«Η Ελλάδα δεν πρέπει να ακολουθήσει και δεν θα ακολουθήσει το μοντέλο παράκτιας ανάπτυξης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ή ακόμα, σε ορισμένες περιοχές, της Ιταλίας και της Γαλλίας, το οποίο έχει οδηγήσει στην ανεπανόρθωτη αισθητική και περιβαλλοντική υποβάθμιση της ακτογραμμής των χωρών αυτών, με προφανείς αρνητικές συνέπειες στο τουριστικό τους προϊόν» δήλωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος, Γιάννης Μανιάτης, στο συνέδριο «Could Blue Growth turn into Green?» στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Όπως επισήμανε ο υπουργός, «η χώρα δεν πρέπει να στοχεύει στη μαζικότητα του τουρισμού της αλλά στη συνεχή ποιοτική αναβάθμισή του και στην προώθηση ενός μοναδικού τουριστικού προϊόντος».

Τόνισε ότι το τουριστικό προϊόν της χώρας μας πρέπει να συνδυάζει τη φυσική ομορφιά, τον πολιτισμό, την αυθεντικότητα, το καλό κλίμα, τις καλές υποδομές, τον σεβασμό στο περιβάλλον και την κλίμακα του τοπίου, καθώς και την ασφάλεια που επιτρέπει στον επισκέπτη να κινηθεί και αυτόνομα, έξω από αυστηρά προδιαγεγραμμένες διαδρομές και προορισμούς.

Ως πιο ελπιδοφόρους τομείς της γαλάζιας οικονομίας για την απασχόληση, ο κ. Μανιάτης ανέφερε αυτούς της θαλάσσιας ενέργειας, του τουρισμού, της βιοτεχνολογίας, της αλιείας και ιχθυοκαλλιέργειας και την εξόρυξη από τον θαλάσσιο βυθό. Τομείς που συμπληρώνουν τις θαλάσσιες μεταφορές και τις ναυπηγικές δραστηριότητες.

Το βασικό νομοθετικό εργαλείο που διαθέτει η ΕΕ για την προστασία των θαλασσών της είναι η Οδηγία Πλαίσιο για το Θαλάσσιο Περιβάλλον, της οποίας στόχος είναι η επίτευξη ή η διατήρηση «Καλής Περιβαλλοντικής Κατάστασης» στα θαλάσσια ύδατα μέχρι το 2020, ενώ η αναβάθμιση της γνώσης για τον υποθαλάσσιο χώρο είναι επίσης μία από τις δράσεις της στρατηγικής για τη «Γαλάζια Ανάπτυξη».

Μέσω του προγράμματος «Ορίζοντας 2020» τα κονδύλια που θα διατεθούν ως το 2020 για τον σκοπό αυτόν φθάνουν τα 80 δισ. ευρώ, ενώ στόχο αποτελεί μέχρι το 2020 η πλήρης χαρτογράφηση του βυθού όλων των ευρωπαϊκών θαλασσών.

Σημειώνεται τέλος, ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η γαλάζια οικονομία προσφέρει δουλειά σε πάνω από 5 εκατομμύρια ανθρώπους και συνεισφέρει με 500 δισεκατομμύρια ευρώ στην ευρωπαϊκή οικονομία. Ο στόχος είναι, μέχρι το 2020, να προσφέρει 7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και 600 δισεκατομμύρια ευρώ στην οικονομία.