Μακροχρόνιες σχέσεις με τις κρίσεις φαίνεται πως κάνει η χώρα μας, η οποία δεν πρόλαβε να χαιρετίσει την προηγούμενη και υποδέχεται, όπως με όλο τον πλανήτη, ένα νέο κύκλο ύφεσης. Μετά τις προβλέψεις των αναλυτών για συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας  από 4% έως 10% το 2020,  το νέο στοιχείο είναι πως η Ελλάδα πιθανότητα να βιώσει μία  μακροχρόνια περίοδο κρίσης.

Σύμφωνα με έκθεση της Capital Economics, αν και μετά την άρση των μέτρων να αρχίσει να σημειώνεται  απότομη ανάκαμψη στην παγκόσμια δραστηριότητα, κάποιες οικονομίες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν μακροχρόνια περίοδο κρίσης και να αργήσουν να ανακάμψουν. Η έκθεση τονίζει η Ελλάδα θα  αντιμετωπίσει σημαντικό πρόβλημα στη ζήτηση, λόγω του τουρισμού, αλλά  και εξαιτίας του υψηλού επιπέδου δημόσιου χρέους.

Υπενθυμίζεται πως την περασμένη εβδομάδα ο ΣΕΒ, σε ανάλυσή του,  σημείωνε πως  “δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο πρώτο 9μηνο του 2020, η ύφεση θα είναι βαθιά. Εάν, όμως, δεν υπάρξει ταχεία ανάκαμψη από εκεί και πέρα, υπεραντισταθμίζοντας μάλιστα τις όποιες απώλειες στη συνέχεια και μέχρι το τέλος του 2021, τότε η κρίση θα έχει οδυνηρές συνέπειες” και σημειώνεται ότι    η κοινωνία μας έχει ήδη βιώσει τη μεγάλη ύφεση της μείωσης του ΑΕΠ κατά 25% στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Επίσης, σύμφωνα με ανάλυση του  ΙΟΒΕ στα μέσα Απριλίου, γινόταν αναφορά πως η ελληνική οικονομία εισέρχεται στη νέα κρίση με «υποκείμενα νοσήματα»: (α) διαρθρωτικές αδυναμίες, σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα, μερική μόνο δομική προσαρμογή κατά τα προγράμματα, (β) πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους.

Πιέσεις στον τουρισμό

Ο ΙΟΒΕ, μάλιστα, υπογράμμιζε ότι αναμένεται φέτος πολύ ισχυρή πίεση στον τομέα του εισερχόμενου τουρισμού. Αυτός συνέβαλε το 2019 με 18 δισ. ευρώ εισπράξεις και σχεδόν 34 εκατ. αφίξεις, ενώ ο εγχώριος τουρισμός ήταν στα 2 δισ. Η σημαντική θετική συμβολή στην οικονομία τα τελευταία χρόνια (ανοδικά από το 2010, όταν ήταν 10 δισ. ευρώ εισπράξεις και 15 εκατ. αφίξεις) θα ανακοπεί.

Η χώρα μας, λοιπόν, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Capital Economics, τοποθετείται στη δεύτερη ομάδα χωρών, που είναι περισσότερο   εκτεθειμένες στους κλάδους με μεγάλη   απώλεια παραγωγής. Η Capital Economics εκτιμά πως θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να επιστρέψουν τα   ταξίδια και ο τουρισμός σε προ-κορονάιου επίπεδα. Επίσης, είναι πολύ πιθανό τα κράτη να αργήσουν  να άρουν τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς. Παράλληλα, οι πολίτες μπορεί να αποφύγουν  για πολύ μεγάλο διάστημα τα προσωπικά και τα επαγγελματικά ταξίδια. Ως εκ τούτου, από τις μεσαίες και μεγάλες οικονομίες όπου  ο τουρισμός αντιπροσωπεύει  το υψηλότερο μερίδιο του ΑΕΠ ξεχωρίζει η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, η Ελλάδα και το Μαρόκο.

Παράλληλα, η Ελλάδα ανήκει, σύμφωνα με την Capital Economics, στο  γκρουπ με τις χώρες που το δημοσιονομικό κόστος του κορονοϊού μπορεί να εκτροχιάσει το χρέος. Έτσι, οι χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα χρέους – και πριν από την κρίση- διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Αυτές  είναι η Ιαπωνία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Σιγκαπούρη και οι ΗΠΑ και σε ορισμένες χώρες, ίσως,  οδηγήσει σε λιτότητα, που θα επηρεάσει τη ζήτηση για αρκετά χρόνια,ωστόσο ο βαθμός ανησυχίας είναι ανάλογα με  παράγοντες  που σχετίζονται με τις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης και τα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα τονώσουν τις οικονομίες.