Η αποκάλυψη ενός κοινού μυστικού: Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν έχει καμιά επίσημη, ή ανεπίσημη επαφή με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με αφορμή σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας «Süddeutsche Zeitung», που αναφέρει, ότι το Βερολίνο επιχειρεί να συνάψει επαφές με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενόψει μιας πιθανής νίκης του στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφερν Σάιμπερτ απάντησε ότι κάτι τέτοιο ουδόλως συμβαίνει. Ο αποκλειστικός «συνομιλητής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι η κυβέρνηση της Ελλάδας και οι επαφές μαζί της είναι πολύ στενές» τόνισε.

Αναφερόμενος σε άλλο σημείο του δημοσιεύματος, στο οποίο γίνεται λόγος για τις επαφές του πρώην υφυπουργού οικονομικών, πρώην μέλους του Κεντρικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και νυν υφυπουργού εργασίας Γιόργκ Άσμουσεν με υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, η απάντηση του ήταν: «Δεν υπάρχει καμιά εντολή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για τέτοιες επαφές, και ο κ.Άσμουσεν δεν έχει καμιά αρμοδιότητα σε αυτό το θέμα που να απορρέει από τις παλιές του δραστηριότητες». Δεν υπάρχουν ούτε επίσημες, «ούτε ανεπίσημες επαφές του υπουργείου οικονομικών με αυτό το κόμμα» πρόσθεσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Μάρτιν Γιέγκερ.

Έμμεσα όμως, ο κ.Σάιμπερτ ομολόγησε ότι η Άνγκελα Μέρκελ ξέρει για τη συνάντηση που είχε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Βερολίνο ο κ.Ασμουσεν με δύο υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ: τον Γιάννη Δραγασάκη και τον Γιώργο Σταθάκη. «Η καγκελάριος έχει πολύ ακριβή εικόνα για το συνολικό θεματικό πεδίο „Ελλάδα“, καθώς και για την συνεργασία με την χώρα».

Το γεγονός μάλιστα, ότι στη συνάντηση αυτή συμμετείχαν στελέχη των τριών βασικότερων υπουργείων της γερμανικής κυβέρνησης (οικονομικών, οικονομίας και εξωτερικών) δείχνει, ότι ο κ.Άσμουσεν δεν έπραξε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους επικεφαλής αυτών των υπουργείων και κατά επέκταση και της καγκελαρίας.

Στο Βερολίνο πάντως, πολλοί αναλυτές απορούν με τον διαχρονικό «φόβο επαφής» που έχουν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. «Ανεξάρτητα από το τι γινόταν παλιά, σήμερα θα ήταν εντελώς παράταιρες τέτοιες επαφές» εξηγούσε κυβερνητική πηγή. «Θα εκλαμβανόταν αμέσως ως ανάμιξη στον προεκλογικό αγώνα».

Η ίδια πηγή έδειχνε ανήσυχη ενόψει τυχόν μετεκλογικής αστάθειας στην Ελλάδα. Το μέγιστο δυνατό κακό, έλεγε, θα ήταν η ακυβερνησία – η αδυναμία των κομμάτων να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού σε περίπτωση που οι κάλπες δεν βγάλουν αυτοδύναμο κυβερνητικό σχήμα. «Ο Σόιμπλε, προβλέποντας αυτό το ενδεχόμενο, είχε προτείνει στο Eurogroup» την παράταση του τρέχοντος προγράμματος βοήθειας για έξη μήνες, και όχι για δυο (σ.σ.: μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου), όπως αποφασίστηκε τελικά» είπε. «Δυστυχώς όμως ορισμένοι ομόλογοί του ήταν εναντίον σε αυτό, και τελικά προέκυψε η δίμηνη παράταση».

Και σχολιάζοντας χθεσινές πληροφορίες από την Αθήνα, σύμφωνα με τις οποίες ο κ.Σόιμπλε μελετά τώρα την παράταση του προγράμματος κατά δυο μήνες επιπλέον, πρόσθεσε: «Αυτό είναι

εξωπραγματικό. Οι βουλευτές, που μόλις πριν λίγες εβδομάδες ψήφισαν τη δίμηνη παράταση, θα εξεγερθούν εναντίον του. Παρά τη μεγάλη ευφράδειά του δεν θα μπορέσει να τους μεταπείσει».

Ανάλογη διάψευση για το νέο δίμηνο έκανε στην κυβερνητική συνέντευξη τύπου και ο κ.Γιέγκερ. Πρόκειται για καθαρές εικασίες χωρίς πρακτικό αντίκρισμα – «σαν τις εκατοντάδες άλλες που κυκλοφορούν τις τελευταίες εβδομάδες» είπε.