Στο «μαρτύριο της σταγόνας» θα υποβληθεί για ακόμη μία φορά η Ελλάδα τους επόμενους μήνες καθώς οι πιστωτές που ελέγχουν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης εμφανίζονται διατεθειμένοι να κρατήσουν σκληρή στάση. Στη διάρκεια της εβδομάδας έγινε σαφές ότι η συμφωνία με τους πιστωτές προβλέπει πως η εκταμίευση των δόσεων θα γίνει μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, όπως είχε επισημάνει «Το Βήμα» την περασμένη Κυριακή. Ετσι ο μόνος τρόπος να χρηματοδοτηθεί το Δημόσιο είναι μέσω έκδοσης εντόκων γραμματίων τα οποία αγοράζουν οι τράπεζες. Ωστόσο η ΕΚΤ που εποπτεύει τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες σκλήρυνε τη στάση της την περασμένη εβδομάδα.
Η εντολή της ΕΚΤ


Με επιστολή της η Ντανιέλ Νουί, επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ, γνωστοποίησε στις ελληνικές τράπεζες ότι στις επόμενες δημοπρασίες εντόκων γραμματίων μπορούν μόνο να αναχρηματοδοτήσουν τους τίτλους που έχουν στην κατοχή τους και λήγουν. Δεν τους επιτρέπει να προχωρήσουν σε επιπλέον αγορές.
Την Παρασκευή λήγουν έντοκα ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Από αυτά περί τα 800 εκατ. ευρώ κατέχουν ξένες τράπεζες οι οποίες δεν προτίθεται να τα ανανεώσουν. Επιπλέον, ένα ποσό της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ έχει πουληθεί από τις τράπεζες σε ιδιώτες, οι οποίοι εκτιμάται ότι δεν θα τα ανανεώσουν. Με δεδομένη την οδηγία της ΕΚΤ, το Δημόσιο ψάχνει κεφάλαια για να καλύψει τις λήξεις περί το 1 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για ένα ποσό που δεν υπήρχε μέχρι πρότινος στους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών. Οι αρμόδιες υπηρεσίες με χίλιους δυο τρόπους είχαν προσπαθήσει να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες του κράτους ως την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την καταβολή των δόσεων. Με δεδομένο ότι η Αθήνα έχει από το περασμένο φθινόπωρο να πάρει χρήματα από το πρόγραμμα, συν το γεγονός ότι τα δημόσια έσοδα έχουν υποχωρήσει το τελευταίο τρίμηνο εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκάλεσε η εκλογική αναμέτρηση, το κράτος βρίσκεται πολύ κοντά στο να εξαντλήσει (αν δεν έχει εξαντλήσει) όλους τους πόρους και τους τρόπους που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να καλύψει τις ανάγκες του «εκ των ενόντων».
Και αυτό το έξτρα 1 δισ. ευρώ που προέκυψε μετά την οδηγία της Ντανιέλ Νουί εντείνει το πρόβλημα, αν αναλογιστεί κανείς ότι μόνο μέσα στον μήνα υπάρχουν άλλες δύο λήξεις εντόκων ύψους 1,6 δισ. ευρώ η καθεμιά, στις 12 και 20 Μαρτίου, και πρέπει να πληρωθούν περίπου 1,5 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ και άλλα 750 δισ. ευρώ για τόκους.

«Τον σκόπελο του Μαρτίου μπορεί να τον περάσουμε, αλλά τι θα γίνει τον Απρίλιο;»
αναρωτιούνται τραπεζικές πηγές. Για να αντεπεξέλθει η κυβέρνηση κάνει «σαφάρι» στα αποθεματικά και στις καταθέσεις των ταμείων και άλλων οργανισμών. Οι διοικήσεις τους όμως εμφανίζονται επιφυλακτικές καθώς έχουν να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες. Αρκετές απορρίπτουν την κυβερνητική πρόταση και άλλες ζητούν διευκρινίσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος και συνάντηση με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Δ. Μάρδα για να εξασφαλίσουν πολιτική κάλυψη.
Η απόφαση για τα ομόλογα


Την προσεχή Τετάρτη το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ που συνεδριάζει στη Λευκωσία δεν αναμένεται να αναθεωρήσει την απόφασή του για τον ELA και να χορηγήσει πρόσθετη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Με τις εκροές καταθέσεων να έχουν εκλείψει μετά τις εκλογές και την κατάσταση στις τράπεζες να ομαλοποιείται σταδιακά, δεν αναμένεται να αυξήσει τα όρια.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, «με την αυστηρότητα που δείχνει η ΕΚΤ το μήνυμα που στέλνει στην κυβέρνηση είναι ξεκάθαρο: Οσο οι τράπεζες είναι στον ELA ξεχάστε τη χρηματοδότηση μέσω εντόκων». Για να μπορέσει το Δημόσιο να χρησιμοποιήσει το εργαλείο των βραχυχρόνιων τίτλων δεν αρκεί να αλλάξει στάση η ΕΚΤ. Θα πρέπει παράλληλα η τρόικα να αυξήσει το πλαφόν των 15 δισ. ευρώ στις εκδόσεις εντόκων που προβλέπεται στο Μνημόνιο και το οποίο έχει καλυφθεί.
Για να βγουν οι τράπεζες από τον ΕLA και να χρηματοδοτηθούν κανονικά από την ΕΚΤ το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωτράπεζας θα πρέπει να επανεισαγάγει την εξαίρεση (waiver) που επιτρέπει να γίνονται δεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως collateral. Σύμφωνα με τον Μάριο Ντράγκι, αυτό θα συμβεί όταν «η ΕΚΤ κρίνει πως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες μιας θετικής ολοκλήρωσης του προγράμματος».
Στην επιστολή που έστειλε προς τον Γερούν Ντάισελμπλουμ αναφορικά με τη λίστα προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων που υπέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στις αρχές της εβδομάδας επισημαίνει ότι «οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο διαφέρουν σε αρκετούς τομείς από τις δεσμεύσεις που προβλέπονται από το Μνημόνιο» και κατά τους επόμενους μήνες «θα πρέπει να αξιολογηθεί το αν οι αλλαγές συνοδεύονται από ισοδύναμα μέτρα».
Κοινοτικές πηγές εκτιμούν ότι για να αλλάξει στάση η ΕΚΤ «κάτι πρέπει να δώσει η ελληνική πλευρά». Τι μπορεί να είναι αυτό; «Μια κίνηση που να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη η οποία έχει κλονιστεί όσον αφορά τη δέσμευση της Ελλάδας να τηρήσει τις υποχρεώσεις της» αναφέρουν οι ίδιες πηγές. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι, π.χ., η ψήφιση της συμφωνίας ή η απόφαση για μια αποκρατικοποίηση.
Σε κάθε περίπτωση, ο ΕLA αποτελεί βασικό εργαλείο των πιστωτών για να αυξομειώνουν την πίεση στην κυβέρνηση. Δηλαδή, είναι πολύ πιθανόν για ακόμη μία φορά να δούμε την ψήφιση μέτρων ή τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων να συνδέονται με την παροχή ρευστότητας στο Δημόσιο για την πληρωμή μισθών, συντάξεων κ.τ.λ. Το ενδεχόμενο αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να προκαλέσει πολιτικές αντιδράσεις εντείνοντας τις ήδη τεταμένες σχέσεις με τους πιστωτές και ιδιαίτερα με το Βερολίνο.
Τα λεφτά του ΔΝΤ


Εκτός από τη στάση της ΕΚΤ, ελάφρυνση στις υποχρεώσεις του Δημοσίου μπορεί να προέλθει και από το ΔΝΤ, το οποίο, εκτός από το 1,5 δισ. ευρώ του Μαρτίου, «έχει λαμβάνειν» και άλλα 2,5 δισ. ευρώ συνολικά τους επόμενους τρεις μήνες. Μια πιθανή αναβολή των πληρωμών θα μπορούσε να δώσει ανάσα στο Δημόσιο. Το ενδεχόμενο αυτό υπαινίχθηκαν την περασμένη εβδομάδα τόσο ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης όσο και ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Είναι όμως δύσκολο να μην πληρωθεί το ΔΝΤ με απόφαση της Ελλάδας. Από την Ουάσιγκτον αφήνουν να γίνει αντιληπτό ότι μη πληρωμή σημαίνει πιστωτικό γεγονός. Οπως αναφέρουν πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν τις εσωτερικές διαδικασίες του Ταμείου, «το ΔΝΤ θα μπορούσε να διαπραγματευθεί μια περίοδο χάριτος, αυτό όμως σημαίνει συνεδριάσεις και ομόφωνη απόφαση. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μονομερώς». Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει χρόνος για μη καταβολή της πληρωμής του Μαρτίου. Θα μπορούσε να γίνει κάτι για κάποιες από τις επόμενες δόσεις ώσπου να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση.
Αλλωστε θεωρείται ότι και το τάιμινγκ δεν ευνοεί καθώς το ΔΝΤ εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την εξειδίκευση των μέτρων που περιλαμβάνονται στο e-mail Βαρουφάκη. Σε επιστολή που έστειλε η Κριστίν Λαγκάρντ προς τον επικεφαλής του Eurogroup συμφωνεί με τη λίστα της Ελλάδας ως «αξιόπιστο σημείο εκκίνησης», ωστόσο τόνισε πως «τα μέτρα δεν είναι πολύ συγκεκριμένα» και «δεν υπάρχουν σαφείς δεσμεύσεις για το συνταξιοδοτικό, τον ΦΠΑ, το άνοιγμα κλειστών τομέων, για διοικητικές μεταρρυθμίσεις, για ιδιωτικοποιήσεις και για μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας».


Η μείωση των επιτοκίων του ευρώ και η πιθανή επιμήκυνση
Πώς το χρέος έγινε τώρα βιώσιμο

Ανεφάρμοστη γίνεται η απόφαση που έλαβε το Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012 για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους ώστε αυτό να γίνει βιώσιμο. Και τούτο διότι, σύμφωνα με κοινοτικές πηγές, η μείωση των επιτοκίων του ευρώ και η διαμόρφωσή τους σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα καθιστά σήμερα το χρέος βιώσιμο.
Συγκεκριμένα, το κόστος δανεισμού του ευρωπαϊκού ταμείου EFSF, το οποίο μας έχει χορηγήσει με κυμαινόμενο επιτόκιο το μεγαλύτερο μέρος των δανείων ύψους 140 δισ. ευρώ, έχει υποχωρήσει στα επίπεδα του 0,30%, σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τον Νοέμβριο του 2012 που ελήφθη η απόφαση.
Με τα νέα χαμηλά επιτόκια το χρέος διαμορφώνεται το 2020 σε 118% του ΑΕΠ από 124% που ήταν με βάση τους υπολογισμούς του 2012 και έναντι στόχου 120% που προβλέπει το πρόγραμμα, ενώ υποχωρεί περαιτέρω στο 102% του ΑΕΠ το 2022 έναντι 110% με βάση τους υπολογισμούς του 2012 και στόχου «πολύ κάτω από 110% του ΑΕΠ», όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα.
«Με τις παρούσες συνθήκες δεν τίθεται θέμα βιωσιμότητας του χρέους» αναφέρουν οι ίδιες πηγές και προσθέτουν ότι «ως εκ τούτου η απόφαση του Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012 δεν νομιμοποιεί τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης να πάρουν τώρα μέτρα για την ελάφρυνσή του». Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, θα μπορούσε να εξεταστεί πιθανή επιμήκυνση ώστε να εξομαλυνθούν περαιτέρω οι λήξεις σε βάθος χρόνου, όχι όμως μείωση των επιτοκίων.
Αλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο Γερούν Ντάισελμπλουμ ερωτηθείς την περασμένη εβδομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο από τους ευρωβουλευτές Εύα Καϊλή και Δημήτρη Παπαδημούλη για το πότε το Eurogroup θα προχωρήσει στη λήψη πρόσθετων μέτρων απομείωσης του χρέους, όπως έχει δεσμευθεί από τη στιγμή που η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενή πλεονάσματα, απάντησε ότι «μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι όταν αναφέρονται όλοι σε αυτό, μιλούν μόνο για ένα από τα κριτήρια. Ομως τα κριτήρια είναι πολλά. Οπως ότι το Eurogroup θα εξετάσει τι θα γίνει με τη βιωσιμότητα του χρέους το 2020-22 και αν τότε κριθεί ότι θα πρέπει να ληφθούν περισσότερα μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους, με την προϋπόθεση φυσικά ότι η Ελλάδα θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα και θα έχει καλύψει όλες τις δεσμεύσεις του προγράμματος, θα γίνει μια νέα ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους, και τότε θα δούμε τι πρόσθετα μέτρα, εφόσον χρειάζεται, μπορούμε να αναλάβουμε».
Με την απάντησή του ο επικεφαλής του Eurogroup υπονοεί ότι με τα επιτόκια στα σημερινά επίπεδα το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, έτσι όπως ορίζεται από το πρόγραμμα. Αν τα επιτόκια κινηθούν και πάλι ανοδικά τότε το θέμα θα εξετασθεί εκ νέου λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους. Για αυτό και ο Ντάισελμπλουμ συνδέει την απόφαση με άλλες παραμέτρους, όπως ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα. Αν μειωθεί π.χ. στο 1,5% το 2015 και 2016 όπως ζητεί η κυβέρνηση, από 3% και 4,5% αντίστοιχα που προβλέπει το πρόγραμμα, τότε και πάλι το χρέος μπορεί να γίνει βιώσιμο αν επιστραφούν και διαγραφούν τα 10,9 δισ. ευρώ του ΤΧΣ, σύμφωνα με τις ίδιες κοινοτικές πηγές.

Πάντως για το θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος, ο πρόεδρος του Eurogroup διευκρίνισε ότι λέγοντας πως το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 πρέπει να είναι «το δέον» δεν σημαίνει ότι «θα είναι πιο χαλαρό». Σύμφωνα με τον ίδιο «το δέον» εξαρτάται από το πού θα διαμορφωθεί το πλεόνασμα του 2014. «Θα πρέπει να δούμε τι γίνεται από τα τέλη της προηγούμενης χρονιάς» είπε. Αν είναι χαμηλότερο από τον στόχο του 1,5% του ΑΕΠ, θα διαμορφωθεί ανάλογα ο στόχος για το 2015 και το 2016 και με βάση τα νέα δεδομένα θα γίνει ο υπολογισμός για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για την ελληνική κυβέρνηση δεν αλλάζει. Και τούτο διότι, όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, ο στόχος του 3% του ΑΕΠ για το 2015 ξεκινούσε από πλεόνασμα 1,5%. Δηλαδή η χώρα είχε να καλύψει πρόσθετο πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Το ίδιο θα έχει να καλύψει αν το πλεόνασμα του 2014 είναι οριακά θετικό, όπως δείχνουν οι προβλέψεις και ο στόχος υποχωρήσει στο 1,5% του ΑΕΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ