Αν ήθελε κανείς να διαπιστώσει την αξία του ως ζωγράφου, θα έπρεπε να κοιτάξει τα τραπεζομάντιλα στο σπίτι του. Για αυτή τη χρήση επιστρατεύονταν τα έργα του (τα οποία ουδέποτε θεώρησε επαρκώς επιτυχημένα) έπειτα από ένα γερό μούλιασμα στην μπανιέρα για να φύγουν οι χοντρές πάστες των χρωμάτων –ας όψεται η σύζυγος και μούσα του, Λίζα Φόνσαγκριβ. Τόσο τελειομανής ήταν ο Ιρβινγκ Πεν (1917-2009). Ενας αποτυχημένος ζωγράφος, τουλάχιστον σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, αλλά ένας απόλυτα επιτυχημένος φωτογράφος, τουλάχιστον όπως έχει καταγραφεί στην ιστορία του μέσου στον 20ό αιώνα. Σχεδόν μάλιστα ολόκληρου του αιώνα, δεδομένου ότι η καριέρα του κάλυψε επτά δεκαετίες.
Διότι οι φωτογραφίες του, σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Λίμπερμαν, τον θρυλικό καλλιτεχνικό διευθυντή της «Vogue» που του έδωσε και την πρώτη του δουλειά το 1943, ήταν «stoppers»: σε σταματούσαν από το να γυρίσεις τη σελίδα τού πάντοτε χορταστικού περιοδικού. Επιπλέον, διότι από τους πολυπληθείς «Beatitudes» (Μακαρισμούς), όπως τους αποκαλούσε τρυφερά ο ίδιος, είτε αφορούσαν το υπέροχο πρόσωπο της Οντρεϊ Χέπμπορν είτε έναν άσημο φούρναρη στη Νέα Υόρκη, έναν ιερέα στην Κρήτη ή απλώς μια γόπα τσιγάρου, αναδύονταν η ευλάβεια και η μακαριότητα που αισθανόταν ο δημιουργός τους καθώς προσπαθούσε να υπερβεί την εφήμερη φύση των αντικειμένων του και να τους προσδώσει μια επιπρόσθετη διάσταση, ένα βάθος.
Με αφορμή την επέτειο της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννησή του, το παρισινό Γκραν Παλέ (όπου συνήθως «τρέχουν» οι εβδομάδες μόδας) φιλοξενεί μια μεγάλη αναδρομική του, η οποία φέρνει στο προσκήνιο όλες τις αρετές του σπουδαίου αμερικανού φωτογράφου. Η «Irving Penn: Centennial» ξεκίνησε την πορεία της από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης τον περασμένο Απρίλιο και, σε συνεργασία με το Ιδρυμα Ιρβινγκ Πεν, παρουσιάζει στο γαλλικό κοινό τη δουλειά του μέσα από 235 στιγμιότυπα. Ολες οι αγαπημένες του θεματικές είναι παρούσες: Η φωτογραφία μόδας –αφιέρωσε στη «Vogue» 66 χρόνια από τη ζωή του «υπογράφοντας» μάλιστα 165 εξώφυλλά της.
Τα πορτρέτα προσωπικοτήτων –ανάμεσά τους Πικάσο, Καπότε, JFK, Στραβίνσκι, Εντίτ Πιαφ. Τα γυμνά –με τα «ατελή» σώματα που μοιάζουν με θραύσματα από μαρμάρινα αγάλματα. Οι νεκρές φύσεις με φρούτα που σαπίζουν. Τα μπάζα που συνέλεγε από τον δρόμο και τοποθετούσε στο στούντιό του σαν να επρόκειτο για άλλο ένα μοντέλο περιωπής. «Ακόμη και το να φωτογραφίζεις ένα κέικ μπορεί να είναι τέχνη» συνήθιζε να λέει. Μια φιλοσοφία δουλειάς και μια στάση ζωής που εφάρμοζε με μια Rolleiflex και τον φυσικό φωτισμό να πέφτει δραματικά από τη μία πλευρά της φωτογραφίας, η οποία έμοιαζε τελικά με πίνακα.
Καθόλου τυχαία, ο σκοτεινός ρεαλισμός του έχει συγκριθεί με την ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα χάρη στις νεκρές φύσεις του και στο άψογο στυλιζάρισμα των συνθέσεών του. Σε αυτή την εμμονή για τελειότητα οφείλεται εξάλλου η προσωπική σφραγίδα του ως φωτογράφου. Ο Ιρβινγκ Πεν απογύμνωσε τις εικόνες του από οτιδήποτε περιττό διαρρηγνύοντας τους δεσμούς με τις μέχρι τότε πληθωρικές ή φλύαρες απεικονίσεις της μόδας. Ως το τέλος της ζωής του έστηνε τα μοντέλα του, όχι μόνο τις πανέμορφες γυναίκες που κοσμούσαν τις σελίδες της «Vogue», αλλά και ορισμένες από τις μεγαλύτερες μορφές του 20ού αιώνα, μπροστά από το ίδιο λιτό φόντο, συνήθως μια μονόχρωμη κουρτίνα, την ίδια που είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί στο Παρίσι των 50s. Ετσι μπορούσε να εστιάσει στη φόρμα, στην έκφραση, στην ουσία, στο βαθύτερο «είναι» των αντικειμένων του ανεξαρτήτως της προέλευσής τους.
«Τον διακατέχουν όλα εκείνα τα αμερικανικά ένστικτα που τον οδηγούν στην ουσία των πραγμάτων» έλεγε ο Λίμπερμαν, ο μετέπειτα κραταιός διευθυντής περιεχομένου της Condé Nast. Είχε βρει μάλιστα άλλον έναν ταιριαστό χαρακτηρισμό για αυτές τις βαθιά υπαρξιακές αποτυπώσεις στις φωτογραφίες: «Βρίσκονται σε αρμονία με τη βασανιστική απομόνωση του Μπέκετ» είχε σχολιάσει. Μας φαίνεται σχεδόν τετριμμένη αυτή η αντιμετώπιση σήμερα, όμως ο Πεν ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε αυτή την αφοπλιστική λιτότητα, ταγμένος με τον τρόπο του στο πρόσταγμα του μοντερνισμού «less is more» που ευαγγελιζόταν στη Νέα Υόρκη ο αρχιτέκτονας Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε. Βέβαια, τον καθοριστικότερο ρόλο στη διαμόρφωσή του τον είχε παίξει ο Αλεξέι Μπρόντοβιτς, ένας άλλος θρυλικός art designer και καθηγητής του Πεν στο Philadelphia Museum School of Industrial Art, όπου πραγματοποίησε σπουδές πάνω στο ντιζάιν. Ο Μπρόντοβιτς τον πήρε κοντά του να θητεύσει στο «Harper’s Bazaar» και ήταν εκείνος που τον σύστησε στον Λίμπερμαν.
Ο Ιρβινγκ Πεν, γιος ενός ωρολογοποιού και μιας νοσοκόμας, ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Αρθουρ Πεν, σκηνοθέτη ταινιών όπως το «Μπόνι και Κλάιντ». Ο ρωσοεβραϊκής καταγωγής Ιρβινγκ ακροβατούσε μια ζωή με χάρη ανάμεσα στις αναθέσεις για το πιο δημοφιλές γυναικείο περιοδικό μόδας και στην περιέργεια για παραγνωρισμένους, μακρινούς πολιτισμούς. Οχι χωρίς κόστος, είναι η αλήθεια. Οι εμπορικές δουλειές του θεωρούνταν πολύ καλλιτεχνικές, το γεγονός ότι τόνιζε τη γλυπτική διάσταση των ρούχων είχε υμνηθεί ιδιαίτερα από δισυπόστατους καλλιτέχνες της μόδας, όπως ο Ισέι Μιγιάκε για παράδειγμα.
Αντίστοιχα, οι καλλιτεχνικές απόπειρές του κρίνονταν πολύ εμπορικές. Ιδίως η δουλειά του που αφορούσε ιθαγενείς σε μέρη ανοίκεια για τον δυτικό πολιτισμό, ένα παράλληλο πρότζεκτ στο οποίο δούλευε από το 1948 ως το 1971 ταξιδεύοντας αδιάκοπα. Το σήμα κατατεθέν ουδέτερο φόντο πίσω τους αποσκοπούσε στο να γεφυρώσει τις πολιτισμικές διαφορές φωτογραφιζομένων και θεατών και να εστιάσει στην ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Δεν πετύχαινε πάντοτε αυτή η προσέγγιση. Στη διάρκεια της καριέρας του δέχθηκε κριτική για την εξωτική αντιμετώπιση γυναικών από τη Νέα Γουινέα, φέρ’ ειπείν, τις οποίες έστηνε ειδικά για τον φακό του και το φορητό στούντιό του, αποκομμένες από το φυσικό τους περιβάλλον, σαν να ήταν «μανεκέν που φορούσαν την τελευταία λέξη σε κόκαλα μύτης» όπως είχε γραφτεί στους «New York Times».
Ωστόσο, κανένας δεν αμφισβήτησε ποτέ το ήθος και τη σοβαρότητα των προθέσεών του. Το γνωστό μοντέλο Μαρίζα Μπέρενσον είχε χαρακτηρίσει την εμπειρία τού να σε φωτογραφίζει ο Ιρβινγκ Πεν «μια ιερή στιγμή μέσα σε εκκλησία». Χωρίς μουσική, χωρίς γέλια, χωρίς την τρέλα και το fun που είχαν οι αντίστοιχες εμπειρίες με τον ανταγωνιστή του, Ρίτσαρντ Αβεντον, αλλά με μια ήσυχη σιγουριά που ενέπνεε εμπιστοσύνη. Ακόμα και όταν εμφανιζόσουν ολόγυμνη μπροστά του, όπως έκανε κάποια στιγμή εκείνη. «Ηταν σαν να σε ζωγραφίζει ο Μποτιτσέλι, ο Μπουσέ ή ο Ρούμπενς». Ενας «ζωγράφος» ο οποίος δεν θα χρειαζόταν τελικά να ξεπλύνει τη χαμένη καλλιτεχνική του τιμή σε καμία μπανιέρα. l
«Irving Penn: Centennial»: Grand Palais, Παρίσι, έως τις 29.1.2018.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ