Την εκτίμηση ότι η πολιτική των κεντρικών τραπεζών λειτουργεί ως προσδιοριστικός παράγοντας της μεταβλητότητας επηρεάζοντας περισσότερο από ότι για παράδειγμα οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, εκφράζει σε έκθεσή της η JP Morgan Asset Management.

Η επενδυτική τράπεζα αναφέρει πως η ιδιαίτερα χαλαρή νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών συγκράτησε τη μεταβλητότητα στις αγορές και έτσι αυτές δεν αντέδρασαν στην αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων νωρίτερα τον Ιούλιο.

Ωστόσο, η αλλαγή εκτιμήσεων για τη χρονική στιγμή που θα αυξηθούν τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών, αύξησε εκ νέου τη μεταβλητότητα στις αγορές με αποτέλεσμα έως τα τέλη Ιουλίου ο δείκτης VIX που μετρά τη μεταβλητότητα στις αγορές να έχει αναρριχηθεί στα υψηλότερα επίπεδα από τον Απρίλιο.

Την ίδια περίοδο η απόδοση των ομολόγων υψηλής απόδοσης αυξήθηκε απότομα καθώς εντάθηκαν οι ανησυχίες για τη ρευστότητα των αγορών σε περίπτωση που άρχιζε η άνοδος των επιτοκίων.

Αναφερόμενη στις εκτιμήσεις για τα επιτόκια η JP Morgan Asset Management αναφέρει πως τα καλά επίπεδα του δείκτη κόστους απασχόλησης στις ΗΠΑ μετέθεσαν σε πιο σύντομο χρόνο τις προβλέψεις για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed).

Για την ευρωζώνη αναφέρει πως το επίπεδο αύξησης των πιστώσεων στην ζώνη του ευρώ είναι τραγικά χαμηλό και καθώς τα αποτελέσματα της συνολικής εκτίμησης της ΕΚΤ θα ανακοινωθούν μετά από κάποιους μήνες, είναι μάλλον απίθανο να υπάρξει απότομη αύξηση της πιστωτικής δραστηριότητας.

Η JP Morgan Asset Management σημειώνει χαρακτηριστικά πως θετικά για την ΕΚΤ θα λειτουργήσει η πρόσφατη υποτίμηση του ευρώ, καθώς αμβλύνει εν μέρει την πίεση προς την κεντρική τράπεζα για την εφαρμογή περαιτέρω μέτρων νομισματικής χαλάρωσης στο άμεσο μέλλον.

Τέλος, σημειώνει πως οι αρχικές αντιδράσεις των αγορών στις νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας ήταν συγκρατημένες, καθώς οι αγορές τις εξέλαβαν ως λιγότερο αυστηρές σε σχέση με τις προβλέψεις. Ωστόσο, το κλίμα άλλαξε γρήγορα και σχεδόν όλες οι μετοχικές αγορές της Ευρώπης σημείωσαν πτώση. Η Γερμανία δε επλήγη περισσότερο εν συγκρίσει με τις περισσότερες αγορές, λόγω των στενών εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Οι κυρώσεις αυτές αναμένεται να επιφέρουν μια περιορισμένης έκτασης αλλά ανεπιθύμητη-επιβάρυνση στην ευρωπαϊκή οικονομία αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί επακριβώς ο πλήρης αντίκτυπος, ο οποίος θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της εφαρμογής των κυρώσεων.