«Η συμφωνία μεταξύ της χώρας μας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, είναι σε θετική κατεύθυνση. Από την πρώτη στιγμή, θέση της ΔΗΜΑΡ είναι ότι η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, erga omnes, με διεθνή συμφωνία και αναθεώρηση του Συντάγματος, αποτελούν τα αδιαμφισβήτητα θετικά στοιχεία της συμφωνίας. Αυτή, άλλωστε, είναι η εθνική γραμμή», υποστήριξε κατά την ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή της Δημοκρατικής Αριστεράς ο Πρόεδρος Θανάσης Θεοχαρόπουλος.

Ο Πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ είπε επίσης πως η Συμφωνία αποτελεί έναν συμβιβασμό και ως τέτοιος δεν μπορεί να ικανοποιεί απόλυτα καμία πλευρά ενώ έψεξε την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην πολιτική σκηνή της χώρας λέγοντας χαρακτηριστικά:

«Δυστυχώς, όμως, η συζήτηση στη χώρα μας διεξάγεται σε ένα ζοφερό κλίμα. Τεχνητή πόλωση, διχασμός, άγονες συγκρούσεις δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που υπονομεύει την συζήτηση.

Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση φέρουν ακέραια την ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση».

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Θεοχαρόπουλου στην Κεντρική Επιτροπή της ΔΗΜΑΡ

Η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός μας πραγματοποιείται στην έναρξη ουσιαστικά μιας κρίσιμης εβδομάδας ιστορικών αποφάσεων για το ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια και τη θέση της στους διεθνείς συσχετισμούς.

Σε μια περίοδο που ο εθνικισμός βρίσκεται σε έξαρση και παρουσιάζεται ως η εναλλακτική λύση στα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης από αυταρχικές και ακροδεξιές δυνάμεις, τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπίζονται απ’ όλα τα δημοκρατικά κόμματα με υπευθυνότητα και μετριοπάθεια. Με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα και όχι το πολιτικό κόστος. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να γίνονται αντικείμενο εργαλειακής διαχείρισης.

Πάγια θέση της Δημοκρατικής Αριστεράς είναι ότι η Ελλάδα -και λόγω της γεωγραφικής της θέσης- πρέπει, με βάση και αφετηρία την Ευρώπη, να ασκεί εξωτερική πολιτική με στόχο την ειρηνική επίλυση των διαφορών με τις γειτονικές χώρες και την ευρωπαϊκή προοπτική των κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η συμφωνία μεταξύ της χώρας μας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, είναι σε θετική κατεύθυνση. Από την πρώτη στιγμή, θέση της ΔΗΜΑΡ είναι ότι η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, erga omnes, με διεθνή συμφωνία και αναθεώρηση του Συντάγματος, αποτελούν τα αδιαμφισβήτητα θετικά στοιχεία της συμφωνίας. Αυτή, άλλωστε, είναι η εθνική γραμμή.

Επίσης, από την πρώτη στιγμή, επισημάναμε ορισμένα προβληματικά σημεία στη συμφωνία, όπως τα ζητήματα της ιθαγένειας και της γλώσσας. Η «συμφωνία των Πρεσπών» όμως αποτελεί έναν συμβιβασμό και ως τέτοιος δεν μπορεί να ικανοποιεί απόλυτα καμία πλευρά. Βέβαια, η ρηματική διακοίνωση, η  οποία συνοδεύει τις πρόσφατες αναθεωρήσεις που συντελέστηκαν στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, εκτός του ότι πιστοποιεί ότι ολοκληρώθηκαν οι εσωτερικές διαδικασίες βάσει του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, διευκρινίζει ότι η ιθαγένεια δεν καθορίζει ούτε προκαθορίζει εθνότητα και ότι η γλώσσα της γειτονικής χώρας ανήκει στη νοτιοσλαβική οικογένεια γλωσσών.

Δυστυχώς, όμως, η συζήτηση στη χώρα μας διεξάγεται σε ένα ζοφερό κλίμα. Τεχνητή πόλωση, διχασμός, άγονες συγκρούσεις δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που υπονομεύει την συζήτηση.

Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση φέρουν ακέραια την ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση. Τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά, αν η κυβέρνηση είχε επιδιώξει από την αρχή τη συναίνεση όλων των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Η κυβέρνηση και σε αυτό το θέμα φρόντισε να ενεργήσει μονομερώς, με ελάχιστη πληροφόρηση προς τα κόμματα και τους πολίτες χωρίς την απαραίτητη εθνική συνεννόηση και επιχειρώντας να αξιοποιήσει ένα εθνικό ζήτημα με μικροκομματική στόχευση. Από την άλλη, η ΝΔ σταδιακά διολίσθησε σε μια αδικαιολόγητη ρητορική, μακριά από την εθνική θέση. Υποχωρεί απέναντι στον εθνικολαϊκισμό, επιχειρώντας να κερδοσκοπήσει εκλογικά. Η ΝΔ, που φέρει διαχρονικά την κύρια ευθύνη για τη δημιουργία αυτού του ζητήματος με τις συνεχείς υπαναχωρήσεις της, αντί να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας εθνικής γραμμής, επιχειρεί να καβαλήσει το κύμα του νέου εθνικολαϊκισμού των συλλαλητηρίων. Εξάλλου, με τον ίδιο τρόπο είχε επιχειρήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ να καβαλήσει το κύμα του αντιμνημονιακού λαϊκισμού.

Εμείς επανειλημμένως έχουμε τονίσει ότι θέλουμε βιώσιμη λύση, αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Παράταση του σημερινού τέλματος ενέχει τον κίνδυνο να εξυπηρετήσει μόνο τα Σκόπια, μέσα από τη de facto μονοπώληση του ονόματος «Μακεδονία».

Διαχρονικά, εξάλλου, ο πολιτικός μας χώρος υπήρξε υπέρμαχος της επίλυσης του προβλήματος. Ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος που το 1993 στο «Αδιέξοδο βήμα του Εθνικισμού» έγραφε για «μια ιστορική ευκαιρία που αν την “άρπαζε” η χώρα μας θα μπορούσε να αναβαθμίσει τη διεθνή της θέση για δεκαετίες». Ήταν ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης που το 1992 έλεγε ότι «οι υπερβολές και οι παλικαρισμοί στα εθνικά θέματα έχουν στο παρελθόν οδηγήσει σε “απρόβλεπτες” για τους υπαίτιους καταστροφές».

Με αυτή την παρακαταθήκη θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε.

Η δική μας θέση παραμένει σταθερή. Επιδιώκουμε σταθερά μια κοινά αποδεκτή λύση και όχι τη συνέχιση του σημερινού αδιεξόδου. Η λύση μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε παράγοντα ειρήνης στα Βαλκάνια, ενώ δημιουργεί μια ισχυρή ασπίδα κατά των εντάσεων της χώρας με την Τουρκία. Είναι καιρός να λυθεί ένα πρόβλημα που λιμνάζει εδώ και 26 χρόνια, δηλητηριάζοντας τις σχέσεις των δυο χωρών, πρόβλημα που δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να παίζει «παιχνίδια προστασίας» των βαλκανικών λαών που δήθεν απειλούνται από την Ελλάδα, αλλά και ένα πρόβλημα που τροφοδοτεί το μίσος.

Για αυτό η ΔΗΜΑΡ μένει σταθερή στην υπεύθυνη στάση επίλυσης του Μακεδονικού που από την πρώτη στιγμή κράτησε σε αυτό το κρίσιμο εθνικό θέμα.

Για εμάς αυτή είναι η πραγματικά πατριωτική στάση προς όφελος των εθνικών συμφερόντων σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο. Αυτός είναι ο πατριωτισμός μιας αληθινά προοδευτικής παράταξης και όχι η υιοθέτηση μιας ρητορικής που χαϊδεύει αυτιά και φλερτάρει με νεοσυντηρητικές και εσωστρεφείς αντιλήψεις που ουσιαστικά φέρνουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Όπως έχει δείξει και η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία, οι υποχωρήσεις απέναντι στον εθνικισμό και τον λαϊκισμό τροφοδοτούν την άνοδο των εθνικολαϊκιστικών και όχι των προοδευτικών δυνάμεων. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι από την πρώτη στιγμή, σύσσωμη η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, αλλά και η Σοσιαλιστική Διεθνής του Γιώργου Παπανδρέου, χαιρέτισαν αυτή τη συμφωνία.

Οφείλουμε να κινηθούμε με βάση τις αρχές και τις θέσεις της Ανανεωτικής Αριστεράς, αλλά και της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Όπως ακριβώς πορευόμαστε όλα αυτά τα χρόνια. Με αίσθημα ιστορικής συνείδησης στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος. Χωρίς ετεροκαθορισμούς και μικροκομματικές στοχεύσεις που πηγάζουν από μια συγκυριακή πρόσληψη της πραγματικότητας. Τασσόμαστε σταθερά απέναντι στην κυβέρνηση και υπέρ της επίλυσης του Μακεδονικού. Η ιστορία καταγράφει και αξιολογεί όσους παίρνουν καθαρή θέση. Και στο πλαίσιο αυτό είναι θετικό γεγονός ότι όλο και περισσότερες δυνάμεις από το προοδευτικό κέντρο και την ανανεωτική μεταρρυθμιστική αριστερά, όπως ο Σταύρος Θεοδωράκης με το Ποτάμι και οι Μεταρρυθμιστές της Αριστεράς με τον Σπύρο Λυκούδη, πήραν καθαρή θέση. Τη δική μου θέση εξάλλου υπέρ της Συμφωνίας την εξέφρασα καθαρά και στο τελευταίο Πολιτικό Συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής, το οποίο και υπενθύμισε με την χθεσινή του τοποθέτηση και ο Γιώργος Παπανδρέου ο οποίος τάχθηκε και αυτός για άλλη μια φορά υπέρ της συμφωνίας. Και είναι σαφές ότι όλες αυτές οι δυνάμεις στηρίζουμε την επίλυση του Μακεδονικού και όχι την κυβέρνηση.

Δεν είναι δυνατόν τα μείζονα εθνικά θέματα να αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα ενός στείρου δικομματισμού και μιας επικοινωνιακής διαχείρισης της πραγματικότητας. Δεν είναι δυνατόν όποιος ψηφίσει τη «συμφωνία των Πρεσπών» να θεωρείται ότι στηρίζει μια κυβέρνηση, της οποίας η θητεία ούτως ή άλλως λήγει σε μερικούς μήνες, και όχι την επίλυση ενός ζητήματος που μας ταλαιπωρεί περίπου τρεις δεκαετίες.

Οι εκλογές έπρεπε να είχαν γίνει χθες, για αυτό εξάλλου μόλις την προηγούμενη εβδομάδα καταψηφίσαμε στη διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης. Το ίδιο, ακριβώς έπραξα και τον Ιούνιο του 2018, υπερψηφίζοντας την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, αλλά και πριν ένα μήνα καταψηφίζοντας τον προϋπολογισμό, καθώς αυτή η κυβέρνηση ασκεί μια αδιέξοδη οικονομική πολιτική που δεν βγάζει τη χώρα από την κρίση.

Στην προηγούμενη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής είχαμε τονίσει ότι όταν θα έρθει η συμφωνία στη Βουλή πρέπει να συνοδεύεται από δέσμευση για εκλογές εφόσον δεν θα υπάρχει κυβερνητική πλειοψηφία. Οι εκλογές συνεχίζουν και είναι απαραίτητες από τη στιγμή όμως που υπάρχει νέα κυβερνητική πλειοψηφία αυτό δεν μπορεί να αποτελεί πλέον ούτε προϋπόθεση ούτε άλλοθι για την καταψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών η οποία αποσυνδέθηκε από τη διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης.

Στην οικονομία τώρα, η κυβέρνηση συνεχίζει με μοναδικό ουσιαστικά δημοσιονομικό στόχο το κυνήγι υπερβολικών πρωτογενών πλεονασμάτων να υπερφορολογεί τους πάντες και τα πάντα, περικόπτει τις δαπάνες του κοινωνικού κράτους και τις δημόσιες επενδύσεις. Και στη συνέχεια επιστρέφει πίσω μόνο ένα μέρος με τη μορφή επιδομάτων, που βεβαίως τα χρειάζονται οι πολίτες, αλλά πρόκειται για μια λάθος στρατηγική για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων, γιατί δεν καταφέρνει τίποτα άλλο παρά να ανακυκλώνει τη φτώχεια. Φορολογική αποστράγγιση, υποαμειβόμενη και ευέλικτη εργασία, και απουσία αναπτυξιακής προοπτικής συνθέτουν σήμερα την εικόνα της ελληνικής οικονομίας.

Αυτή η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει το διαπραγματευτικό της κεφάλαιο. Πρώτος στόχος πρέπει να είναι να μειωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,5 στο 2% για τα επόμενα χρόνια. Το δημόσιο χρέος πρέπει να γίνει βιώσιμο με άλλους τρόπους και όχι με τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα. Μαζί με ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας, με προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση και σταθερό φορολογικό σύστημα.

Απαιτείται μια νέα προοδευτική πολιτική με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό σε όλα τα θέματα. Γι’ αυτό υποστηρίζω τις θέσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας συνολικά και όχι α λα καρτ, με στόχο ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο με κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη και σύγχρονες υπηρεσίες κοινωνικής πολιτικής, στην υγεία και την παιδεία, και όχι τον κρατισμό με επιδοματικές πολιτικές αναπαραγωγής της φτώχειας.

Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ υπόσχεται πολλά αλλά με μηδενικές εγγυήσεις για τους εργαζόμενους, τις αμοιβές και τα δικαιώματά τους. Η ΝΔ δεν μετεξελίχθηκε σε μια σοβαρή ευρωπαϊκή κεντροδεξιά παράταξη. Σκληρές δεξιές απόψεις έχουν κυριαρχήσει στο εσωτερικό της. Καθημερινά επιβεβαιώνει στην πράξη ότι παραμένει μια βαθιά συντηρητική δύναμη, δέσμια πολιτικών και πρακτικών της παραδοσιακής δεξιάς και των πελατειακών σχέσεων. Το αποδεικνύει με τη στάση της στο Μακεδονικό, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στα εργασιακά. Θυσιάζει τα πάντα στο βωμό της προοπτικής της εξουσίας. Η λύση για την χώρα δεν είναι η συνέχιση των ίδιων αδιέξοδων πολιτικών, αυτή τη φορά με «δεξιό» πρόσημο. Τα θέματα της χώρας σήμερα είναι τόσο μεγάλα που δεν λύνονται με την λογική του «φύγε εσύ, έλα εσύ».

Η έξοδος από την κρίση απαιτεί πέρα και πάνω απ’ όλα τη συνειδητοποίηση της ευθύνης και των δυσκολιών για τη χάραξη ενός σχεδίου υπέρβασης της κρίσης. Απαιτεί αλλαγή πολιτικών και γενναίες προοδευτικές τομές παντού.

Γι’ αυτό χρειάζεται εδώ και τώρα αλλαγή του κλίματος, γιατί η χώρα μας πραγματικά έχει τις δυνάμεις να προχωρήσει μπροστά σε όλα τα επίπεδα. Γι’ αυτό λέω ότι χρειάζεται να αναληφθούν πρωτοβουλίες και να υπάρξουν γενναίες παρεμβάσεις και ρηξικέλευθες τομές από τις υγιείς δυνάμεις του τόπου σ’ όλα τα επίπεδα. Γι’ αυτό χρειάζεται συνεννόηση των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων πάνω σ’ ένα προοδευτικό πρόγραμμα τομών και αλλαγών που θα βγάλουν οριστικά τη χώρα μας από την κρίση και θα την καταστήσουν ένα κανονικό ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος δικαίου. Εδώ και τώρα χρειάζεται αλλαγή πολιτικής, ένα νέο προοδευτικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας με μια ισχυρή κεντροαριστερά που θα το υλοποιήσει.

Που θα διεκδικήσει ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου, με ανάπτυξη, παραγωγή και αναδιανομή για να επιβάλλουμε την σταθερότητα και την συνεννόηση. Για να μπει οριστικό τέλος στον κρατισμό και το επιδοματικό κράτος. Για ένα σύγχρονο κράτος παροχής ποιοτικών υπηρεσιών. Με ενίσχυση των υποδομών και του ανθρώπινου δυναμικού σε κρίσιμους κοινωνικούς τομείς, όπως η παιδεία και η υγεία. Με μία προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με φορολογικά κίνητρα. Με πολιτικές στήριξης για μια κοινωνία ίσων ευκαιριών με αξιοκρατία και εμπιστοσύνη. Γιατί μια κοινωνία αισθάνεται ασφαλής και έτοιμη για δημιουργικότητα, μόνο όταν υπάρχει κλίμα κοινωνικής και ατομικής ασφάλειας, κοινωνικής ηρεμίας. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε κοινωνίες με μεγάλες ανισότητες. Μια τέτοια Κεντροαριστερά επιδιώκουμε.

Το Σεπτέμβριο του 2015 συγκροτήσαμε τον συνασπισμό κομμάτων Δημοκρατική Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ με τον οποίο συμμετέχουμε στη Βουλή.

Όλα αυτά τα χρόνια η ΔΗΜΑΡ λειτουργεί απολύτως προωθητικά. Προτείναμε και πιέσαμε για ενέργειες, όπως την εκλογή επικεφαλής από τη βάση και την συμπόρευση όλων των δυνάμεων για έναν ισχυρό φορέα. Σημαντικές προτάσεις μας βέβαια, που θεωρούμε ότι θα οδηγούσαν σε καλύτερο αποτέλεσμα, δεν υιοθετήθηκαν, όπως η δημιουργία ενιαίου φορέα καθώς τα υπόλοιπα κόμματα προέκριναν την ύπαρξη στο μεταβατικό στάδιο ενός πολυκομματικού φορέα.

Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι δυνατόν να μην γίνονται σεβαστές οι θέσεις των κομμάτων που συγκροτούν το Κίνημα Αλλαγής, ειδικά απ’ όσους υποστήριξαν τη διατήρηση της πολυκομματικότητας. Την ανανεωτική αριστερά δεν είναι δυνατόν να την επικαλούμαστε μόνο σε επίπεδο ρητορικής όταν αναφερόμαστε στις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής αριστεράς και του προοδευτικού κέντρου. Ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς έχει ιδέες, αρχές, αξίες και θέσεις και με αυτές συμμετέχουμε στο Κίνημα Αλλαγής.

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις και μάλιστα σε εθνικά θέματα δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται υπό την απειλή συνεπειών. Με καθαρή θέση και τη μέγιστη δυνατή ενότητα το κόμμα μας θα πετύχει τους στόχους του.

Η Δημοκρατική Αριστερά συμμετέχει στο Κίνημα Αλλαγής με τις εμπειρίες της και τους αγώνες της Ανανεωτικής Αριστεράς για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Με το ιστορικό και αξιακό μας φορτίο συνεχίζουμε να πιστεύουμε στην προοπτική μιας μεγάλης προοδευτικής παράταξης.

Μέσα από το Κίνημα Αλλαγής πορευόμαστε με τις πολιτικές μας αποσκευές, αυτή είναι η δύναμή μας όλα αυτά τα χρόνια. Στόχος είναι η πρόσθεση και πολλαπλασιασμός των δυνάμεων και όχι η αφαίρεση και η διαίρεσή τους. Το Κίνημα Αλλαγής οφείλει να αξιοποιήσει τη θέση μας και στο Μακεδονικό, ώστε να εκφραστούν και εκείνοι οι κεντροαριστεροί και προοδευτικοί πολίτες που είναι υπέρ της συμφωνίας και κατά της κυβέρνησης.

Όπως τα καταφέραμε το 2015, το ίδιο θα κάνουμε και τώρα για να μείνουν ζωντανές οι ιδέες μας. Με γνώση των δυσκολιών, με πίστη στη συλλογικότητα και με αποφασιστικότητα.

Σε αυτές τις δύσκολες ώρες για την χώρα με ανοιχτά εθνικά ζητήματα και την οικονομική κρίση στην κορύφωσή της, ο τόπος χρειάζεται μια μεγάλη Κεντροαριστερά, μία ισχυρή προοδευτική παράταξη. Εμείς παραμένουμε προσηλωμένοι σε αυτή την προοπτική για να υπάρξουν απαντήσεις και λύσεις στα προβλήματα της χώρας.

Η ΔΗΜΑΡ και ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς μπορεί και θα παίξει καθοριστικό ρόλο. Με τις ιδέες, τις θέσεις, τις παρεμβάσεις και τις προτάσεις μας θα συμβάλλουμε σημαντικά στις επερχόμενες εξελίξεις. Με πίστη στις δυνάμεις μας και στην συλλογικότητά μας.

Από εμάς εξαρτάται να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Και θα σταθούμε, αρκεί να πάρουμε τις κατάλληλες αποφάσεις.

Είμαι πεπεισμένος ότι θα τα καταφέρουμε. Με σταθερότητα στις θέσεις και τις αρχές μας, πίστη στη συλλογικότητα μας και αποφασιστικότητα.