Σε αυτή την επαρχιακή πόλη, οι κακές γλώσσες αφηνιάζουν. Υποστηρίζουν πως ο νεοαφιχθείς γραμματέας της νομαρχίας έχει κλειδώσει τη σύζυγό του στο ρετιρέ ενός πένθιμου κτιρίου και δεν της επιτρέπει να δεχθεί επισκέψεις ούτε καν από την ίδια τη μητέρα της, την κυρία Φρόλα. Μάνα και κόρη επικοινωνούν αναγκαστικά από απόσταση: η κυρία Φρόλα στέκεται και τη χαιρετά κάθε πρωί από το βάθος της αυλής, ενώ η μονάκριβη θυγατέρα της σκύβει στο μπαλκόνι –σαν να σκύβει από τον ουρανό –για να της ανταποδώσει τον χαιρετισμό.
Για όλα τα παραπάνω υπάρχουν μάρτυρες. Κανένας τους όμως δεν γνωρίζει τα κίνητρα πίσω από αυτή την παράξενη «διαρρύθμιση» σχέσεων της οικογένειας Πόνζα. Πού οφείλεται η παράλογη κτητικότητα του συζύγου; Τι αισθήματα τρέφει απέναντι στην πεθερά του; Οι πιο επιφανείς κάτοικοι αποφασίζουν να αναλάβουν δράση. Eνας άτυπος «διαγωνισμός αλήθειας» κηρύσσεται και το κυνήγι μυστικών ξεκινάει.
Ο ίδιος ο Πόνζα επιμένει πως η κυρία Φρόλα είναι τρελή: ο χαμός της κόρης της πριν από τέσσερα χρόνια την οδήγησε σε πλήρη σύγχυση. Αυτή που χαιρετάει κάθε πρωί από το βάθος της αυλής δεν είναι παρά η δεύτερη σύζυγος του Πόνζα, η οποία συμμετέχει καλοπροαίρετα σε αυτή την πικρή κωμωδία για χάρη του άνδρα της. Η κυρία Φρόλα, με τη σειρά της, επιμένει πως ο γαμπρός της είναι ο πραγματικά διαταραγμένος: η ερωτική μανία του είχε οδηγήσει την κόρη της σε νευρικό κλονισμό. Μετά τον εγκλεισμό της σε κλινική, εκείνος πίστεψε πως την έχασε για πάντα. Θρήνησε τη «νεκρή» με πάθος. Οταν εκείνη επέστρεψε θεραπευμένη, αναγκάστηκαν να του πουν πως είναι μια άλλη –για να τη δεχτεί πίσω και να την παντρευτεί εκ νέου.
Ποιος από τους δυο λέει την αλήθεια; Οι περίεργοι κάτοικοι σηκώνουν ψηλά τα χέρια: όσο πασχίζουν να βγάλουν το σωστό συμπέρασμα, τόσο σκοντάφτουν σε αβεβαιότητες. Αναζητούν μάρτυρες, πιστοποιητικά, αποδείξεις. Κάποιος που να τους γνώριζε στο παρελθόν… Κάποιος που να είδε την κόρη της κυρίας Φρόλα να μπαίνει στην κλινική. Εστω, κάποιος που να παραβρέθηκε στην κηδεία της… Αδύνατον…
Είμαστε, προφανώς, περισσότεροι του ενός. Η αδυναμία να το αναγνωρίσουμε και να το αποδεχθούμε, στους άλλους ή στον εαυτό μας, οδηγεί σε πνευματικό και ψυχολογικό αδιέξοδο. Ο περίγυρος των Πόνζα επιδιώκει να διαλευκάνει την τρέλα μέσα από μεθόδους λογικές· επί της ουσίας, είναι το ίδιο το μυστήριο της ταυτότητας που αποσκοπεί να βάλει στο μικροσκόπιο. Η λογική, όμως, στερείται υπερβατικότητας· ανθεί μέσα στα καθαρά, απόλυτα σχήματα, σαστίζει μπροστά στη σχετικότητα των πραγμάτων: δεν είμαστε το ένα ή το άλλο, αλλά και το ένα και το άλλο, ταυτόχρονα –ένα παιχνίδι αισθήσεων και αντιλήψεων, ζωής και θεάτρου.
Στην προσπάθειά του να στήσει ένα τέτοιο παιχνίδι, ο σκηνοθέτης της παράστασης που παρακολουθήσαμε στερούνταν προφανώς εκείνου του βαθύτερου χιούμορ που φωτίζει τη «φευγαλέα φύση της αλήθειας…, την αποσύνδεσή της από το απλό γεγονός και την τελική, ανυπόφορα διφορούμενη διάστασή της» (Morris Freedman, Moral Perspectives on Pirandello). Ο Δημήτρης Καραντζάς έμεινε σε μία και μόνη διάσταση: αυτή της φάρσας, και μάλιστα της κακοκουρδισμένης, παράφωνης φάρσας. Πάνω σε τεράστια σκηνή που εκθέτει το βάθος της, οι ηθοποιοί πηγαίνουν, έρχονται, μετακινούν καθίσματα, σηκώνονται, συσπειρώνονται και διασκορπίζονται, κουτσοτραγουδούν και κουτσοχορεύουν, η μηχανικότητα των κινήσεών τους όμως δεν ασκεί καμία γοητεία, ούτε οικοδομεί ατμόσφαιρα. Η σκηνική δράση δεν γίνεται ποτέ σκηνικό σύμπαν· παραμένει μια ανέμπνευστη, διεκπεραιωτική εκτόνωση συσσωρευμένης και αμήχανης ενέργειας. Πόσω μάλλον όταν οι μισοί από τους ηθοποιούς φωνάζουν διαρκώς σε ένα υποτιθέμενο πλαίσιο παραμόρφωσης· η παραμόρφωση όμως, σε θεατρικό επίπεδο, δεν επιτυγχάνεται τόσο απλοϊκά: ζητώντας δηλαδή από τους ηθοποιούς να χαλάσουν εκκωφαντικά τις φωνές τους ή από τον σκηνογράφο να αλλοιώσει το σχήμα των αντικειμένων (ένας πολυέλαιος «μινιόν» ή μια υπερβολικά στενόμακρη πόρτα). Θέλει ιδιαίτερο ταλέντο, φαντάζομαι, να πάρεις τόσο καλούς ηθοποιούς (την Εμιλυ Κολιανδρή, τον Θύμιο Κούκιο, την Ελίνα Ρίζου, για να αναφέρω μερικούς) και να τους καταστήσεις ανυπόφορους. Εξίσου άγαρμπα παρουσιάζεται ο διαχωρισμός μεταξύ «ζωής» και «θεάτρου»: ένα διαρκές κλείσιμο του ματιού στους θεατές, ένας στερεοτυπικός αστεϊσμός με τις συμβάσεις (να βάλουμε τα φώτα στην πρίζα, να στριμωχτούμε κάτω από τον προβολέα κ.ο.κ.). Σε κάθε περίπτωση, το έργο αντιμετωπίζεται με μονομέρεια, επιπολαιότητα και συντηρητισμό: η αλήθεια ως σύνθεση πραγματικοτήτων, ρόλων, υφών, ρυθμών δεν αποδίδεται ποτέ, ούτε καν ως υπαινιγμός. Το μόνο που μένει, έπειτα από πολλή βαβούρα και σούρτα-φέρτα, είναι μια ατελείωτη βαρεμάρα.
Φαίνεται πως ο υπερτιμημένος Καραντζάς δεν είναι ακόμη σε θέση να διαχειριστεί τις μεγάλες σκηνές που αφειδώς του προσφέρονται, αλλά ούτε και τους ακόμη μεγαλύτερους συγγραφείς με τους οποίους επιλέγει να αναμετρηθεί. Και αν συμφωνήσουμε ότι χρειαζόμαστε επειγόντως ένα παιδί-θαύμα, καλό θα ήταν να το αφήσουμε λίγο να μεγαλώσει και να πήξει το μυαλό του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



