ισχύον αναπτυξιακό μοντέλο). Μπήκαν στο τραπέζι σημαντικά ποσά (δάνειο από την επόμενη γενιά), ακούστηκαν νέες βαρύγδουπες δηλώσεις, ακολούθησαν εθνικά σχέδια για την πολυπόθητη ανάκαμψη (που ακόμα ελπίζουμε ότι θα είναι δίκαιη και πράσινη, αντί απλώς να ενισχύσει τις διαδικασίες που μας έφεραν ως εδώ).

Για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η επιστήμη μας έχει θέσει με σαφήνεια ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα, το οποίο απαιτεί μειώσεις των ανθρωπογενών εκπομπών των Αερίων του Θερμοκηπίου κατά 7,6% ετησίως από τώρα μέχρι το 2030, με απώτερο σκοπό την εκμηδένισή τους πριν το 2050 (ιδανικά, το 2040). Ειδάλλως χάνουμε κάθε ελπίδα συγκράτησης της πλανητικής θερμοκρασίας κοντά στο πιο «βιώσιμο» +1,5°C και παραδινόμαστε στο έλεος της ανατροφοδοτούμενης υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Τόσο ο κλιματικός νόμος της Ευρώπης με τον στόχο για μηδενικό άνθρακα ως το 2050, όσο η εκλογή Μπάιντεν στις ΗΠΑ και η άμεση λήψη σχετικών πρωτοβουλιών και δεσμεύσεων, αλλά και οι σχετικές εξαγγελίες του κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ για απανθρακοποίηση της κινεζικής οικονομίας ως το 2060, έδωσαν νέα πνοή στην παγκόσμια προσπάθεια για γρήγορη απανθρακοποίηση. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα κορυφωθούν στην πολυαναμενόμενη Σύνοδο Κορυφής για το Κλίμα της UNFCCC, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο τέλος της χρονιάς στη Γλασκώβη. Είναι θετικό ότι αναπτύσσεται μία διεθνής οριζόντια δυναμική, ευθυγραμμισμένη με τις απαιτήσεις της επιστήμης. Ακόμα και ο συντηρητικός Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, με το γνωστό ιστορικό εντυπωσιακά άστοχων προβλέψεων για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, πλέον δημοσίευσε το δικό του σενάριο για μία παγκόσμια οικονομία μηδενικών εκπομπών ως το 2050.

Ειδικότερα για την Ελλάδα, με δεδομένη την κρισιμότητα της εποχής και το διακύβευμα – οικονομικό, αναπτυξιακό, περιβαλλοντικό, κοινωνικό – ο ενεργειακός σχεδιασμός θα πρέπει να κάνει δύο τολμηρές τομές σε σχέση με το παρελθόν.

Η πρώτη αφορά στις νέες επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα οι οποίες θα πρέπει άμεσα να αναθεωρηθούν. Σχέδια για εξορύξεις υδρογονανθράκων, νέες υποδομές και μονάδες ηλεκτροπαραγωγής για ορυκτό αέριο αλλά και επέκταση των διασυνδέσεων ορυκτού αερίου για θέρμανση σε εκατοντάδες χιλιάδες κτίρια, απειλούν να εκτροχιάσουν τη γρήγορη και αποδοτική πορεία της Ελλάδας προς μία οικονομία μηδενικού άνθρακα. Οδηγούν σε νέα παράλογα και πανάκριβα επενδυτικά αδιέξοδα. Το μνημειώδες λάθος της κατασκευής της Πτολεμαΐδας 5 είναι υπενθύμιση του πόσο μπορεί να κοστίσουν στην οικονομία, στις τοπικές κοινότητες και στους καταναλωτές στρατηγικές αποφάσεις που αγνοούν τις παγκόσμιες ενεργειακές και τεχνολογικές εξελίξεις.

Η δεύτερη αφορά στη διαχρονική αδιαφορία για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σε κτίρια, μεταφορές και βιομηχανία. Παρά τις εξαγγελίες και διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, η χώρα μας συνεχίζει να ρίχνει το βάρος μονοδιάστατα στην αύξηση των επενδύσεων σε ΑΠΕ. Ολες οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία εστιάζουν σε επιδοτήσεις κατανάλωσης και όχι σε κίνητρα για βελτίωση της αποδοτικότητας των βιομηχανικών διεργασιών. Το μείζον ζήτημα των ενεργειακά ακατάλληλων κτιρίων δεν λύνεται με αποσπασματικά προγράμματα επιδότησης κεφαλαίου, όπως είναι το Εξοικονομώ (τόσο το προηγούμενο όσο και το νέο). Απαιτείται στρατηγικό πλάνο και κεντρικός κυβερνητικός σχεδιασμός καθώς και ολοκληρωμένο πλαίσιο οριζόντιων κινήτρων, αιχμή του οποίου θα πρέπει να είναι οι φοροεπιστροφές.

Η Green New Deal, εκτός των ριζικών αλλαγών στον τομέα της ενέργειας, περιλαμβάνει και μία σειρά ριζικών αλλαγών και σημαντικών παρεμβάσεων στον τομέα των μεταφορών, της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της διατροφής, των πλαστικών μίας χρήσης κ.ο.κ. Οι αλλαγές αυτές, πέραν της απανθρακοποίησης, περιλαμβάνουν και δράσεις που αφορούν καταναλωτικές μας συνήθειες (λιγότερο κρέας, εποχικά φρούτα και λαχανικά, τοπική παραγωγή, περπάτημα, ποδήλατο – μέσα συλλογικής μεταφοράς αντί ΙΧ, ακόμα και αν είναι ηλεκτρικό κ.ο.κ.), με τις οποίες δεν έχει ασχοληθεί ακόμα η κυβέρνηση και εκεί πρέπει να ρίξουμε το βάρος μας, μιας και οι αλλαγές εκεί θα είναι πιο δύσκολες και πιο απότομες. Εφόσον συνεχίζουμε να προσπαθούμε να πετύχουμε περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στους +1,5°C. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορούμε να καθίσουμε στο πλάι, παρατηρητές, να δείχνουμε με το δάχτυλο τους «άλλους» που πρέπει να αναλάβουν δράση (ΗΠΑ, Κίνα, πλούσιος Βορράς κ.ο.κ.) σαν να είμαστε επιβάτες σε αυτόν τον πλανήτη και όχι πλήρωμα!

ΥΓ.: Συχνά γίνονται συγκρίσεις μεταξύ των δεσμεύσεων ΕΕ, ΗΠΑ, Κίνας. Σπάνια γίνονται συγκρίσεις της αποτελεσματικότητας των αντιστοίχων δράσεων. Σε κάθε περίπτωση, όλες οι ανωτέρω δεσμεύσεις υπολείπονται των ελάχιστων στόχων που θέτει η επιστήμη με σκοπό να αποφύγουμε τις πλέον καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Ελπίζουμε αυτό να ανατραπεί στη Σύνοδο Κορυφής για το Κλίμα στη Γλασκώβη.

Ο κ. Νίκος Χαραλαμπίδης είναι διευθυντής της Greenpeace.