Η ανάπτυξή της τα τελευταία χρόνια γίνεται με ρυθμούς που «καλπάζουν» καθώς εξαπλώνεται δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα. Ωστόσο η βραχυπρόθεσμη εκμίσθωση κατοικιών από ιδιώτες μέσα από πλατφόρμες φιλοξενίας όπως η Airbnb απαιτεί αντανακλαστικά και προσαρμογή, με τη «σκυτάλη» να βρίσκεται στα χέρια της Πολιτείας. Γιατί σήμερα η πλατφόρμα Airbnb διαθέτει 11.500 καταχωρίσεις σε όλη την Ελλάδα, από τις οποίες οι 2.500 βρίσκονται στην Αθήνα. Ο τελευταίος αριθμός δε έχει διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια καθώς η πρωτεύουσα αποτελεί τον δημοφιλέστερο σε διανυκτερεύσεις προορισμό στη χώρα.
35.000 περιοχές


Με την αξία της να υπολογίζεται στα 10 δισ. δολάρια, η πλατφόρμα φιλοξενίας που ξεκίνησε το 2008 έχει καταγράψει 30 εκατ. επισκέπτες, με τα 20 εκατ. από την αρχή του 2014. Δραστηριοποιείται σε 191 χώρες, με πάνω από 1 εκατ. καταχωρίσεις σε 35.000 περιοχές. Η γεωμετρική της άνοδος όμως συνοδεύεται από αντιδράσεις ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, οι οποίες κάνουν λόγο για αθέμιτο ανταγωνισμό και φοροδιαφυγή, αλλά και την αμηχανία του κράτους απέναντι στην οικονομία του διαμοιρασμού (sharing economy), η οποία δημιουργεί νέα δεδομένα και στον κλάδο της φιλοξενίας με τη δυναμική που της δίνει το Διαδίκτυο. Σε πρόσφατη μελέτη εκτιμάται ότι κάθε αύξηση 10% στην προσφορά της πλατφόρμας οδηγεί σε μείωση 0,35% του μηνιαίου εσόδου ανά ξενοδοχειακό δωμάτιο.
Μεταβατική φάση


«Ολοι πρέπει να προσαρμοστούμε στον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους» λέει ο επικεφαλής Public Policy της Airbnb κ. Πάτρικ Ρόμπινσον. «Παντού στον κόσμο είμαστε σε μια μεταβατική φάση, όπου νόμοι, κανόνες και κοινωνικές συμπεριφορές χρειάζεται να προσαρμοστούν με ό,τι κάνουν οι άνθρωποι με τα σπίτια τους» συμπληρώνει. Οπως εκτιμά, πρόκειται για «ένα νέο φαινόμενο που αφορά μια νέα μορφή τουρισμού και ένα νέο είδος ταξιδιωτών», υποστηρίζοντας ότι «μπορούμε να συμβάλουμε στην ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα φέρνοντας διαφορετικού τύπου τουρίστες». Εξάλλου, «όταν φθάνεις 30 εκατ. επισκέπτες πλέον είσαι mainstream», δεν ισχύει πια «το μοντέλο ότι οι ταξιδιώτες είναι νέοι με χαμηλό εισόδημα».
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι τα έσοδα από τις παράνομα ενοικιαζόμενες κατοικίες ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), μέσω της Airbnb υπολογίζεται ότι το 2014 έγιναν 300.000 διανυκτερεύσεις στη χώρα. Αντίστοιχα, σε μελέτη της Airbnb για την Αθήνα προκύπτει ότι ο οικονομικός αντίκτυπος από τις διανυκτερεύσεις μέσα σε ένα έτος ανέρχεται σε 69 εκατ. ευρώ. Συνολικά 720 οικοδεσπότες μίσθωσαν τα σπίτια τους εισπράττοντας 3,3 εκατ. ευρώ το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2013 ως και τον Σεπτέμβριο του 2014, με μέσο έσοδο 4.500 ευρώ ο καθένας για περίπου 68 διανυκτερεύσεις.
Και ενώ το 2014 θεσπίστηκε ένα κατ’ αρχήν νομικό πλαίσιο για τη βραχυπρόθεσμη τουριστική εκμίσθωση επαύλεων, εξοχικών και κατοικιών, πολλά καταλύματα εξακολουθούν να ενοικιάζονται παράνομα, ενώ η Αθήνα λειτουργεί σε «γκρίζα ζώνη». Στην ελληνική πρωτεύουσα έχει διαπιστωθεί ότι το φαινόμενο αρχίζει να επηρεάζει τα έσοδα των ξενοδοχείων, καθώς ακόμη και οι αφίξεις του 2014, οι οποίες έφθασαν στα 3.388.322, αυξημένες κατά 29,4% από το 2013, δεν αποτυπώνονται σε αντίστοιχες διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχεία.
Προκλήσεις


«Υπάρχουν ισχυρές νομικές προκλήσεις» λέει ο κ. Ρόμπινσον και προσθέτει ότι «είμαστε σε ανοιχτό διάλογο με το αρμόδιο υπουργείο και το ΞΕΕ», με στόχο να αναδειχθούν «πτυχές όπου ο νόμος μπορεί να γίνει πιο εύκολος». Οπως τονίζει, «το ξενοδοχείο δεν είναι εχθρός. Υπάρχει πολύς χώρος σε μια αναπτυσσόμενη αγορά όπως ο τουρισμός, όχι μόνο παγκόσμια αλλά και στην Ελλάδα».
Ο ίδιος επισημαίνει και «το όφελος για τους οικοδεσπότες», καθώς εκτιμάται ότι 80% αυτών διαθέτουν τα σπίτια τους. Είναι «ένα καλό πρόσθετο έσοδο σε μια εποχή που οι άνθρωποι όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη αναζητούν ενίσχυση των οικονομικών τους» και αυτό το επιπλέον εισόδημα «βοηθά τους ανθρώπους να ανταποκριθούν στο κόστος ζωής και να διατηρήσουν τα σπίτια όπου μένουν» λέει. Σε αυτό το πλαίσιο διαχωρίζει τη μίσθωση ενός σπιτιού «για δύο εβδομάδες τον χρόνο» από τη λειτουργία ενός ξενοδοχείου σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της νομοθεσίας και της φορολογίας σε «αυτή την ιδιωτική δραστηριότητα».
Και φόροι


Εν τω μεταξύ η πλατφόρμα ήδη συγκεντρώνει φόρους σε κάποιες πόλεις. «Η κοινότητά μας θέλει να πληρώσει το μερίδιό της και να βοηθήσει, γι’ αυτό εργαζόμαστε προκειμένου να συγκεντρώσουμε και να αποδώσουμε φόρους εκ μέρους των οικοδεσποτών και επισκεπτών. Θέλουμε να ηγηθούμε της αγοράς σε αυτό το θέμα και να διασφαλίσουμε ότι οι κυβερνήσεις λαμβάνουν τα έσοδα. Ξεκινήσαμε αυτό το πρόγραμμα στο Πόρτλαντ και στο Σαν Φρανσίσκο και από τότε ακολούθησαν παρόμοια προγράμματα σε Σαν Χοσέ, Αμστερνταμ, Ουάσιγκτον και Σικάγο. Σύντομα θα ξεκινήσουμε να συγκεντρώνουμε και να αποδίδουμε φόρους στο Μαλιμπού, ενώ είμαστε σε αυτή τη διαδικασία στη Γαλλία» δηλώνει. Συμπληρώνει ωστόσο ότι είναι δύσκολο «να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν οι διαφορετικές φορολογίες, γι’ αυτό και προχωρούμε γοργά αλλά προσεκτικά. Δεν πρόκειται για ζήτημα του να γυρίσεις έναν διακόπτη, χρειάζεται χρόνο, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να επεκτείνουμε αυτό το πρόγραμμα».


ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Ανάγκη ελεγκτικού μηχανισμού

«Το θέμα της παραξενοδοχίας αποτελεί χρόνιο και πανελλαδικό πρόβλημα, ωστόσο και στην Αθήνα αποκτά πλέον μεγάλες διαστάσεις καθώς προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και η παράνομη ενοικίαση διαμερισμάτων κάθε τύπου και κάθε φιλοσοφίας σε ό,τι αφορά διαμονή και προσφερόμενες υπηρεσίες»
δηλώνει ο πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ) κ. Αλέξανδρος Βασιλικός. Ο ίδιος προσθέτει ότι «σε μια εποχή όπου οι εισπράξεις του Δημοσίου θα κάνουν τη διαφορά μεταξύ της επιβίωσης και της χρεοκοπίας της χώρας, νομίζω πως δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμεγια την ανάγκη ελεγκτικού μηχανισμού, αυτού που θέλει να ονομάζεται “οικονομία διαμοιρασμού” ή sharing economy. Οπως έχουμε ξαναπεί, η “οικονομία διαμοιρασμού” είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε να σταματήσουμε». «Οπως πολλά πράγματα στην Ελλάδα, όμως, αν δεν βάλουμε σαφείς διαχωρισμούς και κανόνες, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια νέα μορφή παραοικονομίας η οποία ξέρουμε όλοι πολύ καλά πού έχει οδηγήσει τη χώρα μας. Πού σταματά λοιπόν η “οικονομία διαμοιρασμού” και πού ξεκινά η “τουριστική μίσθωση” ενός ακινήτου; Αλλά και ποιο είναι άραγε το μερίδιο ευθύνης της εκάστοτε διαδικτυακής “πλατφόρμας” του είδους που λειτουργεί ως ενδιάμεσος και η οποία, ενώ γνωρίζει το πρόβλημα, αποφεύγει να πάρει θέση απέναντι σ’ αυτό;» καταλήγει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ