Πριν από κάποιες εβδομάδες δημοσιεύτηκαν οι νέες ομάδες μαθημάτων στις οποίες οι μαθητές των λυκείων θα πρέπει να ενταχθούν επιλέγοντας έτσι τις μελλοντικές σπουδαστικές τους προτιμήσεις.
Δεν αποκλείεται η νέα ρύθμιση να έγινε έπειτα από μελέτη και ενδελεχή εξέταση των προηγούμενων εμπειριών. Και να είναι από την άποψη αυτή καθ’ όλα άψογη και τεκμηριωμένη. Και άνθρωποι αρμόδιοι οπωσδήποτε θα εργάστηκαν γι’ αυτό.
Για ένα πράγμα, όμως, κάποια διερωτήματα θα μπορούσαν να τεθούν. Και κυριολεκτώ με τη λέξη «διερωτήματα».

Την επιλέγω για να εκφράσω όχι κάποια άρνηση αλλά το κατά πόσο αυτή η πρόταση παρακολουθεί τον νέο σχεδόν παγκοσμιοποιημένο αναπροσανατολισμό επάνω σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα: αν και κατά πόσο οι απόφοιτοι των λυκείων θα διαθέτουν με το νέο σύστημα εκείνη τη γενική παιδεία, τη διαπειθαρχική και την ποικίλη, για να σπουδάσουν οτιδήποτε. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το ποια επιστήμη τελικά θα επιλέξουν. Μια γενική παιδεία η οποία και μετά το πανεπιστήμιο –και αυτό δεν είναι λίγο –θα είναι εκεί, ως οπισθόχωρη επικουρία, στην οποία θα προσφεύγουν όποτε τη βοήθειά της θα έχουν ανάγκη. Οσοι έκαναν τις παραπάνω προτάσεις για τις νέες δέσμες έλαβαν άραγε υπόψη τους αυτή την επιστροφή στην Universitas; Αν ναι, τότε πώς δικαιολογείται ότι στις ήδη υπάρχουσες δέσμες προστέθηκε ακόμη μία έτσι για να δοξαστεί η ειδίκευση πριν από την ώρα της;

Τολμώ μια πρόταση, έστω μια σκέψη: Πόσο πιο σύγχρονο θα ήταν σε μια εποχή που το κάθε πρόβλημα είναι πολυσύνθετο αν, αντί να έχουμε δέσμες, υπήρχε ένα γενικό λυκειακό δίπλωμα το οποίο κάποιες πολύ θεμελιακές και αναγκαίες γνώσεις θα μπορούσε να εγγυηθεί; Ενας, δηλαδή, απόφοιτος που θα έχει δοκιμασθεί και την αναγκαία επάρκειά του θα είχε αποδείξει στην Αρχαιοελληνική Γραμματεία –σωστά διδαγμένη -, στη Γενική Ιστορία, στα Μαθηματικά, στη Βιολογία, στη Φυσική και στα μαγευτικά μαθήματα της Ιστορίας των Επιστημών και της Ιστορίας της Τέχνης δεν θα ήταν έτοιμος μετά να επιζητήσει οτιδήποτε; Και αξιόπιστα στη συνέχεια να το προσφέρει και στον εαυτό του και στους άλλους; Χωρίς βέβαια να παραμεληθεί η κατάκτηση δύο ξένων γλωσσών, ανοίγματα σε άλλους πολιτισμούς και τρόπους σκέψης. Κάθε μητρική γλώσσα έχει τόσα και η ίδια να διευκρινίσει από τη συνάντησή της με οποιαδήποτε άλλη.
Ξέρω πως μια τέτοια πρόταση σε πάρα πολλούς ευπρόσδεκτη δεν είναι. Παραμένει όμως ως αναπάντητο ερώτημα προς εκείνους που υιοθετούν δέσμες και κατατμήσεις το με ποιο δικαίωμα από τόσο νωρίς εκτοπίζουμε την καθολικότητά μας από την οποία πολλά εξαρτώνται, ακόμη και οι οποιεσδήποτε αλλαγές, οποιεσδήποτε νέες γνωστικές περιπέτειες στις οποίες θα θέλαμε να ριφθούμε.


Ο κ. Γιάννης Μεταξάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ