Καμία άλλη ταινία μυθοπλασίας δεν έχει καταφέρει να μπει τόσο βαθιά μέσα στον ψυχισμό του δύτη όσο το «Απέραντο γαλάζιο» του Λικ Μπεσόν. Και καμία άλλη ταινία δεν έχει μπορέσει να μπει στη συνείδηση εκατομμυρίων θεατών σε όλον τον κόσμο και να τους κάνει κοινωνούς αυτής της παράξενης σχέσης δύτη – θάλασσας σε ένα extreme σπορ στο οποίο ο αθλητής με μόνο όπλα τα χέρια και τα πόδια του και με μόνο μία ανάσα θα πρέπει να καταδυθεί όσο πιο βαθιά μπορεί και να επιστρέψει στην επιφάνεια.
Η ελληνική θάλασσα έχει παίξει τεράστιο ρόλο σε όλα τα παραπάνω, καθότι το μεγαλύτερο μέρος του «Απέραντου γαλάζιου», που από την Πέμπτη 22 Ιουνίου προβάλλεται ξανά στις αίθουσες, είναι η απεραντοσύνη του γαλάζιου Αιγαίου Πελάγους. Ολα ξεκίνησαν από μια πραγματικότητα· τη ζωή και τις δραστηριότητες των διάσημων αθλητών ελεύθερης κατάδυσης Ζακ Μαγιόλ και Ενζο Μαγιόρκα. Το μυθοπλαστικό σενάριο του Μπεσόν είναι εμπνευσμένο από τις ζωές τους και ο πυρήνας της ιστορίας που αφηγείται η ταινία ο ανταγωνισμός τους.
Ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια τους, με ασπρόμαυρες σκηνές γυρισμένες στο νότιο άκρο του νησιού της Ιου, όπου βρίσκεται ο μικρός παραθαλάσσιος οικισμός Μαγγανάρι (γνωστός για την υπέροχη παραλία του, η οποία ανήκει στις πιο διάσημες του νησιού) η ταινία σιγά-σιγά θα μεταφερθεί στην Αμοργό που χάρη στο «Απέραντο γαλάζιο» απέκτησε χιλιάδες θαυμαστές.
Το ότι η σχέση Μαγιόλ (Ζαν-Μαρκ Μπαρ) – Μαγιόρκα, που στην ταινία λέγεται Μολινάρι (Ζαν Ρενό), έγινε η ραχοκοκαλιά του «Απέραντου γαλάζιου» οφείλεται στο ότι από παιδί ακόμη ο μετέπειτα διάσημος γάλλος σκηνοθέτης και παραγωγός Λικ Μπεσόν είχε τρέλα με τη θάλασσα και τις καταδύσεις.
Οι γονείς του Μπεσόν ήταν εκπαιδευτές καταδύσεων και ο γεννημένος στις 18 Μαρτίου 1959 στο Παρίσι σκηνοθέτης πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ακολουθώντας τους σε διάφορα μέρη του κόσμου, ένα από τα οποία ήταν η Κέρκυρα, όπου εργάστηκαν στο Club Med. Σιγά-σιγά ο Μπεσόν απέκτησε πολλές γνώσεις γύρω από τις καταδύσεις και μάλιστα εμφανίζεται στην ταινία του, κρατώντας τον μικρό ρόλο-πέρασμα ενός δύτη. Προτού άλλωστε ακολουθήσει καριέρα στον κινηματογράφο, ο Μπεσόν ονειρευόταν μια καριέρα θαλάσσιου βιολόγου. Ωστόσο, στην ηλικία των 17 υπέστη ατύχημα κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης κατάδυσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πια να κάνει καταδύσεις.


Το ελληνικό τοπίο

Ο φυσικός σκηνικός χώρος στο «Απέραντο γαλάζιο», η τοποθεσία όπου επρόκειτο να γυριστεί η ταινία, υπήρξε όχι απλώς σημαντικός αλλά πρωταρχικός παράγοντας για τη δημιουργία της. Με την εξαίρεση των σκηνών της Ιου, το μεγαλύτερο (και ελκυστικότερο) κομμάτι της ταινίας γυρίστηκε στη διάσημη παραλία της Αγίας Αννας, κάτω από το Μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό. Το μέρος, όπως άλλωστε όλα τα μέρη γυρισμάτων της ταινίας (στη Σικελία, στις Παρθένες Νήσους κ.α.) ήταν επιλογή του ιδίου του Μπεσόν, ο οποίος πέρα από τη σχολαστική φροντίδα που επιδεικνύει για κάθε λεπτομέρεια όλων των ταινιών του (χάρισμα για το οποίο θεωρείται και ένας από τους καλύτερους κινηματογραφικούς παραγωγούς της Ευρώπης), μπορούσε να έχει και προσωπική άποψη για τα νερά του νησιού, καθότι ο ίδιος ο Μαγιόλ εργάστηκε στο «Απέραντο γαλάζιο» ως σύμβουλος παραγωγής. Ωστόσο, ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Μπεσόν στην απόφαση να γυρίσει την ταινία στην Αμοργό ήταν το ναυάγιο του πλοίου «Ολυμπία». Μετά τη λεηλασία του από πειρατές το «Ολυμπία» κατέληξε σε έναν όρμο στον δρόμο προς την Καλοταρίτισσα, όπου ο Μπεσόν το είδε και με μια λέξη το ερωτεύτηκε χρησιμοποιώντας το σε σκηνές της ταινίας.


Επισήμανση

Η προβολή της ταινίας θα είναι στην αγγλική γλώσσα και αυτή θα είναι η πρώτη φορά που παίζεται από DCP.
Το DCP (Digital Cinema Package) δημιουργήθηκε στην Ελλάδα από digital intermediate (ψηφιακό σκανάρισμα του inter-negative της ταινίας με 5.1 ήχο) που έστειλε στην εταιρεία διανομής ΝΕΟΝ η εταιρεία Eclair Ymagis από τη Γαλλία.

HeliosPlus