Δεν αφήνει χωρίς απάντηση ο τίτλος «Γιατί μειδιά ο πρόεδρος Πούτιν» το άρθρο του Τζον Κάσιντι στο «New Yorker» για τις νέες κυρώσεις που επέβαλαν την περασμένη εβδομάδα στη Ρωσία οι Ηνωμένες Πολιτείες και (κάπως περιορισμένες) η Ευρωπαϊκή Ενωση για την ουκρανική κρίση. Επειδή αυτές οι κυρώσεις, γράφει το περιοδικό, πολύ περισσότερο θα βλάψουν την οικονομία της Ευρώπης και (περιορισμένα) της Αμερικής παρά της Ρωσίας. Μια πρόβλεψη που επαναλαμβάνεται και με συγκεκριμένα στοιχεία από ευρωπαίους αναλυτές. Το επισήμανε και ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ την περασμένη Κυριακή τονίζοντας ότι οι κυρώσεις «είναι αναποτελεσματικές, αντίθετα θα δώσουν ώθηση σε νέες κατευθύνσεις» στη ρωσική οικονομία, η οποία «θα αποκτήσει μεγαλύτερη ανεξαρτησία κινήσεων».
Υπάρχουν άλλωστε αρκετά «παραθυράκια» για εξαιρέσεις. Χρηματοπιστωτικής φύσης τα οποία «βλέπουν» τις βρετανικές τράπεζες και το Σίτι, γενικότερα. Υπάρχουν «ασαφείς γενικότητες», οι οποίες ασφαλώς «εξαιρούν» τις ρωσικές στρατιωτικές παραγγελίες στα γαλλικά εργοστάσια και στα ναυπηγεία («κατασκευές, συσκευές κατόπιν συμβολαίων εν ενεργεία»). Υπάρχει και η «πρόνοια» για την ενέργεια που, βεβαίως, αφορά κυρίως τη Γερμανία, η οποία εισάγει το ένα τρίτο της από τη Ρωσία. Μη κρύβοντας την απογοήτευσή της –και μόλις καλύπτοντας την οργή της –η «Wall Street Journal» σάρκαζε την «αφέλεια» εκείνων που αποφάσισαν τις κυρώσεις:
«Η Γερμανία δεν θέλει να πειράξουν την ενέργεια, η Γαλλία δεν θέλει να ενοχλήσουν τη στρατιωτική παραγωγή και η Βρετανία δεν επιτρέπει να θιγεί ο χρηματοπιστωτικός χώρος».
Αρχισαν όμως να «τσούζουν» οι κυρώσεις ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και προμηνύονται χειρότερα. Ο δείκτης Κλίματος Επιχειρήσεων της Γερμανίας έδειξε ότι η μία στις τρεις επιχειρήσεις που ρωτήθηκαν στο τέλος Ιουλίου περιμένει αντίθετα αποτελέσματα από τις κυρώσεις. Οι επιχειρήσεις «ανησυχούν επειδή οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν θα είναι σε θέση να δουλέψουν εξαιτίας των κυρώσεων» στη Ρωσία, δήλωσε ο Ούλριχ Ακερμαν, ειδικός αναλυτής της ομοσπονδίας μηχανικών VONDA.
Απώλεια 25.000 θέσεων εργασίας στη Γερμανία
Μελέτη της Deutsche Bank την οποία αναφέρει το «Spiegel» προβλέπει απώλεια 25.000 θέσεων εργασίας στη Γερμανία λόγω των κυρώσεων στο άμεσο μέλλον και προειδοποιεί ότι «αν υπάρξει κάποια κρίση στη Ρωσία λόγω των κυρώσεων θα υπάρξει μείωση κατά 0,5% στη γερμανική ανάπτυξη». Το περιοδικό γράφει ότι την ημέρα που ανακοινώθηκαν οι κυρώσεις «το γραφείο του εμπορικού συμβούλου της Γερμανίας στη Μόσχα κατακλύστηκε από τηλεφωνήματα (γερμανικών) επιχειρήσεων που αγωνιούσαν για τις εξελίξεις». Ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων της Ρηνανίας υπολογίζει ότι «αν οι κυρώσεις επιβληθούν (…) θα χαθούν τουλάχιστον 200.000 θέσεις εργασίας, κυρίως στον βιομηχανικό κύκλο». Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο αναγκάζει τον Φρανς Ζάουφτ, επικεφαλής της Association of European Business, να δηλώσει: «Σε τελική ανάλυση το ίδιο χαμένοι θα είμαστε οι Ευρωπαίοι και οι Ρώσοι».
Η γερμανική οικονομία άρχισε ήδη «να δρέπει καρπούς», έγραψε η «Suddeutche Zeitung». Η εταιρεία EagleBurgmann, η οποία εδρεύει στη Βαυαρία, ανακοίνωσε ότι σημειώνει μείωση των πωλήσεών της κατά 30% στη Ρωσία. «Παραγγελίες ακυρώθηκαν είτε καθυστερούν (…) είτε δεν υπάρχουν παραγγελίες» λέει ο Στέφαν Φιτκάου, διευθυντής της εταιρείας στη Μόσχα. Ακυρώθηκε λ.χ. η σύμβαση 85 εκατ. ευρώ της Novatek, της δεύτερης σε μέγεθος ρωσικής εταιρείας για φυσικό αέριο, με την EagleBurgmann. Οι κυρώσεις εναντίον της Roseneft «συγκλόνισαν κυριολεκτικά» μια ντουζίνα γερμανικές εταιρείες με υπολογιζόμενο κόστος 30 εκατ. ευρώ. Η Siemens δέχτηκε πλήγμα καθώς ακυρώνεται συμφωνία ύψους 90 εκατ. ευρώ για το ρωσικό δίκτυο διανομής ηλεκτρικού. Μείωση παρουσίασαν το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου και οι εξαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων στη Ρωσία ως και 12% (της Opel).
Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα φαίνεται ότι θα δεχτεί η Ε.οn, ο γερμανικός κολοσσός ενέργειας. Εχει συμφωνία ύψους 9 δισ. ευρώ για την κατασκευή γεννητριών μεγάλης ισχύος που προορίζονται για τη Ρωσία (Σιβηρία). Ενα μέρος της παραγγελίας είναι κατά 60% και πλέον έτοιμο. Καθώς πρόκειται για γεννήτριες ειδικής κατασκευής «είναι σχεδόν αδύνατον να διατεθούν αλλού» δήλωσε διοικητικό στέλεχος της εταιρείας στο Ντίσελντορφ. Η Καγκελαρία παραδέχτηκε ότι «το πρόβλημα είναι σοβαρό» και βεβαίωσε ότι «απασχολεί τις αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες».
Αλλά και η Αμερική αντιλαμβάνεται τις αρνητικές συνέπειες. Στις ανησυχίες που διατύπωσαν κάποιοι σχολιαστές επιχειρεί να εξηγήσει ότι «θέλει» να επιβληθούν κυρώσεις αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί «να μην κοπούν οι δεσμοί» με τη Ρωσία, δηλώνει (ανώνυμος) αξιωματούχος του Λευκού Οίκου. Εδώ γίνεται επίκληση της real politik. Δεν μπορεί να αγνοηθεί η διεθνής πραγματικότητα, υπενθυμίζει η Ουάσιγκτον. «Η κυβέρνηση Ομπάμα είναι ανοικτή σε πολλά μέτωπα, χρειάζεται τη βοήθεια του προέδρου Πούτιν καθώς διαπραγματεύεται με το Ιράν και με τη Συρία (…), άλλωστε δεν υπάρχει αμερικανός πολίτης στο αεροπλάνο της ΜΗ17». Εκανε εντύπωση και ακούστηκαν «κάποια σχόλια» στις Βρυξέλλες καθώς η Ουάσιγκτον ενώ «επινοεί επιχειρήματα» για να δικαιολογήσει τη χαλαρή στάση της στο ζήτημα των κυρώσεων «δεν θέλει να αναγνωρίσει και σε άλλους το δικαίωμα του σεβασμού στις ιδιομορφίες και στις ειδικές σχέσεις των διαφόρων κρατών» με τη Ρωσία, έγραψε η βελγική «Le Soir».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



