Μετά τις τεράστιες, αναμφίβολα, θυσίες του ελληνικού λαού σε όρους απώλειας απασχόλησης και εισοδήματος, η ελληνική οικονομία εισέρχεται πλέον σε μια νέα περίοδο ολικής αναστροφής, όπως αυτή αποτυπώνεται: (α) στην επίτευξη, ύστερα από μία δεκαετία, πρωτογενών πλεονασμάτων το 2013 και το 2014, (β) στο υψηλότερο κυκλικά προσαρμοζόμενο πρωτογενές πλεόνασμα στην ευρωζώνη, (γ) στην πλήρη εξάλειψη του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας κόστους, (δ) καθώς επίσης στην επιστροφή στην ανάκαμψη το 2014, ύστερα από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης. Ετσι, μετά τις πιο πάνω σημαντικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, η κυβέρνηση Σαμαρά έθεσε πρόσφατα και επισήμως έναν ακόμη στόχο, αυτόν «της επιστροφής της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου… μεσοπρόθεσμης διάρκειας κατά το β’ εξάμηνο του 2014» (βλ. Εισηγητική Εκθεση του Προϋπολογισμού 2014, σελ. 148). Αυτός είναι ένας στρατηγικός στόχος με τεράστια οικονομική σημασία.
Στο αντικειμενικά δύσκολο ερώτημα (ας σημειωθεί ότι το ΔΝΤ στην Εκθεση Ιανουαρίου 2013 τοποθετεί χρονικά την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές το 2018) που συχνά μου τίθεται τον τελευταίο καιρό στις συναντήσεις μου με διεθνείς αναλυτές και επενδυτές, εδώ και στο εξωτερικό, «Πόσο ρεαλιστική είναι η επιστροφή της Ελληνικής Δημοκρατίας στις διεθνείς αγορές με λογικά επιτόκια, δύο χρόνια μόλις μετά το PSI+ και με δεδομένο ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ βρίσκεται στο πολύ υψηλό επίπεδο του 175%;» η απάντησή μου έχει ως εξής:

Κατ’ αρχάς, η απομείωση του ελληνικού χρέους πέρυσι, αρχικά με το PSI+ και έπειτα με την επαναγορά ομολόγων, έγινε συντεταγμένα με τους επίσημους δανειστές μας και τους θεσμικούς εκπροσώπους των διεθνών ιδιωτών επενδυτών. Ετσι, οι διεθνείς χρηματαγορές αναμφίβολα κατατάσσουν την Ελλάδα ως χώρα της ευρωζώνης (ασφαλώς όμως της ευρωπεριφέρειας και ως εκ τούτου τα υψηλότερα ασφάλιστρα ρίσκου), γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα άλλωστε στην εξέλιξη του spread του ελληνικού ομολόγου που ακολουθεί ανάλογη πορεία εξέλιξης με το αντίστοιχο ισπανικό (και δεν ακολουθεί, π.χ., το αντίστοιχο των αναδυόμενων οικονομιών, όπως του Μεξικού και της Τουρκίας), κυρίως μετά τη συζήτηση που ξεκίνησε ο Μπερνάνκι τον περασμένο Μάιο για επιβράδυνση του προγράμματος αγοράς ομολόγων από τη Fed (tapering).
Δεύτερον, η πιο πάνω σαφής βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, οι πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, αλλά και η μείωση πράγματι της αποστροφής κινδύνου στη διεθνή επενδυτική κοινότητα, συρρίκνωσαν τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, με το spread πλέον του δεκαετούς ομολόγου να έχει υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω των 700 μ.β. και με πτωτική τάση. Η συνέχιση αυτής της πτωτικής τάσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια φθηνή και αποτελεσματική έξοδο στις αγορές.

Τρίτον
, και εξίσου σημαντικό με τα προηγούμενα, το ρίσκο αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους είναι πολύ μικρό, γεγονός που ευνοεί τη σταδιακή επάνοδο της χώρας μας στις διεθνείς αγορές. Το πιο πάνω μικρό ρίσκο δικαιολογείται από τα εξής: (α) το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημοσίου χρέους (πάνω από το 65%) συνιστά επίσημα ευρωπαϊκά δάνεια, με μέσο όρο ληκτότητας τα 17 έτη, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος για την ευρωζώνη είναι μόλις 7 έτη. Αυτό σημαίνει πως, π.χ., τα νέα τριετή ομόλογα θα είναι de facto, χρονικά, προτιμησιακού καθεστώτος απέναντι στα δάνεια του επίσημου τομέα στην ευρωζώνη. Επίσης, τυχόν συγχώνευση των υφιστάμενων 20 ελληνικών σειρών ομολόγων (όπως αυτά έχουν προκύψει μετά το PSI+) σε πέντε-έξι μόνο νέες σειρές θα προσδώσει ρευστότητα και «βάθος» στη δευτερογενή αγορά των ελληνικών ομολόγων και θα ομαλοποιήσει την καμπύλη αποδόσεων, (β) οι δαπάνες για την πληρωμή τόκων ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω του PSI+, της επαναγοράς του χρέους και του χαμηλού μέσου επιτοκίου (λιγότερο από 3%), είναι πλέον μικρές, π.χ. σήμερα αυτές περιορίζονται σε ταμειακή βάση μόλις σε 6 δισ. ευρώ έναντι 12 δισ. ευρώ τα προηγούμενα χρόνια. Σε χαμηλά επίπεδα είναι και τα χρηματοδοτικά κενά που ανέρχονται σε 9-10 δισ. ευρώ περίπου ως το 2016 και σε 6 δισ. ευρώ για την περίοδο 2017-2020.
Η προσωπική μου εκτίμηση, ύστερα από πολλές επαφές που είχα με επενδυτές της Wall Street στη Νέα Υόρκη και του City στο Λονδίνο τον τελευταίο μήνα, είναι ότι η σταδιακή επάνοδος του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου (μια νέα, π.χ., κοινοπρακτική έκδοση) θα είναι ασφαλής, και χρονικά εφικτή κάποια στιγμή μέσα στο 2014, ίσως και εντός του α’ εξαμήνου. Αυτό γιατί η καχυποψία για τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας αρχίζει φανερά να κάμπτεται και η διεθνής επενδυτική κοινότητα αναζητεί τρόπους τοποθέτησης κεφαλαίων στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς και της αγοράς κυβερνητικών ομολόγων, της αγοράς-πυλώνα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κάθε χώρας. Η έξοδος του Δημοσίου στις αγορές, παρενθετικά, θα βοηθήσει τα μέγιστα τις ελληνικές επιχειρήσεις και τράπεζες να εξασφαλίσουν χαμηλότερο κόστος δανεισμού από τις διεθνείς αγορές (οι περισσότερες εταιρικές ομολογιακές εκδόσεις το 2013 είχαν πολύ υψηλό κουπόνι, ως και 8,75%).
Σχετικά με το ακριβές timing της πρώτης εξόδου, έπειτα από τετραετή αποκλεισμό, στις διεθνείς αγορές, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν μια σειρά παράγοντες και γεγονότα που θα λάβουν χώρα τους επόμενους μήνες, όπως: (α) τον Απρίλιο του 2014 επιβεβαιώνεται από τη Eurostat το πρωτογενές και διαρθρωτικό πλεόνασμα του 2013, ενώ θα έχει ήδη προεξοφληθεί από τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης, με σοβαρό αντίκτυπο στα spreads, η παρέμβαση των πιστωτών μας στην περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών αποφάσεων του Νοεμβρίου 2012, (β) στους πρώτους μήνες κάθε έτους οι επενδυτές βρίσκονται σε διαδικασία «ανοίγματος» θέσεων και θα είναι ευκολότερο να τοποθετηθούν σε μια νέα έκδοση ελληνικών ομολόγων. Αυτό άλλωστε έπραξε και η Πορτογαλία, χώρα επίσης με ανάλογη δανειακή σύμβαση, όταν τον περασμένο Ιανουάριο προχώρησε επιτυχώς σε ομολογιακή έκδοση πενταετούς διάρκειας, συνολικού ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ και με επιτόκιο 5%. Μάλιστα, η Πορτογαλία φέρεται ότι θα ζητήσει τους επόμενους μήνες προληπτική πιστωτική γραμμή από τον ESM με στόχο τη φθηνότερη χρηματοδότησή της από τις αγορές το 2014, (γ) η πιθανότητα έναρξης του tapering από την Janet Yellen της Fed ως το τέλος του α’ εξαμήνου του 2014 είναι πολύ μεγάλη, όπερ μεθερμηνευόμενο, υψηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια και συνεπώς ακριβότερος δανεισμός στις νέες εκδόσεις κυβερνητικών ομολόγων έπειτα από αυτό, (δ) τέλος, η ανάληψη σε δύο εβδομάδες της ευρωπαϊκής προεδρίας για το α’ εξάμηνο του 2014 από τη χώρα μας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης μιας έγκαιρης επιστροφής της Ελληνικής Δημοκρατίας στις διεθνείς αγορές, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι όχι μόνο τα χειρότερα της διπλής κρίσης έχουν περάσει αλλά και ότι η Ελλάδα είναι μια αξιόπιστη, φυσιολογική ευρωπαϊκή χώρα. Σε κάθε περίπτωση, το εγχείρημα της εξόδου στις αγορές θα πρέπει να γίνει συντεταγμένα, σε συνεννόηση με τους επίσημους δανειστές μας, την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε να διασφαλιστούν η απόλυτη επιτυχία και τα μακροπρόθεσμα οφέλη του, και να αποτελέσει έτσι την πιο τρανταχτή ψήφο εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στην αποκατασταθείσα πλέον αξιοπιστία της Ελλάδας.
Ο κ. Γιάννης Μουρμούρας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού, πρώην υφυπουργός Οικονομικών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ