Αν η τιμή πετρελαίου παραμείνει επί έξι ακόμη εβδομάδες κάτω των 68 δολαρίων θα συμβούν τα ακόλουθα, σύμφωνα με μελέτη του καναδικού Ινστιτούτου Βιωσιμότητας Ενεργειακών Πηγών (ILES) η οποία επιδόθηκε στην καναδική κυβέρνηση την περασμένη Δευτέρα:

Πρώτον, τουλάχιστον δώδεκα πολυεθνικές εταιρίες που στηρίζονται κατά 80% και άνω στο πετρέλαιο θα οδηγηθούν σε «αποχώρηση από τον ενεργειακό χώρο με πολλές πιθανότητες ακόμη και να χρεοκοπήσουν».

Δεύτερο, μια δεκάδα πετρελαιοπηγών με ηλικία λειτουργίας ενός έτους και λιγότερο «θα αναστείλουν την άντληση και πιθανότατα θα προτιμήσουν να κλείσουν επ’ αόριστον»

Τρίτο, έρευνες για εκμετάλλευση υδρογονανθράκων οι οποίες γίνονται είτε προγραμματίστηκαν να αρχίσουν εντός του 2015 «αναβάλλονται επ’ αόριστον, στην ουσία ματαιώνονται οριστικά».

Τέταρτο, οι εταιρίες μεταφοράς αργού πετρελαίου (τάνκερ, σιδηροδρομικά φορτηγά κ.α) «θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα χρεοκοπίας» επειδή «πρέπει να αναμένεται περιορισμός έως 20% των μεταφορών, μείωση των ναύλων έως 6%, αύξηση των ασφάλιστρων κατά 3%-5% και αποζημίωσης σε ναυτικούς και προσωπικό γραμματείας».

Υπολογίζεται ότι ένα στα 14 τάνκερς μεταφορικής δυναμικότητας 60.000 τόνων και άνω θα οδηγηθεί σε λιμάνι και ότι θα μείνουν εκτός εργασίας 1.200 τουλάχιστον ναυτικοί και έως 400 υπάλληλοι γραφείων.

Και, πέμπτο, θα ανασταλεί–άρχισε ήδη να αναστέλλεται–η λειτουργία ενεργειακών βιομηχανιών με βάση τον σχιστόλιθο.

Σχετικά με τις «συνέπειες από την πτώση» της τιμής του πετρελαίου η βελγική «Le Soir» υπολόγιζε το περασμένο Σάββατο 6 Δεκεμβρίου ότι οι εισροές «κεφαλαίων ελευθέρων για άμεσες επενδύσεις» σε πέντε τράπεζες της Βρετανίας και Ελβετίας από αραβικές και αφρικάνικες χώρες μειώθηκαν κατά 36.3 δις δολάρια την τελευταία εβδομάδα του Νοέμβριου–όταν η τιμή του πετρελαίου άρχισε να υποχωρεί κάτω των 75 δολαρίων– σε σχέση με τον μέσο όρο εισροών από τους ίδιους πελάτες.

Η εφημερίδα έγραφε «με επιφύλαξη», όπως σημείωνε, ότι οι τρεις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες της αραβικής χερσονήσου είχαν μείωση εσόδων από πωλήσεις «της τάξης των 45 δις δολαρίων» από τον περασμένο Σεπτέμβριο έως 30 Οκτωβρίου.