«Τι λέξη κι αυτή! / Αδικημένη απ’ τα συμβάντα. / Αλλα κάποτε δήλωνε, κι άλλα τώρα άθλια περιγράφει / κι εμείς κοιτάμε και μεθάμε / πιστοί της Βίας που εγίναμε, ενώ δεν ήτανε Θεά για να την προσκυνάμε».
Αυτά μου γράφει ο ποιητής που την ανωνυμία του θέλησε να κρατήσει. Οχι από ταπεινότητα αλλά από την ελπίδα μήπως τους στίχους του κι άλλοι θα θέλανε να τους προσυπογράψουν.
Εφθάσαμε όμως σ’ ένα σημείο που η αισθητική αγανάκτηση για όσα διαπράττονται στα γήπεδα δεν φθάνει. Φαντάζει πολυτέλεια μπροστά στις βάναυσες «τροπές» των φτηνών φωνών και των αναιδών σωμάτων.
Απέναντι στους ανώνυμους φιλάθλους (άλλη λέξη κακότυχη κι αυτή) οι ποικίλοι επώνυμοι, κι ενώ η χώρα ζει το καφκικό της δράμα, προσφέρουν τη δική τους παράσταση. Εκμεταλλεύονται μια ακαλλιέργητη πλειοψηφία, η οποία συγκροτείται τόσο από εκείνους που ασκούν τη βία, τη «συμβολική» ή και οποιαδήποτε άλλη, όσο και από τους άλλους που ανέχονται τον αθλητισμό ως δημόσιο φανατικό λόγο. Και τον προσπερνούν.
Είναι άραγε απέναντι σε όλα αυτά ενδεχόμενος κάποιος πολιτισμικός ξεσηκωμός; Ξεσηκωμός ταυτόχρονα συλλογικός και ατομικός, ενδόμυχος και έκδηλος συνάμα.
Αυτό όμως προϋποθέτει κάτι άλλο: την αποστροφή όχι απλά της βίας –αυτή συνέπεται –αλλά και της ψυχολογίας μιας χωρίς όρους αποθέωσης της πρωτιάς. Πίσω απ’ αυτή την πίστη και τις εικόνες που την ειδωλοποιούν πολλά παραμονεύουν. Ακόμη μία «θρησκειοποίηση» ανάμεσα στις τόσες άλλες ματαιώνει τη φιλοσοφία του «ίσως» υπέρ του απόλυτου Ναι ή του απόλυτου Οχι.
Ο κ. Γιάννης Μεταξάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



