Η διαπραγμάτευση που συμφώνησαν κυβέρνηση και τρόικα στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου με στόχο να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος και να εκταμιευθούν οι δόσεις, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο πριν καλά-καλά ξεκινήσει
Επισήμως, οι δύο πλευρές εμφανίζονται να ερμηνεύουν διαφορετικά τη συμφωνία και η μία κατηγορεί την άλλη ότι δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα.
Οι μεν πιστωτές υποστηρίζουν ότι η ελληνική πλευρά δεν τους παρέχει επαρκή στοιχεία και προχωρεί σε μονομερείς ενέργειες, η δε κυβέρνηση ότι δεν την αφήνουν να προχωρήσει στις διαρθρωτικές αλλαγές.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές η κατάρρευση των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων (τυπικά τα τεχνικά κλιμάκια συνεχίζουν τη συγκέντρωση στοιχείων) είναι αποτέλεσμα του «φουσκωμένου» λογαριασμού που βγάζουν οι πιστωτές, εξέλιξη η οποία προδιαθέτει για το που θέλουν να οδηγήσουν τα πράγματα.
Όπως αναφέρουν, η προσαρμογή που θα πρέπει να κάνει η νέα ελληνική κυβέρνηση είναι της τάξεως των 5-6 δισ. ευρώ. Στην προηγούμενη αξιολόγηση, η οποία δεν ολοκληρώθηκε, ο λογαριασμός ήταν 2-2,5 δισ. ευρώ και η κυβέρνηση Σαμαρά έπεσε επειδή αδυνατούσε να πάρει τα μέτρα που της ζητούσαν.
Οι επιλογές λοιπόν για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι είτε να προχωρήσει στην αξιολόγηση με βάση την υπέρογκη προσαρμογή που θα πρέπει να κάνει, είτε να τα σπάσει με τους πιστωτές.
Με άλλα λόγια, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Και τούτο διότι εκτιμάται ότι πολύ δύσκολα θα υπάρξουν καινούρια λεφτά για την Ελλάδα. Στην παρούσα συγκυρία είναι πολύ δύσκολο για τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες θα σηκώσουν το βάρος μιας νέας χρηματοδότησης, να πάρουν σχετική έγκριση από τα κοινοβούλιά τους.
Οι επικείμενες περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία όπου αναμένεται νίκη του κόμματος της Μαρί Λεπέν στον πρώτο γύρο της προσεχούς Κυριακής και η πρόσφατη πανωλεθρία του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών στις τοπικές εκλογές του κρατιδίου του Αμβούργου, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο για τον Φρανσουά Ολάντ και την Ανγκελα Μέρκελ, με τους οποίους συναντάται σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας, να συναινέσουν σε νέα χρηματοδοτική βοήθεια για την Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, οι ευρωπαίοι έχουν κουραστεί από το ελληνικό ζήτημα. Αρχικά με την κυβέρνηση Σαμαρά η οποία ναι μεν αναγνώριζε τις υποχρεώσεις, πλην όμως «έσκιζε» τα μνημόνια, έδιωχνε την τρόικα, καθυστερούσε τις αξιολογήσεις και δεν υλοποιούσε τις συμφωνίες και τώρα με την κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία «παίζει κρυφτό» με τα τεχνικά κλιμάκια, αμφισβητεί τις διαδικασίες και δεν αναγνωρίζει τα συμφωνηθέντα, έχουν φτάσει στα όριά τους.
Όμως, με δεδομένη την ευαίσθητη γεωπολιτική συγκυρία σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή και την εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη στη Δύση, εμφανίζονται διατεθειμένοι να αποδεσμεύσουν υπό όρους τις δόσεις του τρέχοντος προγράμματος και τα χρήματα του ΤΧΣ για τυχόν νέα κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών.
Μπορούν επίσης να προσφέρουν ελάφρυνση του χρέους με επέκταση των λήξεων και διευκόλυνση στην καταβολή των τόκων. Όμως μέχρι εκεί. Από εκεί και πέρα δεν φαίνονται πρόθυμοι να βάλουν το χέρι στη τσέπη.
Το μήνυμα λοιπόν προς την ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να είναι: «βρείτε μόνοι σας τα λεφτά που χρειάζεστε για να εφαρμόσετε το πρόγραμμά σας. Δεν μπορούμε να περάσουμε νέο πακέτο από τα κοινοβούλιά μας».
Δηλαδή, θα αντιστρέψουν το επιχείρημα της κυβέρνησης Τσίπρα ότι έχει λαϊκή εντολή να βάλει τέλος στη λιτότητα. Θα διαμηνύσουν στον έλληνα Πρωθυπουργό ότι δεν μπορεί να προχωρήσει σε δημοσιονομική χαλάρωση με λεφτά άλλων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να πορευτεί σε ασφυκτικά πλαίσια. Είτε να πάρει μέτρα που καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει πάρει είτε να τα σπάσει με τους πιστωτές.
Πάντως, με βάση τη χθεσινή τοποθέτηση του Πρωθυπουργού στη Βουλή και τα δείγματα γραφής των υπουργών του, φαίνεται ότι είναι πιο εύκολο για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να διαχειριστεί πολιτικά το χαρτί της εξόδου από το ευρώ, παρά οικονομικά την παραμονή στην ευρωζώνη ως ισότιμο μέλος, με ό,τι η κάθε επιλογή σημαίνει για το πολιτικό της μέλλον και τη χώρα.



