Μήτσος Μυράτ
Η ζωή μου
Επιμέλεια, επίμετρο Αντρέας Δημητριάδης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016
σελ. 552, τιμή 16 ευρώ

Το φθινόπωρο του 1906 η κοσμική Αθήνα ψυχαγωγείται διαβάζοντας σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη την εξιστόρηση του «ειδυλλίου Κυβέλη». Η εκθαμβωτική πρωταγωνίστρια του θεάτρου έχει μόλις εγκαταλείψει τον σύζυγό της ηθοποιό Μήτσο Μυράτ και τα δύο παιδιά τους αναχωρώντας για το Παρίσι με τον θεατρώνη Κώστα Θεοδωρίδη. Το σκάνδαλο γίνεται πρωτοσέλιδα ενώ ο απατημένος σύζυγος περιπλανιέται άγρυπνος σε στέκια της κακόφημης Αθήνας, παρηγορείται με τραγουδίστριες των καφέ σαντάν και προσπαθεί μέσα από τον πόνο του και τα ερείπια του εαυτού του να δημιουργήσει έναν νέο άνθρωπο και καλλιτέχνη. «Εκανα τη ζωή μου τέχνη και την τέχνη μου ζωή» γράφει αργότερα ο Μήτσος Μυράτ (1878-1964) στην αυτοβιογραφία του Η ζωή μου, που κυκλοφορεί το 1928.

Στον τόμο που επανεκδίδεται τώρα στη σειρά «Παλαιά κείμενα/Νέες αναγνώσεις» που διευθύνει η νεοελληνίστρια Αγγέλα Καστρινάκη στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, με την επιμέλεια του θεατρολόγου Αντρέα Δημητριάδη, η αφήγηση διακόπτεται ακριβώς σε αυτό το γεγονός-σταθμό στη ζωή του Μυράτ, όταν είναι μόλις 29 ετών, με τη θεατρική του καριέρα στην αρχή της. Ηταν άραγε αυτό, και το επεισοδιακό διαζύγιο των γονιών του, η μαγιά για τη διαμόρφωση του ηθοποιού που αργότερα έγινε; «Ολα τα γεγονότα της ζωής με προετοιμάζανε για το θέατρο· τώρα το βλέπω πως ήταν σαν μια προπόνησις» σχολιάζει στην αυτοβιογραφία του.
Η αφήγηση αρχίζει με τα παιδικά χρόνια στη Σμύρνη, με τον χωρισμό των γονιών και τα επτά παιδιά να μοιράζονται στους δυο τους, σε δραματικές συνθήκες. Ο Μήτσος καταλήγει, δικαστικά, στον πατέρα του και μακριά από τη μάνα εξελίσσεται ως έφηβος «απλός, αφελής, καταδεχτικός, ανοιχτοχέρης, σπάταλος, μουρλός. Ολες τις ιδιότητες του μποέμ και μέσα σ’ όλα και ερωτόληπτος μέχρι αηδίας». Η ερωτική του περιπέτεια με μια νεαρή Αγγλίδα παίρνει διαστάσεις σκανδάλου. Αναχωρεί για την Αλεξάνδρεια για να ξεχαστεί η ιστορία. Βρίσκει εργασία ως επιθεωρητής στο λατομείο του Καΐρου και φρίττει με τα καταναγκαστικά έργα και τις συνθήκες κράτησης των κρατουμένων στις γειτονικές φυλακές. Επιστρέφοντας στη Σμύρνη δοκιμάζει να ακολουθήσει σταδιοδρομία στο εμπόριο όπως άλλα μέλη της οικογένειας ενώ λαχταρά τον ερχομό των αθηναϊκών θιάσων για να δει θέατρο στις μεγάλες αίθουσες της πόλης. Συμμετέχει σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες και κάνει επίσημη εμφάνιση στους Μνηστήρες της Πηνελόπης του αξιότιμου έλληνα πρεσβευτού Κλέωνα Ραγκαβή με τον θίασο του Δημητρίου Κοτοπούλη. Το 1900 αναχωρεί για το Παρίσι, για σπουδές στο γαλλικό θέατρο. Λίγους μήνες αργότερα, με την ίδρυση της Βασιλικής Δραματικής Σχολής, επιστρέφει στην Ελλάδα και φοιτά στη Σχολή με συμμαθητές τη Θεώνη Δρακοπούλου, τον Πάνο Καλογερίκο, τον Αγγελο Χρυσομάλλη, τον Αιμίλιο Βεάκη και δάσκαλο τον Θωμά Οικονόμου. Φλερτάρει τη Θεώνη και ζει μποέμικη ζωή στα φιλολογικά σαλόνια και στις φοιτητικές πανσιόν της πόλης. Οταν, σύντομα, η Βασιλική Δραματική Σχολή παύει τα μαθήματά της θα βρεθεί στον κύκλο του «μύστη» Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, μεταξύ των ηθοποιών που θα πλαισιώσουν την πρωτοποριακή Νέα Σκηνή του, και εμφανίζεται ως Ρωμαίος δίπλα στην Ιουλιέτα-Κυβέλη στην πρώτη ημιεπίσημη παράσταση του νέου θεατρικού σχήματος.

Η ζωή μου
του Μυράτ σταματά λίγο μετά τη διακοπή της λειτουργίας της Νέας Σκηνής το 1905 και ενώ ο ίδιος έχει πλέον προσληφθεί στην πρώτη εθνική σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου που διευθύνει ο Αγγελος Βλάχος. Υστερα από τον χωρισμό με την Κυβέλη θα παντρευτεί το 1908 τη Χρυσούλα Κοτοπούλη, αδελφή της Μαρίκας Κοτοπούλη, στον οικογενειακό θίασο της οποίας θα εργαστεί για δεκαετίες (1907-1930). Τη συνέχεια της ζωής του, ως ηθοποιού και θιασάρχη, θα αφηγηθεί στα τελευταία χρόνια της ζωής του στο βιβλίο Ο Μυράτ κι εγώ (1950). Τούτος ο τόμος καλύπτει μόλις τα πρώτα πέντε χρόνια της θεατρικής του καριέρας, χρόνια τα οποία ταυτίζονται με τα πρώτα βήματα ενηλικίωσης του ελληνικού θέατρου, με την ίδρυση του Βασιλικού Θεάτρου (1901-1908), με τον αυστηρό μεθοδικό Οικονόμου και της Νέας Σκηνής (1901-1905) με τον αισθαντικό Χρηστομάνο που έχυνε γύρω τα θέλγητρα της ψυχής του «όπως απλώνουν οι ινδοί πωληταί τους σπάνιους περσικούς τάπητας για να θαμπώσουν τον αγοραστή τους». Στη γλαφυρή αφήγησή του ο Μυράτ αποδίδει ζωηρά όλη την ατμόσφαιρα του αισθητισμού της εποχής όταν η τέχνη συνιστά υπέρτατη αξία, ωστόσο μαρτυρεί με νατουραλιστικές αποχρώσεις και όλες τις ταλαιπωρίες των επαγγελματιών ηθοποιών, τις δυσκολίες του βιοπορισμού, την ανάγκη για συχνές περιοδείες, τις ζήλιες και τον ανταγωνισμό και τους αθέλητους παραγκωνισμούς στις οικογενειακές θεατρικές επιχειρήσεις.
Η πρώτη αυτοβιογραφία ηθοποιού στην Ελλάδα

Η ζωή μου του Μυράτ εγκαινιάζει ένα είδος που αργότερα θα εξελιχθεί σε ευπώλητο εκδοτικό προϊόν. Πρόκειται για την πρώτη αυτοβιογραφία ηθοποιού που εκδόθηκε στην Ελλάδα, σημειώνει στο επίμετρο του τόμου ο Αντρέας Δημητριάδης. Στο πολυσέλιδο μελέτημά του «Ο Μήτσος Μυράτ και η εργαλειοθήκη της υστεροφημίας» παρατηρεί κριτικά τον αυτοβιογραφικό λόγο του Μυράτ, εντοπίζει ιστορικές ανακρίβειες και ερμηνεύει την προέλευσή τους. Στο ξεκίνημα της καριέρας του ο Μυράτ «δεν χρειάστηκε να περιμένει χρόνια ώσπου να του δοθεί η ευκαιρία να παίξει μεγάλους ρόλους» διαπιστώνει. Ωστόσο, «επί τριάντα χρόνια, σε κάθε εμφάνισή του στη σκηνή, είχε στο πλευρό του μία λαμπερή πρωταγωνίστρια που κέρδιζε οπωσδήποτε το μεγαλύτερο μερίδιο της προβολής». Μη έχοντας γευτεί την ίδια ικανοποίηση, αισθανόταν πικρία για όσα δεν είχε καταφέρει.

Οι λυρικές εξομολογήσεις και οι έντεχνες αποσιωπήσεις στο Η ζωή μου συνθέτουν, σε μια ανάγνωση κάτω από τις γραμμές, ένα σπαρακτικό ψυχογράφημα του ηθοποιού στην προσπάθειά του να ανακατασκευάσει τον εαυτό του ως κορυφαίου μαθητή και φορέα της πνευματικής κληρονομιάς του Χρηστομάνου, υπερτονίζοντας ίσως τη δική του καλλιέργεια, τις σχέσεις του με την ελληνική λογιοσύνη και τον μποέμ χαρακτήρα της ζωής των νεανικών του χρόνων.
Την ίδια στιγμή, το κείμενό του συνιστά αναμφίβολα τεκμήριο της θεατρικής μας ιστορίας αποτυπώνοντας όλον τον καλλιτεχνικό ενθουσιασμό για τις νεωτεριστικές απόπειρες και τις καλλιτεχνικές ζυμώσεις που άνοιξαν τον δρόμο για την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου το 1930. Την ιστορία, στην οποία αργότερα ο γιος Δημήτρης Μυράτ (1908-1991) πρόκειται να επισκιάσει τον πατέρα με τη δική του λάμψη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ