Ένα γονίδιο που έχει συνδεθεί με τους εξωστρεφείς και χαρούμενους χαρακτήρες αυξάνει την πιθανότητα σύναψης ερωτικής σχέσης, αναφέρουν ερευνητές στην Κίνα.

Τα «αντίγραφα» της ευτυχίας

Μελέτη στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου έδειξε ότι οι φοιτητές που είχαν δύο αντίγραφα μιας συγκεκριμένης ποικιλίας του γονιδίου (ένα αντίγραφο από τον κάθε γονιό) είχαν πιθανότητα 50% να βρίσκονται σε ερωτική σχέση. Το ποσοστό πέφτει στο 40% για τους φοιτητές που δεν είχαν κανένα αντίγραφο της γονιδιακής ποικιλίας. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες φοιτητών είναι μικρή αλλά στατιστικά σημαντική, αναφέρει η ερευνητική ομάδα στo Scientific Reports, μια επιθεώρηση του ομίλου Nature.

«Τα ευρήματα προσφέρουν για πρώτη φορά άμεσες ενδείξεις για τη γενετική συμβολή στο σχηματισμό ρομαντικών σχέσεων» υποστηρίζουν οι ερευνητές. Ακόμα κι έτσι, όμως, το γονίδιο θα εξηγούσε μόνο το 1,4% της διαφοράς στην πιθανότητα του να έχει κανείς ερωτική σχέση. Παραμένει εξάλλου ασαφές αν τα ευρήματα ισχύουν και στις Δυτικές κοινωνίες. Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι οι ερωτικές σχέσεις ήταν απαγορευμένες για τους κινέζους φοιτητές μέχρι τη δεκαετία του 1980, και η συμπεριφορά των σημερινών φοιτητών ίσως είναι διαφορετική σε σχέση με άλλες κουλτούρες.

Τα ευρήματα

Η μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε σε 579 κινέζους Χαν, αφορά το γονίδιο 5-HTA1, το οποίο κωδικοποιεί έναν υποδοχέα της σεροτονίνης -ενός νευροδιαβιαστή που παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της διάθεσης. Το γονίδιο απαντάται σε διάφορες ποικιλίες, ή αλληλόμορφα, και κάθε άνθρωπος έχει δύο αντίγραφα του γονιδίου. Η ποικιλία C κάνει τον υποδοχέα πιο ευαίσθητο στη σεροτονίνη, ενώ η ποικιλία G τον κάνει να συνδέεται λιγότερο εύκολα στη σεροτονίνη.

Προηγούμενες μελέτες είχαν συνδέσει την ποικιλία G με τη νευρωτική προσωπικότητα και την κατάθλιψη, αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. «Δεδομένου ότι ο πεσιμισμός και ο νευρωτισμός είναι επιζήμιες στο σχηματισμό, την ποιότητα και τη σταθερότητα των σχέσεων, η σύνδεση ανάμεσα στο αλληλόμορφο G και τις ψυχικές διαταραχές ενδέχεται να περιορίζει τις ευκαιρίες των φορέων να βρουν σύντροφο, ή να οδηγεί σε αποτυχία της ερωτικής σχέσης» γράφουν οι ερευνητές.

Ωστόσο η Θάλια Έλεϊ, καθηγήτρια Αναπτυξιακής και Συμπεριφορικής Γενετικής στο King’s College του Λονδίνου, τονίζει στην εφημερίδα The Guardian ότι υπάρχουν και πιο σημαντικοί παράγοντες στη σύναψη ερωτικών σχέσεων. «Παρόλο που οι γενετικοί παράγοντες είναι αναπόφευκτο να επηρεάζουν την οικογενειακή κατάσταση, ο συγκεκριμένος [γενετικός] δείκτης αντιστοιχεί μόνο σε ένα πολύ μικρό μέρος αυτής της επίδρασης, και από μόνος του έχει μικρή σχέση με το εάν ένα άτομο θα βρίσκεται σε σχέση ή όχι» είπε η καθηγήτρια.

Ωστόσο και οι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα ερωτικής επιτυχίας, όπως η εμφάνιση, η προσωπικότητα και η εκπαίδευση, σχετίζονται και αυτοί με τα γονίδιά μας. Και αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση αποτυχίας, μπορούμε απλά να κατηγορήσουμε τους γονείς μας.