Η κατάσταση της πανδημίας φέρνει στην επιφάνεια όψεις διακινδύνευσης που θα έχει η κλιματική αλλαγή στην ανθρώπινη ζωή. Για αυτό και η δέσμευση στη δράση για το κλίμα πρέπει να γίνει συγχρόνως με την προσπάθεια ανάκαμψης από τον κορωνοϊό. Ωστόσο οι κλιματικές πολιτικές μέχρι σήμερα αδυνατούν να φέρουν απτά αποτελέσματα, θυμίζοντας περισσότερο μια «σισύφεια» περιπέτεια.

Ειδικότερα, στο τέλος του 2020, οι παγκόσμιες εκπομπές ήταν αυξημένες κατά 60% σε σχέση με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την κλιματική αλλαγή το 1990. Μάλιστα, πέρυσι, ακόμα και με τα ακραία μέτρα εγκλεισμού και παύσης των βασικών τομέων της παγκόσμιας οικονομίας για μήνες, συνεχίστηκε η παραγωγή περισσότερων εκπομπών από όσες αντέχει ο πλανήτης. Και αυτό γιατί η συνολική πτώση το 2020 προσέγγισε το 6% σε σχέση με το 2019, που ήταν χρονιά-ρεκόρ εκπομπών από καταβολής μετρήσεων. Ενώ για να τηρηθεί η συμφωνία του Παρισιού πρέπει να επιτυγχάνεται ετήσια μείωση της τάξης του 7,5%.

Για να αντιληφθεί κανείς ακόμα καλύτερα πόσο «συστημικό» είναι το πρόβλημα, παρατίθενται δύο ακόμα στοιχεία. Συγκεκριμένα, στις αρχές του Απριλίου 2020, που είχαμε την κορύφωση των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εκπομπές ήταν μειωμένες μόλις κατά 17% σε σχέση με τον Απρίλιο 2019. Ενώ, τον Δεκέμβριο του 2020 οι παγκόσμιες εκπομπές είχαν ήδη προσεγγίσει τις αντίστοιχες του 2019.

Υπάρχει μάλιστα ο φόβος η επικείμενη ανάκαμψη (φέτος και κυρίως τα αμέσως επόμενα χρόνια) να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των εκπομπών, τρομοκρατώντας τους επιστήμονες για τις καταστροφικές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης στη ζωή του πλανήτη.

Κι ενώ γνωρίζουμε πως μόνο η επίτευξη και διατήρηση μηδενικών εκπομπών μπορεί να σταθεροποιήσει την κλιματική αλλαγή, το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπεται ακόμα και σήμερα παραμένει θολό. Αντί να συζητάμε για το πώς θα μηδενίσουμε τις εκπομπές, συζητάμε για «ουδετερότητα», δηλαδή για το πώς θα τις «αντισταθμίσουμε». Επιτρέπουμε με αυτόν τον τρόπο ρυπογόνες δραστηριότητες και μετά προσπαθούμε να ισοσκελίσουμε το αποτύπωμά τους με άλλες «καθαρές» δραστηριότητες, εξαιρετικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας.

Αυτή η ιδέα της κλιματικής ουδετερότητας οδήγησε σε μία σειρά από νέους, αντιφατικούς όρους, όπως «καθαρό diesel», «καθαρός άνθρακας», και σε νέες τεχνολογίες, όπως «δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα» και «μπλε υδρογόνου», που τελικά αυξάνουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Για να μηδενιστούν σε απόλυτους αριθμούς οι εκπομπές, πρέπει να μηδενιστεί σε απόλυτους αριθμούς η χρήση ορυκτών καυσίμων. Καθετί διαφορετικό οδηγεί σε πράσινη εξαπάτηση («green washing»).

Η διαπίστωση αυτή όμως οδηγεί σε μία άλλη συνειδητοποίηση.

Πως η ίδια η μετάβαση δεν είναι μια «ουδέτερη» επιλογή. Απαιτεί συνολική ανακατεύθυνση της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Δυστυχώς, η κυρίαρχη τάση στην κλιματική πολιτική βασίζεται εν πολλοίς σε έναν αποστειρωμένο τεχνοκρατικό λόγο, που επικεντρώνεται στον ενεργειακό εφοδιασμό. Ετσι, η κλιματική αλλαγή παρουσιάζεται ως ένα απομονωμένο, διακριτό, επιστημονικό πρόβλημα, που επιζητεί μια ενεργειακή τεχνολογική λύση. Αυτός ο ιδιότυπος «κλιματικός απομονωτισμός» δεν καθιστά αντιληπτή την ανάγκη προώθησης μετασχηματισμών σε όλο το εύρος της ανθρώπινης δραστηριότητας και στις σχετιζόμενες κοινωνικές και οικονομικές πτυχές της.

Ας δει κανείς τι συμβαίνει σήμερα στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Βρίσκεται σε εξέλιξη η διαβούλευση των νέων ευρωπαϊκών στόχων του 2030, που θα αφορούν σε μείωση ρύπων πολύ μεγαλύτερη από το 40%, σε σχέση με το 1990, που είχε τεθεί έως τώρα (μπορεί να ξεπεράσει το 55%).

Η σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις επιπτώσεις των στόχων αυτών αναφέρει κάτι πολύ κρίσιμο, το οποίο (σκοπίμως;) απουσιάζει από τη δημόσια συζήτηση. Καταδεικνύει πως μια νέα αύξηση, αν δεν μελετηθεί και σχεδιαστεί σωστά, μέσα από τη συμμετοχή όλων των τομέων της οικονομίας και των ίδιων των πολιτών, θα εντείνει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εργασία. Δυστυχώς, τόσο η διαβούλευση όσο και οι επιμέρους αναλύσεις δεν εστιάζουν εκεί. Αντίθετα, παρουσιάζουν τεχνολογικές και πολιτικές ουτοπίες, αποσιωπώντας τις επιτακτικές ανάγκες του σήμερα και τις απαραίτητες διευρύνσεις σε τομείς-«κλειδιά», όπως της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της διατροφής. Η διατροφική αλυσίδα για παράδειγμα είναι υπεύθυνη για το 1/3 των παγκόσμιων εκπομπών.

Το ίδιο πράττουν και οι εθνικές κυβερνήσεις, όπως και η δική μας. Είναι κατά βάση μονοθεματικές, περιχαρακωμένες στην ηλεκτρική ενέργεια και στην απολιγνιτοποίηση, χωρίς να δίνεται η απαραίτητη προσοχή σε άλλους κομβικούς τομείς, όπως είναι ο πρωτογενής τομέας για τη χώρα μας. Ο οποίος δέχεται μεγάλη πίεση, λόγω της κλιματικής αλλαγής, και χρήζει άμεσης στήριξης για να αποτελέσει πυλώνα ενός κλιματικά προστατευτικού μοντέλου ανάπτυξης.

Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι η τελευταία ευκαιρία, ώστε η απαραίτητη μετάβαση να υποστηριχθεί συνολικά και να μη δημιουργήσει νέους νικητές και ηττημένους. Θα αναλάβουν την ευθύνη οι κυβερνήσεις να αξιοποιήσουν τα χρήματα αυτά για να επεκτείνουν και να εμβαθύνουν τις απαραίτητες αλλαγές με δίκαιο τρόπο; Ή θα μετατρέψουν το Ταμείο αυτό σε εργαλείο «fast track» χρηματοδοτήσεων πάσης φύσεως δραστηριοτήτων «κλιματικής ουδετερότητας»;

Θα μοιάζει τότε με αυτοεκπληρούμενη προφητεία, οδηγώντας σε κλιματικό χάος, με τις ανισότητες να διευρύνονται και την επιβίωση των περισσότερο αδυνάμων να τίθεται σε κίνδυνο.

*Ο κ. Χάρης Δούκας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.