JACEK ROSTOWSKI, ARNAB DAS

Το Βήμα – The Project Syndicate
ΛΟΝΔΙΝΟ

Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τη γαλλογερμανική πρόταση για τη δημιουργία ενός υπερταμείου ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ενωσης ύψους 500 δισ. ευρώ προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση που προκάλεσε η COVID-19 ως τη «στιγμή Χάμιλτον» της ΕΕ.

Υποτίθεται ότι, όπως συνέβη και με τη συμφωνία του Αλεξάντερ Χάμιλτον το 1790 με τον Τόμας Τζέφερσον για τη μεταφορά των χρεών των Πολιτειών από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ στη νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ένα τέτοιο ταμείο θα μπορούσε να είναι η αφετηρία για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Μακάρι να ήταν τόσο απλό.

Η δημιουργία μιας αξιόπιστης ομοσπονδιακής δημοσιονομικής ένωσης, όπως αυτή που διαπραγματεύθηκε ο Χάμιλτον για τις νεοσύστατες ΗΠΑ, θα εξασφάλιζε τη μακροπρόθεσμη επιβίωση του ευρώ. Αλλά προτού η Ευρώπη πετύχει κάτι που να μοιάζει στην ιδέα του φεντεραλισμού, πρέπει πρώτα να επιβιώσει από μια πιθανή «μάχη του Φορτ Σάμτερ», όταν δηλαδή οι Νότιοι βομβάρδισαν και κατέλαβαν το Φρούριο Σάμτερ, που κατείχαν οι Ενωτικές δυνάμεις, κοντά στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας το 1861. Η μάχη του Φορτ Σάμτερ υπήρξε η αφορμή για την έναρξη του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Μπορεί η ΕΕ να κάνει κάτι καλύτερο;

Μέχρι τώρα, η COVID-19 έχει προκαλέσει ένα «συμμετρικό» οικονομικό σοκ στα κράτη-μέλη της ΕΕ, με τις περισσότερες χώρες να επιβάλλουν lockdown παρόμοιας έντασης και διάρκειας. Ωστόσο, οι πολιτικές αντιδράσεις ήταν εξαιρετικά ασύμμετρες, καθώς η οικονομική συνεισφορά της Γερμανίας επισκιάζει εκείνη των υπερχρεωμένων χωρών της Νότιας Ευρώπης.

Χωρίς ικανότητα για κοινή δημοσιονομική αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων, μόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να προστατεύσει τα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη από το υψηλό κόστος δανεισμού. Ωστόσο, η ανάγκη πραγματοποίησης αγοράς ομολόγων σε μεγάλη κλίμακα έρχεται σε σύγκρουση με τις ευαισθησίες των χωρών της Βόρειας Ευρώπης, που κατηγορούν την ΕΚΤ ότι υπερβαίνει την εντολή της.

Τον περασμένο μήνα, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (GCC) έκρινε ότι εάν η ΕΚΤ δεν μπορέσει να αποδείξει πως οι στόχοι της πολιτικής του προγράμματος αγοράς ομολόγων «δεν είναι δυσανάλογοι» με τις «επιπτώσεις της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής», τότε θα εμποδίσει τη συμμετοχή της Bundesbank στο πρόγραμμα.

Μπορεί το γερμανικό Δικαστήριο να έριξε τις πρώτες βολές, όμως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ) φαίνονται να έχουν αποφασίσει να χρησιμοποιήσουν το «πυρηνικό» τους οπλοστάσιο, παρά τον κίνδυνο μιας βέβαιης αμοιβαίας καταστροφής. Για τους αμύητους στα ενδότερα της ΕΕ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αναμένεται να δώσει εντολή στην Bundesbank να αγοράσει ούτως ή άλλως γερμανικά ομόλογα – μια απόφαση με την οποία η Bundesbank θα πρέπει να συμμορφωθεί, σύμφωνα με τις συνθήκες της ΕΕ.

Εάν η γερμανική κυβέρνηση ή η Bundesbank υπακούσουν στο γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να ασκήσει αγωγή εναντίον τους. Η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να αποφασίσει να παρακάμψει την Bundesbank, αγοράζοντας άμεσα γερμανικά ομόλογα.

Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η σύγκρουση θα το δούμε στο μέλλον, αλλά ένα πράγμα είναι σαφές: η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου θέτει ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Εάν τελικά ισχύσει, τότε δικαστήρια άλλων χωρών θα μπορούσαν με αποφάσεις τους να αρχίσουν να παρακάμπτουν διάφορους νόμους της ΕΕ, οδηγώντας στην κατάρρευση της ευρωζώνης, της ενιαίας αγοράς, ακόμα και της ίδιας της Ενωσης.

Περιττό να πούμε ότι η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ αντιμετωπίζει τώρα ένα πολύ σοβαρό δίλημμα: η αμφισβήτηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι πολιτικά επικίνδυνη, αλλά η αποδοχή της απόφασής του θα μπορούσε να είναι καταστροφική.

Προκειμένου να προστατεύσει την οικονομική και την εθνική της ασφάλεια, η Γερμανία πρέπει να προσπαθήσει να ξαναζωντανέψει το γαλλογερμανικό όραμα για μεγαλύτερη σύγκλιση και όχι να υπονομεύει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Εδώ είναι που κάνει την εμφάνισή του το προτεινόμενο Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ: θα μπορούσε να βοηθήσει στο να ξεπεραστεί η συνταγματική κρίση που θα ανακύψει εάν η Γερμανία αποφασίσει να αψηφήσει είτε την ΕΚΤ είτε την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Ενα πράγμα που η κρίση της COVID-19 κατέστησε σαφές είναι ότι το λανθασμένο όραμα της Γερμανίας για το ευρώ δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Η ευρωζώνη δεν μπορεί πλέον να επιβιώσει χωρίς γερά δημοσιονομικά θεμέλια και η λανθασμένη εμμονή στα «δικαιώματα των κρατών» δεν μπορεί να κυριαρχεί στην εθνική πολιτική των χωρών-μελών και στη χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής.

Ακόμα και ο πρώην γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, για πολύ καιρό υποστηρικτής των «δικαιωμάτων των κρατών», αρχίζει να το αναγνωρίζει. Εκφράζοντας την υποστήριξή του στο Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, δήλωσε ότι «εάν η Ευρώπη θέλει να επιβιώσει, πρέπει τώρα να δείξει αλληλεγγύη».

Η Ευρώπη θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει αυτή την προσέγγιση κατά τη διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη το 2011-12. Εκείνη την εποχή όμως ο Σόιμπλε πίεζε για αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα. Αν είχε αντιληφθεί ο Σόιμπλε, όπως κάνει τώρα, ότι «οι Γερμανοί έχουν ένα γενικότερο συμφέρον» στην ανάκαμψη της Ευρώπης και πρέπει να υποστηρίξουν τις κατάλληλες πολιτικές, η Ευρώπη θα είχε αντιμετωπίσει την κρίση πολύ πιο αποτελεσματικά. Παρ’ όλα αυτά, καλύτερα αργά παρά ποτέ.

Ωστόσο, μερικοί δεν έχουν πάρει ακόμη αυτό το μάθημα. Οι λεγόμενοι Ολιγαρκείς Τέσσερις της ΕΕ (Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία) έχουν βάλει στο τραπέζι μια αντιπρόταση που στερεί από το Ταμείο Ανάκαμψης δύο πολύ σημαντικά όπλα του. Κατ’ αρχάς απαιτούν η οικονομική στήριξη να έχει τη μορφή δανείων και όχι επιχορηγήσεων και δεύτερον ζητούν η στήριξη να δίνεται υπό όρους, ανεξάρτητα από τις ανάγκες. Αυτή η εκδοχή θα προκαλούσε την αύξηση του χρέους στις πιο εύθραυστες χώρες της ΕΕ, αφήνοντας την ΕΚΤ, για άλλη μια φορά, ως τη μοναδική γραμμή άμυνας απέναντι σε επιθέσεις κερδοσκόπων.

Οι λαϊκιστές της Κεντρικής Ευρώπης προκειμένου να συμφωνήσουν στο Ταμείο Ανάκαμψης επιμένουν, σαν άλλοι Σάιλοκ, να πάρουν το «κομμάτι σάρκας» που θεωρούν πως δικαιούνται, δεδομένου ότι για τη δημιουργία του απαιτείται ομόφωνη απόφαση. Με αυτά τα δεδομένα αξίζει να εξετάσει κανείς τη δημιουργία ενός ταμείου της ευρωζώνης. Οι χώρες που είναι εκτός της ευρωζώνης – συμπεριλαμβανομένων δύο από τους Ολιγαρκείς Τέσσερις – θα μπορούσαν να συμμετέχουν στο Ταμείο αλλά δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη δημιουργία του.

Θα μπορούσε μια τέτοια προοπτική να βοηθήσει την ΕΕ να αποφύγει μια μάχη του Σάμτερ­; Μπορεί. Ωστόσο είναι πιθανόν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας να αποφασίσει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης είναι παράνομο. Σε αυτή την περίπτωση, μια ενδεχόμενη διάλυση της ΕΕ φαντάζει όλο και πιο πιθανή.

*Ο Jacek Rostowski είναι πρώην υπουργός Οικονομικών και αντιπρόεδρος της Πολωνίας. Ο Arnab Das είναι στρατηγικός αναλυτής Παγκόσμιας Αγοράς και μέλος του Παγκόσμιου Φόρουμ Επενδυτών και Παγκόσμιας Ηγεσίας Σκέψης στο Invesco του Λονδίνου.