Για ένα μεγάλο διάστημα σε σχέση με τον εμβολιασμό για την COVID-19 ήταν ως εάν οι μεγάλες δυτικές χώρες να έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου να αποθηκεύσουν όσο το δυνατόν περισσότερες δόσεις εμβολίων και να πετύχουν όσο πιο γρήγορα γίνεται το υψηλότερο ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού τους.

Μετά, όμως, ήρθε η συνειδητοποίηση ότι αυτό δεν ήταν ακριβώς η καλύτερη στρατηγική θωράκισης. Με το βλέμμα να στρέφεται προς τις μεταλλάξεις είναι προφανές ότι εάν δεν υπάρξει μια παγκόσμια στρατηγική για τον μαζικό εμβολιασμό και τη διαμόρφωση επαρκούς ανοσίας στον παγκόσμιο πληθυσμό, υπάρχει ο κίνδυνος από τη μια οι χώρες να επεκτείνουν την εμβολιαστική κάλυψη στο εσωτερικό τους, αλλά την ίδια στιγμή συνεχιζόμενη μετάδοση σε άλλες χώρες να σημαίνει νέες μεταλλάξεις και άρα υπονόμευση της ίδιας της εμβολιαστικής προσπάθειας.

Μόνο που σε όλη την πρώτη φάση απλώς δεν υπήρξε καμία πρόνοια για τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη, με αποτέλεσμα για κάποιες χώρες να μιλάμε για την πρόοδο του εμβολιασμού και για δεκάδες άλλες να μιλάμε για το γεγονός ότι απλώς δεν έχει ξεκινήσει ο εμβολιασμός.

Για την ακρίβεια, υπήρξε το πρόγραμμα COVAX του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, όμως ποτέ δεν είχε την απαραίτητη υποστήριξη, την ώρα που ορισμένες δυτικές χώρες είχαν κάνει παραγγελίες εμβολίων πολλαπλάσιες του πληθυσμού τους. Στις αρχές Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε ότι 130 χώρες με πληθυσμό περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους δεν είχαν κάνει ούτε μια δόση εμβολίου.

Την ίδια στιγμή οι δυτικές χώρες ανακάλυψαν ότι τα εμβόλια έχουν γίνει εργαλείο soft power για χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, που έσπευσαν να καλύψουν το κενό και προφανώς να διευρύνουν την πολιτική τους επιρροή σε κρίσιμες χώρες.

 

Όταν οι G7 ανακάλυψαν ξανά το πρόγραμμα COVAX αλλά δεν διευκρίνισαν πώς θα το στηρίξουν

Το ζήτημα απασχόλησε και τη σύνοδο των G7 την περασμένη Παρασκευή. Εκεί οι ηγέτες των επτά πλουσιότερων δυτικών χωρών αποφάσισαν ότι όντως ο εμβολιασμός του φτωχότερου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού είναι μια προτεραιότητα και ότι θα έδιναν στον ΟΗΕ χρήματα και δόσεις εμβολίων για το πρόγραμμα COVAX.

Για την Γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ είναι ένα «στοιχειώδες ζήτημα δικαιοσύνης». Όμως, αμέσως μετά διευκρίνισε ότι «κανένα ραντεβού για εμβολιασμό στη Γερμανία δεν θα κινδυνεύσει».

Η συσχέτιση ανάμεσα στις δύο φράσεις αποτυπώνει το πρόβλημα, ιδίως στην Ευρώπη όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεχτεί πλήθος πυρών γιατί δεν κατάφερε να εξασφαλίσει έγκαιρα σημαντικό αριθμό δόσεων, με αποτέλεσμα η ΕΕ να υπολείπεται σε ρυθμούς εμβολιασμού απέναντι στις ΗΠΑ αλλά τη Μεγάλη Βρετανία.

Πιο σαφής ως προς το διακύβευμα ήταν ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν που πρότεινε η ΕΕ και οι ΗΠΑ να διαθέσουν έως και το 5% των προμηθειών εμβολίων που έχουν κάνει στις πιο φτωχές χώρες και μάλιστα γρήγορα γιατί διαφορετικά οι χώρες αυτές θα στραφούν προς τη Ρωσία και την Κίνα και τότε η «δύναμη της Δύσης … δεν θα είναι μια πραγματικότητα». Μάλιστα από τη μεριά της Γαλλικής προεδρίας ανακοινώθηκε ότι η ίδια η Γαλλία θα δώσει το 5% των δόσεων, χωρίς να διευκρινίζει πότε.

Από τη μεριά του, ο νεοεκλεγής αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, στην πρώτη του σύνοδο G7, υπογράμμισε ότι η χώρα του θα προσφέρει 5 δισεκατομμύρια δολάρια στην πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες στρέφονται προς την Κίνα και τη Ρωσία

Παρ’ όλα αυτά, οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν τις αντιδράσεις αυτές ως κάπως too little, too late.

Μια task force της Αφρικανικής Ένωσης ανακοίνωσε ότι πέραν των 270 εκατομμυρίων δόσεων που εξασφάλισε από την AstraZeneca, την Pfizer και την Johnson & Johnson θα πάρει τον Μάριο και 300 εκατομμύρια δόσεις από το ρωσικό εμβόλιο Sputnik V.

Αντίστοιχα, αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για το κινεζικό εμβόλιο της Sinopharm. Άλλωστε η Κίνα το έχει διαφημίσει αρκετά ως ένα εμβόλιο που στηρίζεται σε δοκιμασμένη τεχνική και δεν έχει τις απαιτήσεις για πολύ χαμηλή θερμοκρασία αποθήκευσης που έχουν άλλα πιο εξελιγμένα εμβόλια. Άλλωστε, ήδη από τον περασμένο Μάιο ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ είχε δηλώσει ότι το κινεζικό εμβόλιο που τότε ήταν σε φάση έρευνας και ανάπτυξης θα ήταν ένα «παγκόσμιο δημόσιο αγαθό» και η συμβολή της Κίνας στο να υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια για τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Τα ελλείμματα στην εμβολιαστική διπλωματία της ΕΕ

Την ώρα που η ΕΕ προσπαθεί να εξασφαλίσει επαρκή εμβόλια για τα κράτη-μέλη, έχει υποτιμήσει και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει απέναντι σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Την ώρα για παράδειγμα που διεκδικεί να έχει καλές σχέσεις με τα κράτη που συμμετέχουν στην Ανατολική Εταιρική σχέση (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Λευκορωσία, Μολδαβία και Ουκράνία), δεν έχει κάνει ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια να βοηθήσει με τα εμβόλια, παρότι σε κάποιες χώρες, όπως την Ουκρανία, τη Γεωργία και τη Μολδαβία, η πολιτική απροθυμία για απεύθυνση προς τη Ρωσία για λόγους πολιτικής αντιπαλότητας είναι προφανής. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Αρμενία ή η Λευκορωσία δεν υπήρχε κάποιος δισταγμός για την προμήθεια ρωσικών εμβολίων. Αντίστοιχα συνολικά στην Ανατολική Ευρώπη δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη δυσπιστία απέναντι στο κινεζικό εμβόλιο.

Λίγο πιο ενεργητική δείχνει να είναι η ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια ανακοινώνοντας ότι θα ενισχύσει τα προγράμματα εμβολιασμού τους. Βέβαια ακόμη και εκεί η καθυστέρηση είναι μεγάλη.

Στη Σερβία, που έχει έναν από τους πιο υψηλούς ρυθμούς εμβολιασμού στην Ευρώπη, αυτό έγινε δυνατό κατά βάση επειδή η χώρα προμηθεύτηκε ρωσικά και κινεζικά εμβόλια, διάφορους παρατηρητές να επισημαίνουν την επί της ουσία απουσία της Ευρώπης. Μάλιστα πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε και η παραγωγή του ρωσικού εμβολίου στη Σερβία.

Το «Σχέδιο Μάρσαλ» που δεν ήρθε

Αρκετοί, ειδικά στην Ευρώπη, έχουν μιλήσει για την ανάγκη ενός νέου Σχεδίου Μάρσαλ, είτε για την Ανατολική Ευρώπη και τα εκτός ΕΕ Βαλκάνια, είτε και για άλλες περιοχές όπως η Αφρική. Προφανώς και η σκέψη είναι ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί κάτι ανάλογο με το ίδιο το σχέδιο Μάρσαλ που μπόρεσε να σφυρηλατήσει την αμερικανική ηγεμονία στη βάση της οικονομικής βοήθειας στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης.

Ωστόσο, μέχρι τώρα αυτό δεν έχει προωθηθεί ούτε καν στην πεπερασμένη κλίμακα της βοήθειας αυτών των χωρών ώστε να αντιμετωπίσουν την πανδημία. Κάτι που φυσικά Κίνα και Ρωσία δεν έχουν λόγο να μην το εκμεταλλευτούν, ιδίως όταν τα εμβόλια έχουν γίνει κατεξοχήν μορφή soft power στη διεθνή σκηνή.