Με τις πολιτικές πρωτοβουλίες και πρακτικές της στους πέντε πρώτους μήνες, η νέα Κυβέρνηση δείχνει να πιστεύει στις αλλαγές που χρειάζεται η χώρα και με  επιτάχυνση να εφαρμόζει σαν δικό της  το αναγκαίο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, επουλώνοντας πληγές είτε χρόνιες είτε αυτές που δημιούργησε η διακυβέρνηση του αριστερού λαϊκισμού.

Το γεγονός αυτό, παίζει καταλυτικό ρόλο ώστε οι προοπτικές, η συνολική εικόνα της χώρας να έχουν βελτιωθεί, ο πολιτικός κίνδυνος να έχει περιορισθεί σημαντικά και υπάρχουν βάσιμες ελπίδες για έναν ρυθμό ανάπτυξης το 2020 διπλάσιου του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Το πολύ θετικό κλίμα και ψυχολογία, η δυναμική και οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί, για να διατηρηθούν θα πρέπει  να ενισχύονται συνεχώς με συγκεκριμένες αποφάσεις πολιτικής, που παράγουν συγκεκριμένα αποτελέσματα προκειμένου να μην εξανεμισθούν. Πρέπει συνεχώς το ‘φαίνεσθαι’ να συνυπάρχει με το ‘είναι’.

Στο σημερινό Ευρωπαϊκό και Διεθνές οικονομικό περιβάλλον με το πλήθος των αβεβαιοτήτων και απειλών για ομαλή οικονομική πρόοδο και ευημερία, πληθαίνουν οι φωνές για έναν πολύ περισσότερο ενεργό ρόλο της Δημοσιονομικής Πολιτικής, που για πολλά χρόνια τώρα έχει σε μεγάλο βαθμό ουδετεροποιηθεί. Διαπιστώνεται πλέον, πως η Νομισματική Πολιτική έχει εξαντλήσει τα όρια της στην αποτροπή υφεσιακών κινδύνων και θα πρέπει το άλλο εργαλείο της Οικονομικής πολιτικής η Δημοσιονομική, να αναλάβει τις ευθύνες της. Τώρα το κάρο χρειάζεται και τα δύο άλογα. Χωρίς να υποσκάπτει τη Δημοσιονομική σταθερότητα ακρογωνιαίο λίθο κάθε χώρας της ΟΝΕ, μακριά απ’ τις δημοσιονομικές ασωτείες του παρελθόντος, το περιεχόμενο με τις επί μέρους πολιτικές της  μπορεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και τα ξεχωριστά προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει. Οι πολιτικές αυτές αποτυπώνονται και βρίσκονται πίσω απ’ τους αριθμούς του Προϋπολογισμού.

Στον νέο Προϋπολογισμό του 2020 αποτυπώνονται σημαντικές αποφάσεις για μείωση της πρωτοφανούς μεταπολεμικά υπερφορολόγησης, με κύριες παρεμβάσεις τους φόρους στην Ελληνική παραγωγή, όπως τη Φορολογία των Επιχειρήσεων, ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, ενώ ανεξήγητα και κακώς αναβάλλονται για τον Ιούλιο, οι αντίστοιχες μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, που έχουν υποστεί τις σοβαρότερες επιπτώσεις στη διάρκεια της κρίσης, είναι κόστη για την ελληνική παραγωγή και δημιουργούν πρόσθετο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.

Η απώλεια εσόδων που συνεπάγονται οι μειώσεις αυτές  και το δημιουργούμενο δημοσιονομικό κενό θεωρείται πως θα καλυφθεί από τους εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους καταπολέμησης της φοροδιαφυγής περίπου 600 εκατ. και την αύξηση των εσόδων που θα φέρει ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης 2,8% τον οποίο κανένας Διεθνής Οργανισμός δεν συμμερίζεται. Με μόνη Δημοσιονομική παρέμβαση τη μείωση της φορολογίας, με στάσιμα φέτος τα φορολογικά έσοδα χωρίς τα μη επαναλαμβανόμενα όπως αυτά απ’ τη Σύμβαση Επέκτασης του Αεροδρομίου και ΦΠΑ της 1,4 δις., με ίδιο όπως τα τελευταία πέντε χρόνια αναγραφόμενο και υποεκτελούμενο ΠΔΕ  6.750 εκατ., με εκτιμήσεις για τριπλάσιο ρυθμό αύξησης της Ιδιωτικής Κατανάλωσης και σχεδόν διπλάσιο των επενδύσεων, το 2020 δημιουργούνται ερωτηματικά για την  επίτευξη των στόχων.  Παρά το γεγονός ότι τα Έσοδα.. αναμένονται, ενώ οι Δαπάνες τρέχουν, το σημερινό ύψος και  δομή τους αντιμετωπίζονται μάλλον ως δοσμένα.

Στο πλήθος των μορφών της δημόσιας σπατάλης του πελατειακού κράτους με τα κοστοβόρα καθεστώτα των πολύ ακριβών και χαμηλής ανταπόδοσης υπηρεσιών που είτε έρχονται από το παρελθόν είτε δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχουν πολιτικές για ουσιαστικές παρεμβάσεις εξοικονόμησης και περικοπών. Όμως καμία δαπάνη δεν πρέπει να δικαιολογείται χωρίς το αντίστοιχο Κοινωνικό όφελος. Για αυτό η Αξιολόγηση Κωδικό προς Κωδικό όλων των δαπανών του Δημόσιου Τομέα πού θα πρέπει να γίνει από Εξωτερικούς Αξιολογητές για να εντοπίσει εστίες σπατάλης, και συγχρόνως θα προτείνει κατάργηση ή απλοποίηση άχρηστων διαδικασιών του Δημοσίου, αποτελεί   πρώτη προτεραιότητα.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ακόμη, πως:

  • Απαιτείται κατάργηση, συγχώνευση ή αναδιοργάνωση πλήθους Φορέων του Δημόσιου Τομέα με κριτήρια κόστους και αποτελέσματος, οι οποίοι συνεχώς μόνον αυξάνονται, 175 τα τελευταία χρόνια.
  • Απαιτείται αναδιοργάνωση του συστήματος διαχείρισης όλων των Δημοσίων Συμβάσεων και Προμηθειών μέσα από την Ενιαία και Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, για να τεθεί τέλος στην πολυνομία, τον κατακερματισμό, την αδιαφάνεια, την εκτεταμένη σπατάλη και διαφθορά του πολιτικού συστήματος και της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας.
  • Ακύρωση όλων των πελατειακών προσλήψεων εκτός ΑΣΕΠ και της συνεχώς αυξανόμενης μισθολογικής δαπάνης του Δημοσίου. Αύξηση πάνω από 2 δις. τα δυο τελευταία χρόνια.
  • Αποκρατικοποιήσεις με κατάλληλες κατά περίπτωση μορφές, χρόνια χρεοκοπημένων-ελλειματικών Εταιρειών του Δημοσίου. Μόνον τα ελλείμματα χωρίς την κρατική επιχορήγηση, ΕΡΤ,ΟΣΕ, ΟΑΣΑ,ΛΑΡΚΟ, ΕΛΤΑ ξεπερνούν τα 500 εκατ. Για παράδειγμα, το κοινωνικό όφελος και η ακροαματικότητα της ΕΡΤ, αξίζουν τα περίπου 150 εκατ. της Κρατικής επιχορήγησης;
  • Εφαρμογή του Ενιαίου Μισθολογίου σε όλες τις ΔΕΚΟ.
  • Επέκταση της χρήσης σύγχρονων πρακτικών Εξωτερικών Προμηθευτών Υπηρεσιών, που μειώνουν τα κόστη και προσφέρουν καλύτερη ποιότητα με βάση τους νέους ρόλους Κράτους και Αγοράς. Στην περίπτωση αυτή, ιδιωτικοποιείται μόνο η παραγωγή και όχι η παροχή των υπηρεσιών αυτών, η οποία παραμένει δημόσιο αγαθό.
  • Αξιοποίηση της τεράστιας και νεκρής Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου, για μείωση λειτουργικών δαπανών και πολλαπλά οφέλη για την οικονομία.
  • Μόνον οι περικοπές δαπανών που προέρχονται από ποικίλες μορφές δημόσιας σπατάλης όπως οι παραπάνω, με τις κατάλληλες οργανωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, έχουν βιώσιμο χαρακτήρα. Μόνο αυτές δεν ξεχαρβαλώνουν τη λειτουργία του Κράτους, δημιουργούν τον απαραίτητο Δημοσιονομικό χώρο,  στέρεο έδαφος για μείωση της υπερφορολόγησης και δημιουργία σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος. Το πρόβλημα των Δαπανών, είναι καθαρά πολιτικό. Απαιτεί ρήξεις με κατεστημένα συμφέροντα και ομάδες του Κρατικού παρασιτισμού. Η Κυβέρνηση καλείται να το τολμήσει, αποτελεί εθνική επιταγή.

Ο κ. Σωτήρης Θεοδωρόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.