Το περασμένο Φθινόπωρο, ο Αντώνης Σαμαράς πήγε στο Βερολίνο και συναντήθηκε με την Ανγκελα Μέρκελ σε μια προσπάθεια να βρει πολιτική λύση στο ελληνικό ζήτημα. Προηγουμένως, η ελληνική πλευρά τα είχε «σπάσει» με την τρόικα και καθυστερούσε την εφαρμογή του προγράμματος, προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια στο Eurogroup.
Πηγές που συμμετείχαν στη συνάντηση εκείνη αναφέρουν ότι αφού ο κ. Σαμαράς ανάπτυξε το σχέδιό του για έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο, η γερμανίδα καγκελάριος τον ρώτησε: «με τον Σόιμπλε τα έχετε βρει;».
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο τότε Πρωθυπουργός δήλωσε ότι η Ελλάδα βγαίνει από το μνημόνιο και στη συνέχεια πανηγύρισε για τη δήλωσή του αυτή. Και επειδή η Ανγκελα Μέρκελ δεν τη σχολίασε, θεώρησε ότι συμφωνεί το Βερολίνο.
Έλα όμως που υπολόγιζε χωρίς… τον ξενοδόχο. Και ο ξενοδόχος στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μετά τη συνάντηση του Βερολίνου, το θέμα παραπέμφθηκε στα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας, μπλέχτηκε το ΔΝΤ και το χρηματοδοτικό κενό εκτοξεύθηκε στα ύψη, καθιστώντας ανέφικτα τα σχέδια της κυβέρνησης Σαμαρά για έξοδο από το μνημόνιο.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που προέκυψε από τις εκλογές έκανε σημαία της την πολιτική διαπραγμάτευση. Ύστερα από τρία Eurogroup, στα οποία η ελληνική πλευρά προσπαθούσε να βρει λύση εκτός του πλαισίου που επιβάλλουν οι κανόνες λειτουργίας της ευρωζώνης, κατέληξε στο παρά πέντε στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, με την οποία πανηγύρισε το τέλος του μνημονίου, της τρόικας και της λιτότητας.
Πλην όμως δεν διασφάλισε τα κεφάλαια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Η συμφωνία προβλέπει ότι η απελευθέρωση των δόσεων συνδέεται με την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και την αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος.
Και όσο η κυβέρνηση «παίζει άμυνα» με την τρόικα, τα λεφτά παραμένουν δεσμευμένα και η «θηλιά» της ρευστότητας σφίγγει γύρω από το λαιμό της.
Σε μια ύστατη προσπάθεια να επαναφέρει τη διαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο, ο Αλέξης Τσίπρας έστειλε επιστολή στην Αγκελα Μέρκελ επισημαίνοντας τον κίνδυνο η Ελλάδα να ξεμείνει από λεφτά και να μην είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, προκαλώντας τη μίνι Σύνοδο Κορυφής της περασμένη Πέμπτη στις Βρυξέλλες και τη χθεσινή συνάντηση στο Βερολίνο.
Η γερμανίδα καγκελάριος εμφανίστηκε για ακόμα μια φορά συναινετική. Όμως, όπως και στην περίπτωση Σαμαρά, παρέπεμψε το θέμα στο Eurogroup, δηλαδή στον Βολφγκανγκ Σόιμπλε. «Τις αποφάσεις τις παίρνει το Eurogroup» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Διότι η διαδικασία στην ΕΕ είναι συγκεκριμένη: το EuroWorking Group (τεχνικά κλιμάκια) επεξεργάζεται το θέμα, εισηγείται στο Eurogroup (υπουργοί Οικονομικών), το οποίο αποφασίζει και η Σύνοδος Κορυφής (αρχηγοί κρατών-μελών) υιοθετεί την απόφαση. Η Ανκελα Μέρκελ δεν έκανε τίποτα παραπάνω από αυτό που προβλέπουν οι κανόνες λειτουργίας της ΕΕ.
Το ίδιο τόνισε και ο Μάριο Ντράγκι μιλώντας χθες στο Ευρωκοινοβούλιο. «Η ΕΚΤ», είπε, «είναι ένα ίδρυμα που βασίζεται σε κανονισμούς, δεν είναι πολιτικός θεσμός» και πρόσθεσε ότι «δεν δημιουργεί νέους κανονισμούς για την Ελλάδα ή για καμία άλλη χώρα».
Καλά είναι λοιπόν τα χαμόγελα του Αλέξη Τσίπρα με την Ανγκελα Μέρκελ και το συναινετικό κλίμα που βγαίνει προς τα έξω. Όμως δεν αρκούν.
Χρειάζονται άμεσα πράξεις και μάλιστα με μετρήσιμο αποτέλεσμα, στο πλαίσιο της απόφασης της 20ης Φεβρουαρίου. Η επιλογή της πολιτικής διαπραγμάτευσης για ακόμα μία φορά αποδεικνύεται ότι δεν υφίσταται.
Που σημαίνει σκληρές και δύσκολες αποφάσεις για την κυβέρνηση, κάτω από την ασφυκτική πίεση της έλλειψης ρευστότητας. Από τις αποφάσεις αυτές θα κριθούν τα αποτελέσματα της συνάντησης του Βερολίνου.



