Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σημαία του την ελάφρυνση του χρέους. Και ορθώς. Πριν ακόμη μπουν στα σκαριά οποιαδήποτε σχέδια επενδύσεων, γνωρίζουμε ότι βαθιά στο μέλλον, το 2030 και βάλε, δεσμεύεται προκαταβολικά μεγάλο τμήμα της όποιας παραγωγής υπάρχει τότε προκειμένου να δοθεί στους δανειστές ως εξυπηρέτηση του χρέους. Οι δανειστές λειτουργούν ως άκαρδος σπιτονοικοκύρης που κάθε πρώτη του μήνα έρχεται να εισπράξει το νοίκι –ασχέτως της υγείας και της παραγωγικής ικανότητας του ενοίκου. Από ένα σημείο και μετά το νοίκι μπορεί να είναι τόσο δυσβάστακτο, ώστε να υπονομεύσει κάθε προσπάθεια της οικογένειας να ορθοποδήσει.
Η διαπραγμάτευση που σκόπευε και σκοπεύει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, και ορθώς, έχει την εξής στρατηγική: Θα απευθυνθεί στους δανειστές λέγοντας: «Για να πάρετε τα λεφτά σας πίσω πρέπει να φροντίσετε οι απαιτήσεις σας να μη μειώνουν τη δική μας παραγωγική ικανότητα». Θα συνεχίσει: «Φροντίστε να πάει η οικονομία μας καλύτερα και τότε το παιχνίδι γίνεται Win-win. Αλλιώς, αν επιμείνετε στις παράλογες απαιτήσεις σας, θα σφάξετε τη χρυσοτόκο όρνιθα και θα χάσουμε και οι δύο μαζί». Lose-lose δηλαδή.
H λογική αυτή, είτε τη θέτουμε ως θεωρία παιγνίων είτε όχι, είναι ατράνταχτη. Συμφωνούν και το ΔΝΤ και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πόσο διαφέρει το τεράστιο εθνικό χρέος από το τεράστιο Ασφαλιστικό;
Εχουμε ένα ασφαλιστικό σύστημα 100% δημόσιο με παραδοσιακού τύπου συντάξεις καθορισμένων παροχών. Αυτό σημαίνει ότι πληρώνει κάποιος εισφορές τώρα για να αγοράσει μερίδιο της μελλοντικής παραγωγής –μια σύνταξη που ορίζεται ως ποσοστό των μελλοντικών του αποδοχών. Δηλαδή, πριν ακόμη μπουν στα σκαριά οποιαδήποτε σχέδια επενδύσεων, γνωρίζουμε ότι βαθιά στο μέλλον, το 2030 και βάλε, δεσμεύεται προκαταβολικά μεγάλο τμήμα της όποιας παραγωγής υπάρχει τότε προκειμένου να δοθεί στους συνταξιούχους ως σύνταξη.
Η ομοιότητα με το πρόβλημα του μεγάλου χρέους είναι απόλυτη. Εχουμε δηλαδή ένα ασφαλιστικό σύστημα που υποχρεώνει τον κάθε μελλοντικό συνταξιούχο να παίζει τον άκαρδο σπιτονοικοκύρη απέναντι στα ίδια του τα παιδιά. Πριν ρωτήσει πώς θα είναι τότε οι συνθήκες παραγωγής, ο ασφαλισμένος δεσμεύει από σήμερα την παραγωγή του μέλλοντος λέγοντας: «Εγώ έκανα το δικό μου κομμάτι. Εσείς να βρείτε τρόπο να μου δώσετε τα λεφτά που μου υποσχέθηκαν».
Το Ασφαλιστικό δηλαδή εμφανίζεται ως ένα σύστημα Lose-lose, όπου η σχετικά πλούσια σημερινή γενιά καταδυναστεύει και προσπαθεί να δεσμεύσει τη σχετικά φτωχή επόμενη γενιά –δηλαδή τα παιδιά της. Μάλιστα, η υποθήκευση της μελλοντικής παραγωγής λόγω συντάξεων έρχεται να προστεθεί στην ήδη βεβαρημένη κατάσταση λόγω της υποθήκευσης εκ μέρους του χρέους.
Πώς καταφέραμε να εγκλωβιστούμε σε ένα τέτοιο αδιέξοδο; Υπάρχει διέξοδος;
Το πρόβλημα αυτό δεν υπαγορεύεται από το ελληνικό DNA. Δεν είναι ένα θέμα που αντιμετωπίζει μόνο η Ελλάδα. Αλλες χώρες το έχουν λύσει ήδη.
Η κεντρική ιδέα που εφάρμοσαν ήταν η ίδια με τη διευθέτηση του χρέους που διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ: Συστήματα συντάξεων ενσωματώνουν τους ασφαλισμένους ως συνεταίρους στην οικονομία, μειώνοντας την προκαταβολική υποθήκευση της μελλοντικής παραγωγής. Τμήμα των εισφορών (μεγαλύτερο για τους πιο πλούσιους) επενδύεται στην οικονομία. Οι συντάξεις δεν προκαθορίζονται αλλά προκύπτουν ως επιβράβευση αναπτυξιακών επιδόσεων. Το σύστημα συντάξεων δεν λειτουργεί ως δυνάστης της μελλοντικής παραγωγής αλλά δουλεύει μαζί με τους μελλοντικούς εργαζομένους για καλύτερα αποτελέσματα. Αντί να απαιτεί, συμμετέχει.
Το σύστημα πολλαπλών πυλώνων, δηλαδή, υιοθετεί στις συντάξεις αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελε να διαπραγματευθεί στο χρέος. Ρωτά ποιες είναι οι ανάγκες της οικονομίας και προσαρμόζει τις συντάξεις σε αυτές. Στη Γερμανία το ερώτημα που τέθηκε το 2003 ήταν με ποιον τρόπο, παρά το δημογραφικό, δεν θα αυξηθεί η επιβάρυνση της παραγωγής –δηλαδή πώς δεν θα αυξηθεί το ποσοστό εισφοράς.
Η πηγή του προβλήματος στην Ελλάδα είναι ότι το σύστημα στο οποίο είμαστε προσκολλημένοι μας οδηγεί στην αντίθετη προσέγγιση: Οι ανάγκες των συντάξεων οδηγούν σε προσαρμογές στην οικονομία. Ο,τι λένε, δηλαδή, οι πιο άκαρδοι δανειστές στο θέμα του χρέους.
Τη λύση αυτή –το σύστημα πολλαπλών πυλώνων –τόλμησε τελευταία να προτείνει η Επιτροπή Σοφών. Η πρότασή τους ποτέ δεν συζητήθηκε, ίσως μάλιστα να εγκαταλείφθηκε στα γρήγορα και από κάποιους που την είχαν υπογράψει.
Η έλλειψη συζήτησης μας εγκλωβίζει τώρα σε προτάσεις εξίσου βλαπτικές, στο σύστημα Λοβέρδου – Κουτρουμάνη – Βρούτση είτε στη συριζαϊκή εκδοχή του. Ολες ενστερνίζονται την προσήλωση σε κρατικίστικα συστήματα του 20ού αιώνα. Τα συστήματα αυτά διαμορφώθηκαν για συνθήκες ομαλής και αυτόματης ανάπτυξης. Οταν προσκρούουν σε προβλήματα του 21ου αιώνα, αναπαράγουν το ίδιο αδιέξοδο, ξανά και ξανά. Αυτό που κάποτε προστάτευε τα συμφέροντα των συνταξιούχων, τώρα πια τα αντιστρατεύεται. Με την προσοχή στραμμένη προς τα πίσω, τα κόμματα δεν καταλαβαίνουν ότι ο κόσμος άλλαξε.
Οσο διεξάγεται μόνο συζήτηση με παλαιοκομματικούς όρους, τόσο ο ελέφαντας στο δωμάτιο θα παραμένει αόρατος. Εχοντας ήδη χρεοκοπήσει μία φορά, θα ήταν κρίμα να χρεοκοπήσουμε και δεύτερη, με περίπου τον ίδιο τρόπο.
Ο κ. Πλάτων Τήνιος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



