Η Ευρώπη – κατά τη ρήση του Jean Monnet, εκ των θεμελιωτών της – προχωρά μόνο μέσα από κρίσεις. Στην κρίση της COVID – 19, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισαν να προβούν σε συγκεντρωτικές παραγγελίες εμβολίων και στη σύναψη κοινού δανείου. Πιο πρόσφατα, στην κρίση του πολέμου στην Ουκρανία, οι υπουργοί Εξωτερικών των 27 ενέκριναν σχέδιο δράσης για την προμήθεια οβίδων στο Κίεβο και την αναπλήρωση των στρατηγικών αποθεμάτων τους, τα οποία έχουν πληγεί σοβαρά από την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για «επανάσταση», ειδικά για εκείνα τα ευρωπαϊκά κράτη που φέρουν ως κυρίαρχα χαρακτηριστικά την κοπή νομίσματος, το χρέος, την αύξηση των φόρων, τη χάραξη στρατηγικής για την άμυνά τους.

Τον Φεβρουάριο του 2022, οι Ευρωπαίοι παρακολούθησαν με δέος τη μεγάλης κλίμακας εισβολή της Ρωσίας, ισχυρότατης στρατιωτικής μα και πυρηνικής δύναμης, στην Ουκρανία. Με φόντο τη σύγκρουση αυτή, οι Ευρωπαίοι – οι σχέσεις των οποίων απέχουν πια μακράν από συρράξεις και πολέμους – επανεφευρίσκουν τα όρια της πολιτικής τους, στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.

Κινήθηκαν, με άλλα λόγια, στα χνάρια της πολιτικής που επέλεξαν κατά τη Γεωργιανή κρίση του 2008, καθώς και μετά τη Ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Οι ηγέτες της Γηραιάς Ηπείρου είχαν επιτύχει να πείσουν τους εαυτούς τους ότι εκεί θα μπορούσε να μπει τελεία στο σχέδιο του Πούτιν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχείρησε να εφαρμόσει, μέσω της λεγόμενης διαδικασίας του Μινσκ, στρατηγική διαλόγου με τη Ρωσία και την Ουκρανία, κατά τρόπον ώστε να βρεθεί – δήθεν – λύση που θα συνίστατο στη μετατροπή της Κριμαίας και του Ντονμπάς σε «παγωμένη» σύγκρουση.

Από το 1950, ακόμη, οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι η αλληλεξάρτηση, ιδίως η οικονομική, έχει τη δύναμη να τιθασεύει τυχόν επιθυμία για στρατιωτική σύγκρουση. Η συλλογιστική αυτή αποτελεί ουσιαστικά τη βάση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Υπάρχει όμως κι ένα «αλλά»: η αλληλεξάρτηση, η οποία στην περίπτωση της Ρωσίας επικεντρώθηκε κυρίως στις εξαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου, δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει το ξέσπασμα του πολέμου στην εγγύς γειτονιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην πράξη, δεν είδαμε παρά το τέλος μιας αφελούς Ευρώπης απέναντι στον Πούτιν. Το πάθημα θα γίνει μάθημα στο μέλλον; Ας το ελπίσουμε. Ας μη λησμονούμε ότι έχουμε απέναντι «μας» την Κίνα, στην οποία έχουν ήδη παραχωρηθεί -με ευρωπαϊκή βούληση- στρατηγικά λιμάνια, όπως του Πειραιά στην Ελλάδα, της Γένοβας στην Ιταλία.

Με ρευστό ακόμη αλλά προφανές το ενδεχόμενο εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 2024, ίσως είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε πώς θα μπορούσαμε εμείς οι Ευρωπαίοι να διασφαλίσουμε την άμυνά μας. Με ποιο τρόπο θα υπερασπιζόμασταν αποτελεσματικά τον εαυτό μας, αν βρισκόμασταν μόνοι μας απέναντι στο κράτος-τέρας του Πούτιν.

Δεν πρόκειται για άσκηση επί χάρτου αλλά για σκληρή πραγματικότητα. Τη βιώνει σήμερα η Ουκρανία, αύριο ίσως απειλεί ολόκληρη την Ευρώπη και τη Δημοκρατία.

Στο πολιτικό σήριαλ «Η Ευρώπη προχωρά μόνο μέσα από κρίσεις», και δεδομένης της έντασης σε παγκόσμιο επίπεδο (αύξηση του θρησκευτικού φανατισμού, υβριδικός πόλεμος στα όρια της τρομοκρατίας, επικράτηση απολυταρχικών καθεστώτων), είναι καιρός να πάψουμε να θεωρούμε την Ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική ως θέμα ταμπού.

Πόσο απίθανο θεωρεί άραγε η εγχώρια πολιτική σκηνή το σενάριο κατά το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρονται από το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη υποχρεούται να ορθώσει το ανάστημά της,  έχοντας προηγουμένως οργανώσει την κοινή άμυνά της;

Δυστυχώς, το αίσθημα της ασφάλειας – υπαρκτό μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα – αποτελεί παράμετρο του παρελθόντος, ενός παρελθόντος που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Στη σκιά αυτής της διαπίστωσης, είναι σαφές ότι η Ευρωπαϊκή άμυνα και πίσω από αυτήν η αμυντική βιομηχανία της Ε.Ε., είναι εξαιρετικά κατακερματισμένες, καθιστώντας αδύνατη το «η ισχύς εν τη ενώσει».

Η επίτευξη ενός τέτοιου φιλόδοξου στόχου έχει ως προϋπόθεση μια ιδιότυπη επανάσταση στην πολιτική κουλτούρα των κρατών μελών. Στο πρώιμο τρέχον στάδιο, θα είχε νόημα το Ευρωπαϊκό στρατιωτικό επιτελείο να συντονίσει τον αμυντικό σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής οικογένειας,  για την ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας, και περαιτέρω την αποτελεσματική διαχείριση αμυντικών δράσεων. Οι προϋποθέσεις δεν σταματούν εδώ: απαιτούνται καινοτόμες τεχνικές, βιομηχανικές ικανότητες, ανθρώπινο δυναμικό, έρευνα και ανάπτυξη. Πρωτίστως απαιτείται ισχυρή επιθυμία για αμοιβαίους αμυντικούς πόρους, για την ανάδυση κοινής αμυντικής πολιτικής και στρατηγικής.

Ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία συνιστά την αφορμή, για μια επιλογή υπαρξιακής υφής: ας επιλέξουν οι Ευρωπαίοι αν θέλουν να είναι ευάλωτοι ή όχι. Όπως έχουν επιλέξει ήδη την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, την άρνησή τους απέναντι σε εισβολείς και κατακτητές. Τα δεδομένα επιβάλλουν τώρα και ισχυρή δόση ρεαλισμού, ή ακριβέστερα ρεάλ πολιτίκ.

Ο κύριος Ξενοφών Κροκίδης είναι Δρ. Φυσικής, Ιδρυτής και Δ/νων σύμβουλος της εταιρείας SCIENOMICS.