ΤΟ ΒΗΜΑ – The New York Times

Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, με αιχμή του δόρατος 19, ως επί το πλείστον Σαουδάραβες, νέους άνδρες στο όνομα του Ισλάμ, πυροδότησε μια συζήτηση στον σουνιτικό αραβικό κόσμο για τη θρησκεία, ιδίως για το πώς οι κοινωνίες τους ανέδειξαν τέτοιους φανατικούς ισλαμιστές «καμικάζι».

Αλλά η συζήτηση πνίγηκε γρήγορα από την άρνηση και από το φιάσκο της εισβολής της Αμερικής στο Ιράκ. Βρίσκομαι στο Ντουμπάι. Οι συζητήσεις εδώ, σε ένα από τα μεγάλα αραβικά / μουσουλμανικά σταυροδρόμια, καθιστούν σαφές ότι η άνοδος του «χαλιφάτου» του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία, και η βάρβαρη μεταχείριση όσων είναι εναντίον του – μετριοπαθών σουνιτών ή σιιτών, Χριστιανών, άλλων μειονοτήτων και γυναικών – έχουν αναβιώσει αυτό το θεμελιώδες ερώτημα: «ποιοι είμαστε;»

Γιατί; Επειδή το Ισλαμικό Κράτος, ή ISIS, είναι μια ντόπια οργάνωση. Στόχος της δεν είναι να χτυπήσει τους εχθρούς μακριά, αλλά να εξαπλωθεί και να επιβάλει το όραμά της για μια ισλαμική κοινωνία εδώ και τώρα.

Προσελκύει νεαρούς μουσουλμάνους από όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Δύσης. Η ιδεολογία της είναι μια βίαιη μετάλλαξη του πουριτανικού, μη πλουραλιστικού ουαχαμπιτικού Ισλάμ, της κυρίαρχης τάσης στη Σαουδική Αραβία, και εκπέμπεται μέσω του Twitter και του Facebook – οι γονείς εδώ το γνωρίζουν – απ’ ευθείας στα παιδιά τους.

«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε πια αυτόν τον αγώνα – είμαστε σε ένα τρένο που τρέχει προς τον γκρεμό», λέει ο Αμπντουλάχ Χαμινταντίν, σύμβουλος στο Κέντρο Μελετών και Ερευνας Αλ-Μεσμπάρ με έδρα το Ντουμπάi, το οποίο παρακολουθεί ισλαμιστικά κινήματα και εργάζεται για να προωθήσει μια πιο πλουραλιστική κουλτούρα.

Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι το Αλ-Μεσμπάρ δεν βλέπει το ISIS σαν ένα απλώς θρησκευτικό πρόβλημα που πρέπει να καταπολεμηθεί με ένα λιγότερο μισαλλόδοξο ισλαμικό αφήγημα, αλλά ως το προϊόν όλων των προβλημάτων που ταλανίζουν αυτή την περιοχή ταυτοχρόνως: υπανάπτυξη, σεχταρισμός, υστέρηση στην εκπαίδευση, σεξουαλική καταπίεση, έλλειψη σεβασμού για τις γυναίκες και έλλειψη πλουραλισμού σε όλη την πνευματική σκέψη.

Η Ράσα αλ-Ακίντι είναι μια Ιρακινή δημοσιογράφος από την Μοσούλη που εργάζεται στο Αλ-Μεσμπάρ. Εχει κρατήσει την επαφή με κόσμο στη Μοσούλη, από τότε που το ISIS κατέλαβε την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ.

«Αυτό που συμβαίνει», μου είπε, είναι ότι ο σουνιτικός μουσουλμανικός πληθυσμός της Μοσούλης «έχει ξυπνήσει τώρα από το σοκ. Πριν, οι άνθρωποι έλεγαν ότι «το Ισλάμ είναι τέλειο και [ο έξω κόσμος] είναι εναντίον μας και μας μισεί». Τώρα αρχίζουν να διαβάζουν τα βιβλία στα οποία βασίζεται το ISIS. Ακούω ανθρώπους στη Μοσούλη που λένε «Σκέφτομαι να γίνω άθεος».

Εκτός από τους θρησκευτικούς ζηλωτές, στο ISIS βρίσκεις επίσης πολλούς τυχοδιώκτες και εξαθλιωμένους νέους που έλκονται από την οργάνωση. Πολλοί από τους σουνίτες οι οποίοι έσπευσαν να ενταχθούν στις τάξεις του ISIS στη Μοσούλη προήλθαν από την πολύ φτωχότερη γειτονική πόλη, το Τελ Αφάρ. Οι σουνίτες της Μοσούλης έβλεπαν πάντα τους κατοίκους του Τελ Αφάρ με περιφρόνηση.

«Βλέπεις αυτά τα αγόρια [από το Τελ Αφάρ]. Καπνίζουν. Πίνουν. Εχουν τατουάζ», λέει η Ακίντι.

«Οι άνθρωποι έλκονται από την μετριοπαθή θρησκεία, επειδή είναι και οι ίδιοι μετριοπαθείς», ισχυρίζεται ο Χαμινταντίν. «Ανθρωποι έλκονται από ακραίες θρησκευτικές ιδεολογίες, επειδή το στρεβλωμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο ζουν παράγει μια έλξη προς τις πιο ακραίες λύσεις», τονίζει. Πράγματι, αυτός είναι ένας από τους λόγος εξαιτίας του οποίου οι μουσουλμάνοι του Πακιστάν τείνουν να είναι πιο ριζοσπαστικοί από τους μουσουλμάνους της Ινδίας.

«Ναι, μια θρησκευτική μεταρρύθμιση στον σουνιτικό κόσμο θα βοηθούσε», πρόσθεσε ο Χαμινταντίν. Αλλά «ήταν η πλήρης επιδείνωση της οικονομίας, της ασφάλειας και της πολιτικής κατάστασης [στο Ιράκ και στη Συρία] που απαίτησε μια εντελώς ακραία ερμηνεία του κόσμου».