Μια επιδημία τυφοειδούς πυρετού που οφείλεται σε βακτήριο ανθεκτικό σε πολλά αντιβιοτικά βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στην Ασία και την Αφρική, αποκαλύπτει νέα μελέτη.

Ο τυφοειδής πυρετός, διαφορετική ασθένεια από τον τύφο, προκαλείται από ένα ένα είδος σαλμονέλας, το Salmonella enterica Typhi, συγγενή της σαλμονέλας που προκαλεί γαστρεντερίτιδα. Μεταδίδεται από μολυσμένο νερό ή λόγω κακών συνθηκών υγιεινής και προκαλεί υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, ψυχιατρικά συμπτώματα και σε ορισμένες περιπτώσεις θάνατο.

Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των κρουσμάτων κυμαίνονται από 10 έως 30 εκατομμύρια το χρόνο. Περίπου 200 χιλιάδες ασθενείς χάνουν τη ζωή τους σε ετήσια βάση.

Η νέα μελέτη

Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Genetics, εξετάζει ένα νέο στέλεχος του βακτηρίου με την ονομασία H58, το οποίο παρουσιάζει ανθεκτικότητα στις πενικιλίνες και άλλα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται κατά της ασθένειας.

Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική στην Αφρική, προειδοποιούν οι ερευνητές στο Ινστιτούτο «Σάνγκερ» του Wellcome Trust στη Βρετανία. Στην περιοχή του Μπλαντάιρ στο Μαλάουι καταγράφηκαν το 2014 πάνω από 780 κρούσματα, συγκριτικά με μόλις 14 ανά έτος την περίοδο 1998-2010. Στο ίδιο διάστημα, το ποσοστό των ανθεκτικών λοιμώξεων εκτινάχθηκε από το 7% στο 97%.

Σε μια προσπάθεια να προσδιορίσουν την προέλευση της νέας επιδημίας, οι ερευνητές προσδιόρισαν τη γενετική αλληλουχία 1.800 δειγμάτων του βακτηρίου από 63 χώρες. Το 47% του συνόλου των δειγμάτων βρέθηκαν θετικά στον ορότυπο Η58 του βακτηρίου.

Πώς εξαπλώθηκε το πολυανθεκτικό στέλεχος

Η γενετική ανάλυση υποδεικνύει ότι το πολυανθεκτικό στέλεχος εμφανίστηκε στην Ασία πριν 20 με 30 χρόνια, πριν εξαπλωθεί στη Μέση Ανατολή και τα νησιά του Ειρηνικού. Μεταπήδησε επίσης στην Ανατολική Αφρική σε πολυάριθμα ξεχωριστά περιστατικά και από εκεί εξαπλώθηκε και στα δυτικά της ηπείρου.

Η ερευνητική ομάδα εικάζει ότι η επιδημία δεν είχε γίνει αντιληπτή ως σήμερα επειδή ο τυφοειδείς πυρετός δίνει συμπτώματα παρόμοια με αυτά άλλων ασθενειών και συχνά η διάγνωση είναι δύσκολη.

Εμβόλια υπάρχουν, προσφέρουν όμως προστασία για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν χορηγούνται ευρέως.

Λόγω της ανησυχητικής κατάστασης, λένε οι ερευνητές, τα εμβόλια θα έπρεπε να δοκιμαστούν σε πιο ευρέα κλίμακα στους πληθυσμούς που επηρεάζονται από την επιδημία.