Μπαϊρόιτ
Ειδική ανταπόκριση
Ειδική ανταπόκριση
Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο του Βάγκνερ. Στο φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, σε αυτόν τον ναό που στήθηκε προς δόξα και τιμή του, οι μυθικές ταξιθέτριες, γνωστές ως «κοπέλες με τα μπλε» (blaue Mädchen), είναι πια ντυμένες… στα γκρι· υπάρχουν μάλιστα –καθότι ισοτιμία –και ταξιθέτες. Αυτοί όμως φορούν μαύρο κοστούμι. Ο,τι καταλαβαίνει ο καθένας. Ωστόσο, το χειρότερο είναι πως η οικογένεια των Βάγκνερ, κατά τα πρότυπα των Ατρειδών, εξακολουθεί να σπαράσσεται. Το τελευταίο επεισόδιο: η ακούσια, όπως λέγεται, αποχώρηση της εβδομηντάχρονης Εύας Βάγκνερ-Πασκιέ σε λίγες ημέρες, η οποία, έπειτα από επτά χρόνια συνδιοίκησης όπου ήταν στα μαχαίρια με την Καταρίνα Βάγκνερ, παραδίδει τελικά το τιμόνι στην ετεροθαλή αδελφή της, ετών 37.
Η Καταρίνα Βάγκνερ είναι και η σκηνοθέτρια της νέας αυτής παραγωγής του Τριστάνος και Ιζόλδη που αποτελεί και την 150ή επέτειο του πρώτου ανεβάσματος της όπερας. Ενα πολυαναμενόμενο θέαμα, αφού μετά τους Αρχιτραγουδιστές, που αποδοκιμάστηκαν τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική το 2007, είναι η δεύτερη φορά που σκηνοθετεί στο Μπαϊρόιτ μια παραγωγή που είχε ανεβάσει, όταν ζούσε, ο πατέρας της Βόλφγκανγκ.
Μετά τις τελευταίες παραγωγές που καταγιουχαΐστηκαν στο πρώτο τους ανέβασμα (όπως το τελευταίο Δαχτυλίδι, που σκηνοθέτησε το «τρομερό παιδί» του γερμανικού θεάτρου, ο Φρανκ Κάστορφ, και που χειροκροτήθηκε ωστόσο στην επανάληψή του, ακριβώς όπως συνέβη και με τη μυθική παράσταση του Σερό, το 1976), ο καινούργιος Τριστάνος, λιγότερο προκλητικός, αλλά σκοτεινός και απαισιόδοξος, προκάλεσε μια σχετική ικανοποίηση στο κοινό. Εν τούτοις, πολλά ερωτήματα παραμένουν.
Η πρώτη πράξη διαθέτει και ιδέες και ευρήματα: πολύ ενδιαφέρουσα η πρόταση να εξελίσσεται το ταξίδι του Τριστάνου και της Ιζόλδης σε έναν λαβύρινθο με σκάλες και υδραυλικά ασανσέρ που θύμιζαν Εσερ και παρέπεμπαν στις δυσκολίες της ερωτικής έλξης των δυο εραστών και την απομάκρυνσή τους από τον κόσμο. Εξίσου ενδιαφέρον και το ερωτικό φίλτρο που δεν το πίνουν, αλλά ραντίζουν με αυτό τα σφιχτοδεμένα χέρια τους, ως επικύρωση ενός έρωτα που προϋπήρχε. Ολα όμως χαλάνε στη δεύτερη πράξη που τοποθετείται σε μια φυλακή –σύμβολο κατ’ εξοχήν διδακτικό –όπου ο βασιλιάς Μάρκε παρουσιάζεται ως μαφιόζος δήμιος. Η τρίτη πράξη, σαφώς πιο σκοτεινή, αποκτά μια αισθητική που θυμίζει «Νέο Μπαϊρόιτ» των δεκαετιών ’50 και ’60 με τις απαλές δέσμες φωτός, μέσα από τις οποίες διακρίνεται το παραλήρημα του ετοιμοθάνατου Τριστάνου απέναντι σε μια Ιζόλδη που η μορφή της πολλαπλασιάζεται μέσα από ένα ολογραφικό τετράεδρο. Ακολουθεί το φινάλε –το περίφημο «Liebestod» –με την Ιζόλδη να κρατά με τρόπο γελοίο το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και η παράσταση τελειώνει με τον κυνικό και εκδικητικό Νονό Μάρκε να σπρώχνει με σκληρότητα την Ιζόλδη, την οποία του είχαν τάξει. Κανένας φυσικός ή πνευματικός θάνατος, καμιά μεταμόρφωση εντός του έρωτα, αλλά η βίαιη επιστροφή στην επίγεια εξουσία. Αυλαία. Μια ερμηνεία χωρίς τίποτε το ανατρεπτικό, φρόνιμη, συχνά στα όρια της πλήξης, κυρίως εξαιτίας μιας συνοπτικής διεύθυνσης των ηθοποιών και μιας ανικανότητας να εξασφαλιστεί η εσωτερική συνοχή του έργου.
Από τον Τριστάνο του Στίβεν Γκουλντ που καταχειροκροτήθηκε, κρατάμε κυρίως τη στιβαρότητα και την καθαρή άρθρωση του τραγουδιού και ευγνωμονούμε την Εβελιν Ερλίτζιους, στην οποία κατέφυγαν έναν μόλις μήνα πριν από την πρεμιέρα, κι έσωσε την παράσταση. H γωνιώδης αδρότητα της φωνής της είχε ως αντιστάθμισμα το απόλυτο δόσιμό της στο υπέροχο φινάλε, χωρίς ωστόσο να φτάσει στα ύψη μιας Βαλτράουντ Μάγερ ή μιας Νίνα Στέμε.
Πιο πειστικοί ήταν ο Βασιλιάς Μάρκε του Γκέοργκ Τσέπενφελντ, με τον εκπληκτικό έλεγχο και τη δύναμη της φωνής του, μια φωνή παλαιού τύπου που δεν υπερβάλλει ποτέ, αλλά που η παραγωγή τού είχε απαγορέψει και το απειροελάχιστο συναίσθημα, η γενναιόδωρη Μπρανγκένα της Κρίστα Μάγερ και ο στέρεος Κούρβεναλ του Ιαν Πάτερσον.
Ο μεγάλος θριαμβευτής ήταν ο διευθυντής ορχήστρας Κρίστιαν Τίλεμαν, του οποίου η μεστή, απόλυτα ελεγχόμενη ορχηστρική ανάγνωση, με τα λεπταίσθητα και βαθιά ηχοχρώματα, και η σκόπιμα λυρική διεύθυνση έκαναν θαύματα. Μπορούμε εν τούτοις να αναρωτηθούμε αν η άρνηση κάθε δραματικότητας σε συνδυασμό με το αργό tempo δεν ευθύνεται για ορισμένες απόλυτα φανερές πτώσεις της έντασης. Ενας καλλιτεχνικός θρίαμβος για κάποιον που είχε να διευθύνει αυτή την όπερα από το 2003, συγχρόνως όμως κι ένας προσωπικός θρίαμβος που έρχεται ως επιστέγασμα της πρόσφατης ανάληψης των νέων αρμοδιοτήτων του ως μουσικού διευθυντή του Φεστιβάλ, και που συμπίπτει με την αποχώρηση της Εύας Βάγκνερ-Πασκιέ. Στην πόλη των Ατρειδών, πάνω στον «Πράσινο Λόφο», οι εφημερίδες δεν σταμάτησαν να γράφουν για τις συνεχείς αναταράξεις που οδήγησαν στην αποπομπή των δύο ερμηνευτριών της Ιζόλδης, της σοπράνο Εύας-Μαρία Βέσμπρουκ, της πρώτης που είχε κληθεί, και που τη διαδέχτηκε η Ανια Κάμπε –προσφιλής του αρχιμουσικού Κίριλ Πετρένκο που ανέλαβε πρόσφατα τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, την οποία εποφθαλμιούσε ο Τίλεμαν –που τελικά αντικαταστάθηκε από την Εβελιν Ερλίτζιους. Αλλεπάλληλα «θεατρικά εφέ» αντάξια μιας «σαπουνόπερας»… Ο μέγας μύθος καλά κρατεί.
Μετάφραση: Μαρία Ευσταθιάδη
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ