Ηταν 25 Ιανουαρίου του 2015 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε τις εκλογές και σχημάτιζε κυβέρνηση συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ. Μετά από ένα εξάμηνο καθυστερήσεων, αντιφάσεων και παλινωδιών ή ψευδεπίγραφων αυταπατών που κορυφώθηκαν με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μπήκε στον δικό της, ιδιότυπο, μνημονιακά αντιμνημονιακό δρόμο που αναίρεσε όλη την προηγούμενη ρητορική της.
Συνολικά όμως η δεκαετία 2008-2018 έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ζούσε και αντιλαμβανόταν τα πράγματα η ελληνική κοινωνία της Μεταπολίτευσης.
Τρεις είναι οι πιο χαρακτηριστικές που ερμηνεύουν και προοικονομούν με σχετική αξιοπιστία τις πολιτικές εξελίξεις:

1.
Ειδικότερα στην πενταετία 2010-2015 σχεδόν όλες οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές υποχωρούσαν και αντικαθίσταντο από το ερμηνευτικό σχήμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Τρία χρόνια μετά και ενώ η διαχωριστική γραμμή μνημόνιο – αντιμνημόνιο έχει πλέον καταρρεύσει, αντικαθίσταται –εν μέρει –από μια συνολικά αντισυστημική προσέγγιση, που ακολουθεί αντίστοιχα ρεύματα στην Ευρώπη και στον κόσμο. Πάνω σε αυτή την εξέλιξη (μαζί με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των δύο κομμάτων) μπορεί να γίνει κατανοητή η παράδοξη αλλά εξαιρετικά σταθερή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

2.
Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει απόλυτα με τάσεις και συμπεριφορές που παρατηρούνται την ίδια περίοδο στο ευεπηρέαστο σώμα των αναποφάσιστων που εν πολλοίς κρίνει και τα εκλογικά αποτελέσματα.
Από τη μία πλευρά παρατηρούμε τον ιδιαίτερα αυξημένο αντισυστημισμό (κατά της παγκοσμιοποίησης, μη αποδοχή κομμάτων κ.λπ.) που αρχικά είχε ταυτιστεί με την Αριστερά και από την άλλη μια τάση «φοβικής συντηρητικοποίησης» (επαναβεβαίωση εμπιστοσύνης στον στρατό, θέση μεταναστών). Αυτές οι δύο τάσεις συμπληρώνουν και συμπληρώνονται αδιάκοπα, καθώς η ύπαρξή τους εδράζεται σε κοινούς φόβους και ερμηνείες.
Μοιάζει, πολλές φορές, σαν μια διαιρετική τομή που σχετίζεται με τον προσανατολισμό, δηλαδή Δύση vs Ανατολής ή έστω Δύση vs Αντιδυτικισμού, αλλά και την οπτική για τη φύση και συγκρότηση της χώρας όπως θα μπορούσε να προβληθεί μέσα από το δίπολο επιστροφή στον κοινοτισμό ή σταθερή προσήλωση στη φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που επανέρχεται συνεχώς.

3.
Μετά από επτά χρόνια βαθιάς κρίσης και έντονων κοινωνικών ανταγωνισμών, η ελληνική κοινωνία δείχνει να οδηγείται σε συντηρητική διέξοδο. Η στροφή της ελληνικής κοινωνίας στον συντηρητισμό είναι προφανής, όχι μόνο στο επίπεδο των τάσεων του εκλογικού σώματος, αλλά και –περισσότερο σημαντικό –στο πεδίο της ιδεολογίας. Μεταξύ 2009 και 2017 την εντυπωσιακότερη αύξηση της κοινωνικής αποδοχής καταγράφουν τρεις πολιτικές αξίες: ο «Ιδιωτικός τομέας», +18% (σήμερα 74%, έναντι 56% το 2009), η «Δεξιά», +12% (σήμερα 34%, έναντι 22% το 2009), και ο «Νεοφιλελευθερισμός», +8% (37% σήμερα, έναντι 29% το 2009), ενώ έντονα πλέον προβάλλεται το αίτημα για «ανάπτυξη», συνδεδεμένο μάλιστα με την απαίτηση φοροελαφρύνσεων, ειδικά για τη μεσαία τάξη (πηγή MRB, Η Μεσαία Τάξη, 31.12.2017). Φυσικά μέσα στο γενικό αντισυστημικό ρεύμα παρατηρούμε παράλληλα αύξηση των αρνητικών εντυπώσεων ακόμα και για αυτές. Από την άλλη πλευρά, η «Αριστερά» και το «Δημόσιο» έχουν τη μεγαλύτερη αύξηση αρνητικής εικόνας, με 32 και 26 μονάδες αντίστοιχα.
Είμαστε λοιπόν μπροστά σε μια αλλαγή του πολιτικού σκηνικού; Νομίζουμε πως τρία είναι τα βασικά στοιχεία που μπορούν να δώσουν την απάντηση. Το πρώτο είναι αν θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει ένα εκλογικό δίλημμα που να μπορεί με πειστικό τρόπο να υποστηρίξει. Ενα τέτοιο δίλημμα θα μπορούσε να είναι το «λαός vs συμφερόντων/ολιγαρχίας». Η διαδικασία όμως για τη γέννηση ενός τέτοιου διλήμματος με έντονα τα χαρακτηριστικά αντισυστημικότητας θα ήταν, πιθανότατα, ένα εμπόδιο στην επαναφορά της –κάποιας –κανονικότητας και στην ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου στην οποία επενδύει. Θα ήταν δηλαδή μια επιλογή που θα υπονόμευε την ατζέντα του χωρίς εγγυημένη επιτυχία.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ θα κληθεί να διαχειριστεί αλλά και να οριοθετήσει τις τάσεις συντηρητικοποίησης που εντάθηκαν με αφορμή το Μακεδονικό, να πείσει για την ικανότητα των στελεχών της να κυβερνήσουν με αποτελεσματικότητα και να εντάξει τα αιτήματα φοροελαφρύνσεων σε ένα συνολικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Παραμένει βέβαια ως πρόβλημα, και για αυτήν, η σύνθεση και οι αντισυστημικές τάσεις των αναποφασίστων.
Τέλος, ας σημειώσουμε πως μπορεί να αποδειχθεί κομβικό στοιχείο του πολιτικού παιχνιδιού ο τρόπος που το Κίνημα Αλλαγής θα επανεφεύρει τον εαυτό του και σε ποιους θα επιλέξει να απευθυνθεί. Εάν θέλει να μεταβληθεί σε κάτι περισσότερο από τα κόμματα που το απαρτίζουν, θα πρέπει να στοχεύσει στη δημιουργία μιας πολυεπίπεδης προγραμματικής ατζέντας που θα συνδέει την οικονομία και την ανάπτυξη με τη μεσαία τάξη, χωρίς όμως να χαρίζει τα λαϊκά στρώματα στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ παράλληλα δεν θα ξεχνά πιο εξειδικευμένα κομμάτια που παραμένουν υψηλά στο ενδιαφέρον των ψηφοφόρων του (π.χ., ισότητα ανδρών – γυναικών, Υγεία κ.λπ.).
Δεν θα μπορούσε βέβαια κανείς να θεωρήσει το αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο, φαίνεται όμως πως τον πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της επόμενης πολιτικής πραγματικότητας δεν την έχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, είμαστε πιο κοντά σε μια αλλαγή πολιτικού σκηνικού παρά στη διατήρηση του παρόντος, αυτό όμως εξαρτάται πρωτίστως από τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθούν η ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής.
Η κυρία Αθηνά Δρέττα είναι οδοντίατρος, πρώην ΓΓ Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο κ. Παναγιώτης Μανωλάκος είναι κοινωνιολόγος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ